Restitutio et Renovatio

Στη μη χριστιανική ιστοριογραφία ο Διοκλητιανός προβάλλεται ως «γεννήτωρ ενός χρυσού αιώνος». Στους πανηγυρικούς των αυτοκρατόρων, στις επιγραφές των νομισμάτων, στις επίσημες επιγραφές, εξαίρεται η περίοδος διακυβέρνησης τόσο του Διοκλητιανού όσο και του Κωνσταντίνου ως περίοδος αποκατάστασης (restitutio) και ανανέωσης (renovatio) του ρωμαϊκού κράτους.

Restitutio et Renovatio

Τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα ο Διοκλητιανός έμεινε μόνος αυτοκράτορας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αντιλήφθηκε ότι όμως πως η έκταση του κράτους και η ποικιλομορφία των αναγκών της διακυβέρνησης απαιτούσαν τον καταμερισμό των καθηκόντων μεταξύ περισσοτέρων ηγεμόνων, οι οποίοι θα επιλέγονταν με βάση τις ικανότητες και τις πράξεις τους. Έτσι απένειμε σε έναν από τους στρατηγούς του, τον Μαξιμιανό, τον τίτλο του Καίσαρος. Το 293μ.Χ. οι δύο αυτοκράτορες διόρισαν δύο άλλους ικανούς στρατηγούς, τον Γαλέριο και το Κωνστάντιο, «υπαυτοκράτορες» με τον τίτλο του Καίσαρος.

Η τετραρχία που δημιουργήθηκε με αυτόν τον τρόπο αποδείχθηκε σταθερό πολιτικό σχήμα, ικανό να εξασφαλίσει ησυχία και τάξη στο εσωτερικό του κράτους και να προστατεύσει την κυριαρχία της Ρώμης από εξωτερικούς κινδύνους. Μετά από διακυβέρνηση είκοσι και πλέον ετών, που χαρακτηρίζεται από μια σειρά εξαιρετικών βαρυσήμαντων πολιτικών μέτρων, ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε εκούσια το 305μ.Χ και αποσύρθηκε στο Σπαλάτο. Το γεγονός ότι δεν ανατράπηκε αλλά παραιτήθηκε είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό της μεταβολής που είχε επέλθει στην πολιτική εξέλιξη του ρωμαϊκού κράτους.

Επί μια δεκαετία, μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού, εμφανίζονταν διεκδικητές της εξουσίας. Τελικά επικράτησε ο γιος του Κωνστάντιου, μετέπειτα Μέγας Κωνσταντίνος, και ο Λικίνιος, οι οποίοι κυβέρνησαν το κράτος για μερικά χρόνια από κοινού. Η τελική αναμέτρηση μεταξύ τους έγινε το 324μ.Χ. οπότε ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να καταβάλει και τον τελευταίο αυτό αντίπαλο. Έτσι αποκαταστάθηκε η ενότητα του κράτους και εξασφαλίστηκε η κυριαρχία της δυναστείας του Κωνσταντίνου, η οποία διατηρήθηκε ως τον θάνατο του Ιουλιανού το 363μ.Χ.

Παρ’ όλους τους αγώνες για την εξουσία, η μεγάλη κρίση του μεγάλου οικουμενικού ρωμαϊκού κράτους, που απείλησε στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα να οδηγήσει στην κατάρρευση της αυτοκρατορίας, ήδη είχε παρέλθει στην καμπή του 3ου προς τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Οι άνθρωποι της εποχής αισθάνθηκαν έντονα τη μεταβολή αυτή. Ακόμη και οι χριστιανοί που είχαν υποστεί φοβερούς διωγμούς επί Διοκλητιανού, έπαψαν να πιστεύουν ότι επέκειτο η πτώση της αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με την ευρύτατα διαδεδομένη στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα πεποίθηση ότι πλησίαζε το τέλος του κόσμου.

Ο Λακτάντιος, σφοδρός επικριτής του Διοκλητιανού, μολονότι απέρριπτε τον ισχυρισμό του αυτοκράτορα ότι είχε πραγματοποιήσει τη «χρυσή ευτυχία της ανθρωπότητας», θεωρούσε πάντα τον αυτοκρατορικό θεσμό τόσο σταθερό, ώστε προέβλεπε ότι θα παρατεινόταν για άλλους δύο αιώνες. Αργότερα, με τον τερματισμό των διωγμών των χριστιανών, ο ίδιος συγγραφέας πανηγύριζε για την «αποκατάσταση της γαλήνης στον κόσμο» χρησιμοποιώντας σχεδόν την φρασεολογία της επίσημης αυτοκρατορικής προπαγάνδας, η οποία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προβάλλει την αποφασιστική καμπή που είχε συντελεστεί στην ιστορία της αυτοκρατορίας.

Η αυτοκρατορική προπαγάνδα χαρακτηρίζει την αποκατάσταση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας και την ανανέωση του κράτους ως επιστροφή στην παλαιά τάξη. Ακόμη και η μεταρρύθμιση (reformatio) του κράτους παρουσιάσθηκε ως μια πολιτική που αναμόρφωσε τις συνθήκες του οικουμενικού ρωμαϊκού κράτους σύμφωνα με τους παραδοσιακούς κανόνες. Και αυτό γιατί η προβολή μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, που θα εμφανιζόταν ως μεταβολή των βασικών προτύπων του παρελθόντος θα ήταν ασυμβίβαστη με την ρωμαϊκή νοοτροπία, η οποία ήταν ισχυρά προσκολλημένη στην παράδοση.

Ωστόσο, ακόμη και η επίσημη προπαγάνδα δεν μπορούσε να εξαπατήσει τους ανθρώπους της εποχής, που αντιλαμβάνονταν ότι η πολιτική του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν στην πραγματικότητα μια μεταρρυθμιστική πολιτική, η οποία έφερε τη σφραγίδα των επιπτώσεων της μεγάλης διαδικασίας της μεταμόρφωσης του κράτους που προέκυψε από την κρίση του 3ου μ.Χ. αιώνα, επισημοποιούσε τις βαθιές μεταβολές της ρωμαϊκής τάξης, εξασφαλίζοντας τα αντίστοιχα θεσμικά πλαίσια, και έθετε τις βάσεις ενός πολιτεύματος που διέφερε σημαντικά από το πολίτευμα του παρελθόντος.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος συνέχισε τη ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική πολιτική. Η συμφιλίωση του ρωμαϊκού κράτους με τη χριστιανική εκκλησία, η αποκατάσταση της ενότητας του κράτους υπό την ηγεσία μιας αυτοκρατορικής δυναστείας, η μετάθεση της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της αυτοκρατορικής αυλής και της διοίκησης του κράτους, η μεταρρύθμιση στο στράτευμα και στη Σύγκλητο, ο νομοθετικός καθορισμός των υποχρεώσεων και των λειτουργιών των κατώτερων στρωμάτων του πληθυσμού, έδωσαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία νέα μορφή.

Η συγκεκριμένη αυτή μορφή που αποκρυσταλλώθηκε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου, ήταν το απολυταρχικό υστερορρωμαϊκό κράτος, που προήλθε από την κρίση του 3ου μ.Χ. αιώνα, ένα σύστημα κρατικής διακυβέρνησης που εμφανίζεται ήδη από την εποχή των γιων του Κωνσταντίνου με τη μορφή της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Αυτή δεν σφράγισε μόνο την τελευταία μεγάλη περίοδο της ρωμαϊκής ιστορίας, αλλά αποτέλεσε και την απαρχή του ευρωπαϊκού, προπάντων όμως του βυζαντινού Μεσαίωνα.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους