Η Φλογέρα του Βασιλιά (1886-1910)

Η Φλογέρα του Βασιλιά είναι έργο του Κωστή Παλαμά. Διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β’ (Βουλγαροκτόνου) στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.

Αφού μετά από σκληρούς και μακροχρόνιους πολέμους ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος συνέτριψε τους Βουλγάρους, αποφασίζει να κατεβεί με το στρατό του στην Αθήνα και να προσκυνήσει την εκκλησία της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, όπως είχε τότε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Ο ποιητής συνθέτει θριαμβικούς ύμνους για τους ελληνικούς τόπους, από όπου πέρασε ο στρατός του νικητή βασιλιά.

Για τον Κωστή Παλαμά ο Ελληνισμός είναι ένα δυναμικά ιστορικό φαινόμενο, που μέσα στη ροή του χρόνου, παθαίνει μεταπτώσεις και που μοιραία αλλοιώνεται αλλά και παραμένει σε αγωνιστική δημιουργική και φωτοβόλα ετοιμότητα, για να δεχτεί αλλά και να αφομοιώσει, καινούργιες ιδέες και κανόνες. 

Ο Παλαμάς έχει λόγο και είναι πάντα επίκαιρος. Και εδώ στη «Φλογέρα» μιλά για το «Μακεδονικό». Η φλογέρα, αυτό το ταπεινό σουραύλι – όπως γράφει ο Παπανούτσος – εκείνο το ελεεινό περίπαιγμα στο στόμα του, θα δώσει τα συμβολικά μηνύματα της. Σε ένα δοξαστικό τόνο ο ποιητής, με πολύ λυρισμό μαχόμενος, καταγράφει τα θέματά του στη Φλογέρα του Βασιλιά σε 12 Λόγους. Από τους τρεις Λόγους, οι δύο πρώτοι αναφέρονται στο παρελθόν. Ο τρίτος είναι ο Λόγος που αναφέρεται στο μέλλον. Και μιλά για ένα κοινωνικό ξεσηκωμό. Ο βασιλιάς ανατριχιάζει στον προφητικό Λόγο. Και αυτός, ο βασιλιάς – λείψανο, το πνεύμα του πολέμου, δίνει υπόσχεση συμπαράστασης στη βασανισμένη Ρωμιοσύνη. Μια πορεία, που ποτέ δεν διαγράφει μια γραμμή χωρίς σκαμπανεβάσματα χαρές και δυστυχίες, νίκες και ήττες, σε μια εναλλαγή φάσεων, σε μια συνεχιζόμενη διαλεκτική σύγκρουση, στο όραμα της φυσικής εξέλιξης.

Η Φλογέρα του Βασιλιά

Η Φλογέρα του Βασιλιά

Πρόλογος

Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ στη Χώρα.

Στήν εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά,τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς,πάει κ’ η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια,
κ’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμει.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα [10]
και πιο πολύ από τη γωνιάπου του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ’ η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και ειν’ άβουλος ο άντρας
κι άπραχτος, και στο πλάϊ του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ στη Χώρα.

Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων! 20
Απάνου από τ’ απόσταχτα, άναψε, ω φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα διείς απάνου σου ν’ απλώσει,
να θρέψη σε, να ζεσταθεί, να πάρει απ’ το θυμό σου,
να σπείρει σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάσει στην καρδιά, στο κάστρο, στ’ αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ’ έρμη εσύ φλόγα,κρύψου,
και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη,και μη σβήσεις!
Γιατί θα ρθεί κάποιος καιρός,και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη· άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθεί; Δεν ξέρω. [30]
Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη Δύση,
ποιος ξέρει μην απ’ το βορία, μην απ’ τα Μεσημέρια·
τάχα θα βγει απ’ τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ’ άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πως θα ρθεί,και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαΐδια, Απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φυλή ο κυρ Ήλιος, [40]
(Απόλλωνας αυτός, Χριστός θαρρώ,ή Διόνυσος νομίζω·
Ορφέας λένε οι πυρές όλοι τους ένας είναι)
και σα χλωρά ισκιερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
να! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, να τα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί,να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προφήτες!
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ’ εσύ και ρίξου, ω φλόγα, ω φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της Χώρας,
και στης ψυχής τ’ απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ’ τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια, [50]
και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα!Εμπρός, τραγούδι!

Σβησμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *