Imperium και Res Publica είναι δύο έννοιες που χαρακτηρίζουν την ιστορία της Ρώμης. Από το 509π.Χ. οπότε και καταργήθηκε ο θεσμός της βασιλείας στο ρωμαϊκό κράτος οι Ρωμαίοι προσδιόριζαν το κράτος τους με τον όρο imperium (που σημαίνει «εξουσία, ηγεμονία, αρχή, επικράτεια») και την πολιτεία τους με τον όρο res publica (που σημαίνει κατά λέξη «δημόσια πράγματα»).
Οι χώρες στις οποίες εκτεινόταν κατά τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα το Imperium Romanorum, δηλαδή η ρωμαϊκή κυριαρχία παρουσίαζαν σημαντικές ανομοιομορφίες. Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού (25 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο) φαίνεται φαινομενικά κατώτερη από εκείνη των περισσοτέρων ελληνικών χωρών (40 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο) κατά την ίδια εποχή. Η νότια και δυτική Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα, Καμπανία, Τυρρηνία, Λάτιο), που μαζί με την Σικελία εμφάνιζαν σε πολλά σημεία εικόνα ανάλογη με τις περισσότερες ελλληνικές χώρες ενώ η Βορειοανατολική και ορεινή κατά μήκος των Απεννίνων λόφων Ιταλία, καθώς και η Σαρδηνία και η Κορσική παρουσίαζαν ακόμη και κατά τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα στοιχεία αρχαϊσμού.
Στις πρώτες περιοχές ο πληθυσμός είναι εξίσου πυκνός με της Ελλάδας και η καλλιέργεια της γης εντατική και τα αστικά κέντρα πολυάριθμα και σημαντικά, ενώ η βιοτεχνία και το εμπόριο είχαν σε ορισμένες περιπτώσεις αρχαία παράδοση. Αντίθετα στις δεύτερες περιοχές, τα στοιχεία αυτά είτε ήταν άγνωστα και είτε μόλις τότε άρχισαν να διαδίδονται.
Ο Β’ Καρχηδονιακός πόλεμος και λίγο αργότερα οι ρωμαϊκές εκστρατείες στην Ανατολή έθεσαν σε κίνηση παράγοντες, οι οποίοι σε διάστημα μικρότερο από έναν αιώνα άλλαξαν ριζικά την οικονομική και κοινωνική όψη όχι μόνο της Ρώμης αλλά και ολόκληρης της Ιταλίας. Ως τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα η οικονομία ακόμη και των σχετικά ανεπτυγμένων περιοχών του ρωμαϊκού κράτους, διέφερε σε ορισμένα σημαντικά σημεία από την ελληνική της αντίστοιχης εποχής.
Το εμπόριο και η βιοτεχνία απασχολούσαν ένα ποσοστό σημαντικά μικρότερο του ενεργού πληθυσμού κα συνέβαλλαν σχετικά λίγο στον σχηματισμό του ρωμαϊκού εισοδήματος. Αποσκοπούσαν περισσότερο στην ικανοποίηση της εσωτερικής ζήτησης σε αγροτικά εργαλεία και οικιακά σκεύη και ιδίως στην κάλυψη των αναγκών σε πολεμικό υλικό. Μόνο οι Ιταλιώτες και οι Σικελιώτες επιδίδονταν στην παραγωγή και εξαγωγή αντικειμένων για την ευρύτερη μεσογειακή αγορά.
Οι εισαγωγές, που πριν την αύξηση της ζήτησης σε είδη πολυτελείας περιορίζονταν στα σιτηρά, ήταν και αυτές κατά κανόνα σε χέρια Ελλήνων. Στα πλαίσια της κλειστής αυτής οικονομίας η πρωτογενής παραγωγή απασχολούσε τη μεγάλη πλειονότητα του ενεργού πληθυσμού. Η μεγάλη διάδοση της μικρής ιδιοκτησίας, η αυτάρκεια και επομένως η έλλειψη εξειδίκευσης χαρακτήριζαν ακόμη την ρωμαϊκή ύπαιθρο κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα. Ο αριθμός των δούλων ήταν περιορισμένος (δεν υπερέβαινε το 10-15% του συνολικού πληθυμού) και οι οικονομικές ανισότητες σχετικά μικρές.
Η κατάσταση αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό συνειδητή πολιτική. Παράλληλα με την σταδιακή ικανοποίηση των πολιτικών αιτημάτων του πλήθους, πάρθηκαν και άλλα οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα μέτρα για την άμβλυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Τα κυριότερα από αυτά απέβλεπαν στην αποκατάσταση των άπορων Ρωμαίων πολιτών είτε με την ίδρυση αποικιών είτε με την κατακληρούχηση της δημόσιας γης που σταδιακά προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος.
Έτσι χιλιάδες ακτήμονες ή γενικά φτωχοί Ρωμαίοι, που δεν διέθεταν πάρα τον παραδοσιακό κλήρο των δύο πλέθρων (5 στρέμματα) προτίμησαν να εγκατασταθούν ακόμη και μακριά από τη Ρώμη προκειμένου να αποκτήσουν κλήρους των επτά συνήθως πλέθρων (17,5 στρέμματα), το μέγιστο δηλαδή που μπορούσε να καλλιεργήσει μια αγροτική οικογένεια με τα τεχνικά μέσα της εποχής. Κατά αυτόν τον τρόπο η Ρώμη θυσίαζε ίσως την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, αλλά ευνοώντας τη δημογραφική άνοδο αποκτούσε πολυάριθμο και αφοσιωμένο στο κράτος στρατό, και ενίσχυε την πολιτική συνοχή περιορίζοντας στο ελάχιστο τον αριθμό των απόρων.
Η ικανοποίηση των κυριότερων πολιτικών και οικονομικών αιτημάτων των Ρωμαίων είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των συντηρητικών τάσεων της κοινωνίας. Παρά τη διείσδυση νέων ιδεών εξαιτίας της αυξανόμενης ελληνικής επίδρασης στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα το κύρος των αρχηγών των αριστοκρατικών γενών στον κύκλο των οποίων είχαν εισχωρήσει και οι πλουσιότεροι πληβείοι, παρέμενε ουσιαστικά αναμφισβήτητο, όπως άλλωστε και η θέση του οικογενειάρχη (pater familias) στο στενότερο πλαίσιο της οικογένειας.
Η παραδοσιακή αυτή εικόνα άρχισε ωστόσο να αλλοιώνεται από τις δυνάμεις που έθεσε σε κίνηση ο Β’ Καρχηδονιακός πόλεμος. Τα λάφυρα που απέφερε υπολογίζεται ότι θα αύξησαν κατά 12.000 τάλαντα την ποσότητα των πολύτιμων μετάλλων και ότι θα ενέτειναν ανάλογα τη διάδοση της νομισματικής οικονομίας. Η αγροτική οικονομία και ιδίως οι μικροϊδιοκτήτες δεν υπέφεραν μόνο από τις εκτενείς δηώσεις εξαιτίας της διεξαγωγής στην Ιταλία του μεγαλύτερου μέρους του πολέμου, αλλά και από τη μακρόχρονη απουσία υψηλού ποσοστού από αυτούς.
Παράλληλα η αύξηση του αριθμού των δούλων εξαιτίας των μαζικών εξανδραποδίσεων επέτρεψε στους εύπορους να αγοράσουν και να εκμεταλλευτούν κτήματα των κατεστραμμένων μικροϊδιοκτητών, ενώ για το ζήτημα της τύχης των εδαφών που προσαρτήθηκαν ως δημόσια γη, ανέκυψαν νέες οξύτατες διαφορές μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων πολιτών. Τέλος, η ανάγκη ανεφοδιασμού των στρατευμάτων και η παράλληλη καταστροφή των μεγάλων εμπορικών κέντρων της Μεγάλης Ελλάδας συνετέλεσαν στην ανάδειξη μιας νέας επιχειρηματικής και εμπορικής τάξης μεταξύ των ευπορότερων Ρωμαίων.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους