Ρόδος

Εκτός από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, υπήρχε και μία άλλη θαλάσσια δύναμη που αν και δεν είχε τις δυνατότητες και τις πολιτικές επιδιώξεις των Πτολεμαίων έμελλε να παίξει σπουδαίο ρόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα: η Ρόδος. Η Ρόδος ήταν μια από τις λίγες ελληνικές πόλεις που κατόρθωσαν να διατηρήσουν την εποχή των Διαδόχων την ανεξαρτησία τους. Οι Ρόδιοι την διατήρησαν και αργότερα, ακολουθώντας την ίδια, δηλαδή ουδέτερη, εξωτερική πολιτική και διαφυλάσσοντας συγχρόνως την εσωτερική τους οργάνωση.

Ρόδος

Η Ρόδος, ως εμπορικό και οικονομικό κέντρο άρχισε να αναπτύσσεται στο β’ μισό του 4ου π.Χ. αιώνα. Τις περισσότερες εμπορικές συναλλαγές είχε με την Αίγυπτο. Η σημασία της Ρόδου για την οικονομική ζωή της Αιγύπτου οφειλόταν κυρίως στο ρόλο της πόλης ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Αλλά η Ρόδος δεν ήταν μόνο μετακομιστικό κέντρο. Έκανε και εξαγωγή δικών της προϊόντων (κυρίως κρασί) σε πολλές χώρες. Μια αρκετά ενδεικτική εικόνα του εξαγώγιμου εμπορίου των Ροδίων δίνουν οι αμφορείς που βρέθηκαν σε πόλεις της κυρίως Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, στην Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Μεσοποταμία, στις πόλεις του Εύξεινου Πόντου, στην Κάτω Ιταλία και Σικελία και σε αυτήν την Καρχηδόνα. Συγχρόνως η Ρόδος ήταν ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα του ελληνικού κόσμου, όπως φαίνεται από τα δάνεια που έδινε σε άλλες ελληνικές πόλεις και από την παρουσία τραπεζών που ανήκαν σε πλούσιους πολίτες της.

Η δύναμή της στηριζόταν κυρίως στον ισχυρό στόλο της, εμπορικό και πολεμικό. Χάρη στον πολεμικό τους στόλο οι Ρόδιοι έφεραν υπό την επιρροή τους τα γειτονικά νησιά Κάρπαθο και Κω και ακόμη και τις Κυκλάδες, τουλάχιστον για ένα διάστημα στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Τότε φάνηκε και η σημασία του ροδιακού στόλου στην καταπολέμηση της πειρατείας. Ο ρόλος της Ρόδου στην καταπολέμηση των πειρατών έγινε σπουδαιότερος με την παρακμή της Αιγύπτου, ιδιαίτερα στο α’ μισό του 2ου π.Χ. αιώνα.

Βασική προϋπόθεση της ουδέτερης εξωτερικής πολιτικής και της ανεξαρτησίας της Ρόδου ήταν, ή εσωτερική σταθερότητα. Οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις που παρατηρούνται την ίδια εποχή σε άλλες ελληνικές πόλεις δεν υπήρχαν, όχι μόνο στον 3ο π.Χ. αιώνα και στο α’ μισό του 2ου π.Χ. αιώνα, οπόταν η πόλη είχε οικονομική ευμάρεια, αλλά και στην κατοπινή εποχή της οικονομικής κάμψης.

Από τυπική άποψη το πολίτευμα της Ρόδου δεν διέφερε από το πολίτευμα των άλλων ελληνικών πόλεων, ήταν δηλαδή δημοκρατικό. Την ανώτατη εξουσία ασκούσε η Εκκλησία του δήμου που περιελάμβανε τους κατοίκους Λίνδου, Καμείρου και Ιαλυσού, που είχαν ενωθεί μετά τον συνοικισμό του 408π.Χ. Υπήρχε επίσης και η Βουλή, η οποία εκτός από την υποβολή προτάσεων είχε και άλλες αρμοδιότητες: έδινε εντολές σε πρέσβεις που στέλνονταν προς τα άλλα κράτη, ή απαιτούσε εκθέσεις από τους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού και του στόλου σχετικές με τις πολεμικές επιχειρήσεις που διηύθυναν. Επίσης δεχόταν πρέσβεις άλλων δυνάμεων. Επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας ήταν πέντε πρυτάνεις. Οι πρυτάνεις αυτοί εκλέγονταν για πέντε μήνες και είχαν πολιτικές και συγχρόνως στρατιωτικές αρμοδιότητες.

Παρά τη δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος, η κοινωνία της Ρόδου παρουσίαζε, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ολιγαρχικό χαρακτήρα. Υπήρχαν δηλαδή μερικές πλούσιες οικογένειες που είχαν συγχρόνως και την πολιτική ηγεσία του νησιού. Η αντίθεση μεταξύ δημοκρατικού πολιτεύματος και ολιγαρχικής κοινωνικής και οικονομικής ζωής δεν αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ρόδου. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Εκείνο όμως που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ήταν η πρόνοια των πλουσίων της για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ώστε το βιωτικό τους επίπεδο να είναι ανεκτό ώστε να αποφεύγονται κοινωνικές αναταραχές.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους