Res Publica

Res Publica και Imperium και είναι δύο έννοιες που χαρακτηρίζουν την ιστορία της Ρώμης. Από το 509π.Χ. οπότε και καταργήθηκε ο θεσμός της βασιλείας στο ρωμαϊκό κράτος οι Ρωμαίοι προσδιόριζαν την πολιτεία τους με τον όρο res publica (που σημαίνει κατά λέξη «δημόσια πράγματα») και με τον όρο imperium (που σημαίνει «εξουσία, ηγεμονία, αρχή, επικράτεια») το κράτος τους.

Res Publica
Populus romanus (ρωμαϊκός δήμος)

Χαρακτηριστικό δείγμα της προσαρμοστικότητας αλλά και της συντηρητικότητας των Ρωμαίων είναι ότι, χωρίς να καταργήσουν τις πατροπαράδοτες με βάση την καταγωγή διακρίσεις μεταξύ των πολιτών, αφαίρεσαν από αυτές το ουσιαστικό τους περιεχόμενο δημιουργώντας παράλληλα νέες που ανταπικρίνονταn περισσότερο στις εκάστοτε κονωνικές και πολιτικές συνθήκες. Έτσι η παλιά διαίρεση των πολιτών σε τρεις φυλές και τριάντα φρατρίες διατηρήθηκε, επιπλέον όμως δημιουργήθηκαν νέες τιμοκρατικές και τοπικές διαιρέσεις.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα να υπάρχουν τρία τουλάχιστον είδη εκκλησιών του δήμου. Η φρατρική εκκλησία (comitia curiata) είχε περιορισθεί σε θρησκευτικής σημασίας δικαιοδοσίες. Ήταν αρμόδια για την εγγραφή ή την διαγραφή οικογενειών από τα αριστοκρατικά γένη, καθώς οι μεταβολές αυτές επηρέαζαν και την τύχη των ιδιαίτερων λατρειών τους (sacra gentilicia). Θρησκευτικό επίσης χαρακτήρα είχε και ο «φρατρικός νόμος» (lex curiata de imperio), με τον οποίο επικυρωνόταν η εκλογή των κυριότερων αρχόντων. Δεν αποκλειόταν, ωστόσο, σε περιόδους κρίσης οι θρησκευτικές ή τοπικές αυτές δικαιοδοσίες να γίνουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.

Η λοχίτις εκκλησία (comitia centuriata) είχε στρατιωτική προέλευση και η σύσταση της συνδέεται, κατά πιθανότητα με την εισαγωγή της οπλιτικής τακτικής στη Ρώμη. Η λοχίτις εκκλησία η κατ’ εξοχήν εκκλησία του κυρίαρχου ρωμαϊκού δήμου, αποτελούσε την πηγή της εξουσίας και είχε θεωρητικά ευρείες αρμοδιότητες. Το κυριότερο της έργο ήταν η ψήφιση των νόμων, για τους σημαντικότερους από τους οποίους ήταν αποκλειστικά αρμόδια. Χωρίς την έγκριση της ούτε πόλεμος ήταν δυνατόν να κηρυχθεί ούτε συνθήκη ειρήνης ή συμμαχίας να συναφθεί. Κατά αποκλειστικότητα συνεκαλείτο ως δικαστήριο για τα εγκλήματα τα οποία προέβλεπαν ποινή θανάτου, σωματικές ποινές ή πρόστιμο. Τέλος, η εκλογή των «μείζονων αρχόντων» ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της λοχίτιδος εκκλησίας.

Η φυλετική εκκλησία του δήμου (comitia populi tributa) ούτε την αρχαιότητα ούτε την σημασία της λοχίτιδος εκκλησίας είχε. Οι λόγοι της δημιουργίας των τοπικών φυλών ήταν βασικά φορολογικοί. Από τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα έγιναν η βάση της στρατολογίας. Οι συντηρηρικοί Ρωμαίοι αντιμετώπισαν την φυλετική εκκλησία του δήμου με καχυποψία και πέτυχαν να διατηρήσουν σε περιορισμένα πλαίσια τις αρμοδιότητες της, στην εκλογή των «ήσσονων αρχόντων», στην ψήφιση δευτερεύουσας σημασίας νόμων και στην εκδίκαση μη σοβαρών αδικημάτων.

Οι ανεπίσημες συγκεντρώσεις των πληβείων (concilium plebis) οργανώθηκαν σταδιακά κατά φυλές σε συνελεύσεις του πλήθους. Οι αρμοδιότητες της συνέλευσης του πλήθους αφορούσαν την εκλογή των αρχόντων του πλήθους (δημάρχων και δημοτικών αγορανόμων), ενώ η δικαστική της δικαιοδοσία περιοριζόταν στα αδικήματα για τα οποία η επιβολή ποινής ανήκε στην αρμοδιότητα δημάρχων. Με την σταδιακή εξάλειψη της οξύτητας των διαφορών μεταξύ πατρικίων και πληβείων, η νομοθετική δικαιοδοσία της συνέλευσης του πλήθους ευρύνθηκε σημαντικά.

Magistratus (Άρχοντες)

Πολύ περισσότερο επιτυχής είναι ο χαρακτηρισμός της εξουσίας των αρχόντων ως βασιλικής, καθώς μάλιστα και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι είχαν πλήρη συνείδηση ότι οι άρχοντες τους ήταν κληρονόμοι και συνεχιστές της βασιλικής εξουσίας. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι συνέβαινε με τους Αθηναίους π.χ. άρχοντες, δεν ήταν απλώς κληρωτοί υπάλληλοι στις διαταγές του δήμου, αλλά ανεύθυνοι όσο διαρκούσε η θητεία τους άρχοντες που με την εκλογή τους περιβάλλονταν το «imperium», το «κράτος», ή την «αυτοκρατορική εξουσία», όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, την «κρατική εξουσία».

Η ανάθεση της αρχής σε δύο στρατηγούς (υπάτους) επέτρεπε τον αμοιβαίο έλεγχο, καθώς μάλιστα ο καθένας από αυτούς είχε το δικαίωμα της ένστασης (intercessio) δηλαδή την παρακώλυση μιας πράξης του συνάρχοντος την οποία δεν ενέκρινε. Προβλεπόταν η διανομή της εξουσίας είτε κατά χρόνο (διαδοχή στην εξουσία μήνα παρά μήνα στη Ρώμη) ή κατά τόπο (ανάθεση στον καθένα μιας επαρχίας), είτε κατά έργα (κλήρωση μεταξύ τους για την οργάνωση των αρχαιρεσιών).

Οι περιορισμοί της συναρχίας καταλύονταν μόνο, όταν σε περίπτωση μεγάλου κινδύνου οι στρατηγοί (ύπατοι) παραχωρούσαν, για περίοδο που δεν υπερέβαινε τους έξι μήνες, την ανώτατη αρχή σε ένα «δικτάτορα», δηλαδή σε έναν «στρατηγό-αυτοκράτορα». Ο θεσμός όμως αυτός έπεσε σε αχρηστία από τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο και μετά. Η θητεία των αρχόντων ήταν εναύσια και από μια εποχή και έπειτα η επανεκλογή τους στο ίδιο αξίωμα δεν επιτρεπόταν πριν περάσουν δέκα χρόνια.

Σταδιακά στους δύο ανώτατους άρχοντες προστέθηκαν και άλλοι δύο. Έτσι οι δύο πρώτοι αποκλήθηκαν «ύπατοι» και οι δύο νεοεισερχόμενοι «στρατηγοί». Για τη εκτέλεση ορισμένων άλλων καθηκόντων των υπάτων δημιουργήθηκαν νέες αρχές, των τιμητών και των ταμιών, ενώ οι ιδιαίτεροι άρχοντες του πλήθους, δήμαρχοι και δημοτικοί αγορανόμοι, εντάχθηκαν σταδιακά στις επίσημες αρχές της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι πληβείοι απέκτησαν το δικαίωμα να εκλέγονται εξίσου με τους πατρικίους σε όλα τα αξιώματα, διατήρησαν και την αποκλειστική τους εκλογιμότητα στις ιδιαίτερες τους αρχές.

Η δημιουργία των δημάρχων (tribune plebis), δέκα στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα, ανάγεται στους αγώνες μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Στην αρχή ανεπίσημοι προστάτες του πλήθους από την αυθαιρεσία των αριστοκρατών πέτυχαν να αναγνωρισθεί η ασυλία τους και να ενταχθούν σταδιακά στην ιεραρχία των αρχών της πόλης ισότιμη με τους υπάτους. Οι αγορανόμοι ήταν υπεύθυνοι για την φύλαξη των αρχείων και την τήρηση της τάξης στην πόλη και στην αγορά ειδικότερα.

Ισότιμη με την υπατία ήταν και η δεκαοχτάμηνη εξουσία των δύο τιμητών, η οποία δημιουργήθηκε το 443π.Χ. για να απαλλάξει τους υπάτους από το βάρος της απογραφής των πολιτών και της κατάταξης τους σε τοπικές φυλές, ηλικίες και περιουσιακά στοιχεία για την σύνταξη των φορολογικών, εκκλησιαστικών και στρατολογικών καταλόγων, από τους οποίους εξαρτιόταν ο δημόσιος βίος των πολιτών. Οι αρμοδιότητες των τιμητών με την πάροδο του χρόνου διευρύνθηκαν, ώστε η τιμητεία απέκτησε μεγάλη αίγλη και έγινε το επιστέγασμα την πολιτικής σταδιοδρομίας των επιφανέστερων Ρωμαίων. Κατά τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα συμπεριελάμβανε και την διαχείριση του δημοσίου χρήματος και την «επιμέλεια των ηθών», δηλαδή τον έλεγχο όχι μόνο του δημόσιου, αλλά του ιδιωτικού βίου των πολιτών.

Senatus (Σύγκλητος)

Η ρωμαϊκή Σύγκλητος (Senatus) ούτε ως προς τη σύνθεση ούτε ως προς τις αρμοδιότητες μπορεί να παραβληθεί με τις βουλές των ελληνικών δημοκρατούμενων πόλεων, αλλά μάλλον με τον αριστοκρατικό Άρειο Πάγο, όταν πριν από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ήταν πραγματική η «φυλακή της πολιτείας». Τα 300 μέλη της έπαψαν να αποτελούν αποκλειστικά οι αρχηγοί των αριστοκρατικών γενών, καθώς σε αυτούς προστέθηκαν σταδιακά οι ανώτεροι πρώην άρχοντες ανεξάρτητα από την οικογενειακή τους προέλευση. Ωστόσο η ανανέωση αυτή ελάχιστα μετέβαλε τον χαρακτήρα της Συγκλήτου εφόσον και τα νέα μέλη ήταν κατ’ αρχήν ισόβια και ανεύθυνα, ενώ το ιδαίτερα υψηλό απαιτούμενο τίμημα (100.000 δραχμές) αποτελούσε ένα αδιαπέραστο φραγμό για τα λιγότερο εύπορα μέλη του πλήθους.

Τυπικά η εξουσία της Συγκλήτου ήταν περιορισμένη. Το μόνο κατά το νόμο δικαίωμά της ήταν σε περίπτωση αιφνιδίου θανάτου ή οποιουδήποτε άλλου κωλύματος των υπάτων να ασκήσουν την εξουσία τους, να διορίζει μεσοβασιλείς (interreges) ως την εκλογή των αντικαταστατών τους. Ωστόσο η πηγή εξουσίας της Συγκλήτου ήταν το κύρος (auctoritas) των μελών της.

Ετσι παρ’όλο που η επικύρωση των ψηφισμάτων των εκκλησιών είτε έγινε καθαρά τυπική είτε καταργήθηκε εντελώς από τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, η δύναμη της Συγκλήτου δεν έπαψε να αυξάνει. Τόσο μάλιστα ήταν το πολιτικό και ηθικό κύρος των πεπειραμένων μελών της, ώστε οι άρχοντες όχι μόνο εξακολούθησαν να τη χρησιμοποιούν ως συμβουλευτικό σώμα, όπως ήταν κατά τύπους, αλλά απέφευγαν να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια χωρίς προηγουμένως να κατοχυρωθούν από το βούλευμά της, το γνωστό ως «συγκλητικό δόγμα» (senatus consultum).

Η εμπλοκή της Ρώμης σε συνεχείς και μακρινούς πολέμους, αντί να χειραφετήσει τους υπάτους, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί μη διαθέτοντας οι ίδιοι, αρχικά τουλάχιστον, πολεμική πείρα, επιζητούσαν να καλύπτονται από τις οδηγίες της Συγκλήτου, ώστε να μην ζητηθούν ευθύνες σε περίπτωση αποτυχίας.

Παράλληλα η διεύρυνση των επαφών της Ρώμης με ξένες δυνάμεις ενίσχυε την εξουσία της Συγκλήτου, η οποία ήταν αρμόδια να διαπραγματεύεται με τους απεσταλμένους τους στη Ρώμη ή να στείλει η ίδια πρεσβείες σε ξένες πόλεις και ηγεμόνες. Τέλος, η επιστασία του δημόσιου χρήματος, με την οποία ήταν επιφορτισμένη, κατέστησε τη Σύγκλητο αποφασιστικό παράγοντα όχι μόνο του πολιτικού αλλά και του οικονομικού βίου των Ρωμαίων, καθώς λόγω των πολέμων τα δημόσια έσοδα και οι δαπάνες έφθασαν σε πρωτοφανή ύψη.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους