Σύμφωνα με τον Beaujour, στο τέλος του 18ου αιώνα στη Μακεδονία κατοικούσαν περίπου 700.000 άνθρωποι, το οποίο σημαίνει ότι ο πληθυσμός παρουσίαζε αύξηση μετά την υπογραφή της συνθήκης του Πασάροβιτς. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν συγκεντρωμένο στα «αστικά» κέντρα ενώ σε ορισμένα σημεία της υπαίθρου οι οικισμοί έφθιναν πληθυσμιακά από τις αποδημίες και δοκιμάζονταν οικονομικά από την απομύζηση των Τούρκων γαιοκτημόνων και τις βαριές φορολογίες, ώστε, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ίδιου Γάλλου συγγραφέα, στη Μακεδονία «οι αγρότες να πεθαίνουν από την πείνα και οι άρχοντες να πλημμυρίζουν από χρυσάφι».

Ο «αστικός» πληθυσμός στη Μακεδονία αποτελούσε το ένα τρίτο περίπου του συνόλου. Η δημογραφική αυτή δομή, η έλξη που ασκούσαν στους αγρότες και στους βιοτέχνες οι μικρές ή οι μεγάλες πολιτείες, οι συνθήκες διαβίωσης σε αυτές, η δυνατότητα διακίνησης και απορρόφησης των γεωργικών, των κτηνοτροφικών και των βιοτεχνικών προϊόντων, οδήγησε σε μια κίνηση ατόμων και ομάδων προς τα κέντρα του εσωτερικού αρχικά, σε ξένες χώρες αργότερα.
Ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς οι αποδημίες γίνονται συχνότερες και τολμηρότερες και τα καραβάνια διασχίζουν την χερσόνησο του Αίμου μεταφέροντας εμπορεύματα στις αγορές της Κωνσταντινούπολης, της Βλαχίας, της Μολδαβίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Οι ταξιδιώτες των καραβανιών, έμποροι και συνοδοί εμπορευμάτων, αποτελούσαν έναν κόσμο ετερόκλητο, που τον ένωνε η δίψα του κέρδους, η ελπίδα για μια ζωή καλύτερη και ο φόβος του άγνωστου. Πόσους απορροφούσε η νέα διαμονή, πόσοι χάνονταν στις πολιτείες της χερσονήσου του Αίμου και της κεντρικής Ευρώπης δεν είναι δυνατόν να ξέρουμε. Πλάι στους λίγους επώνυμους αποδήμους υπάρχουν οι χιλιάδες ανώνυμοι που την τύχη τους δεν θα τη μάθουμε ποτέ.
Η ζωτικότητα του πληθυσμού των κέντρων της Μακεδονίας, η επίκαιρη θέση της χερσονήσου του Αίμου και η ευφορία του εδάφους συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου, που από τον 17ο αιώνα ασκούσαν οι Έλληνες, εκτός από την Θεσσαλονίκη όπου επικρατούσαν οι Εβραίοι. Τα καραβάνια μετέφεραν τα πρώτες ύλες για τη βιοτεχνία από την Βλαχία κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη, που λόγω της ευρυχωρίας του λιμανιού της ήταν αποθήκη της ευρωπαϊκής Τουρκίας, και από εκεί στέλνονταν στο Δυρράχιο και την Ραγούζα, από όπου φορτώνονταν για τη Βενετία και τα άλλα λιμάνια της Ευρώπης.
Μετά συνθήκη του Πασάροβιτς, οι εμπορικές επιχειρήσεις των Ελλήνων επεκτείνονταν προς την Αυστρία και τη Γερμανία, ενώ το εμπόριο με τη Βενετία σημειώνει κάμψη. Ξένοι εμπορικοί οίκοι εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη, όπου προηγούνται οι Γάλλοι από το τέλος του 17ου αιώνα και ακολουθούν οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί. Οι Βενετοί ανανεώνουν το ενδιαφέρον τους για το εμπόριο με τη Μακεδονία και παράλληλα κατά το β΄ μισό του 18ου αιώνα ιδρύονται στη Θεσσαλονίκη προξενεία της Ισπανίας, της Πρωσίας και, μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, της Ρωσίας.
Τα καραβάνια ξεκινούσαν από τη Θεσσαλονίκη, συνήθως μια φορά την εβδομάδα, για τις πόλεις και τα εμπορικά πανηγύρια της χερσονήσου του Αίμου, και τα πλοία που φόρτωναν στο λιμάνι της, μετέφεραν κάθε είδους προϊόντα και εμπορεύματα. Τα κυριότερα είδη που εξάγονταν ήταν βαμβάκι, σιτάρι, καπνός, μετάξι ακατέργαστο, καθώς επίσης μαλλί, ξυλεία, γουναρικά, βιοτεχνικά είδη. Οι εισαγωγές περιελάμβαναν είδη πολυτελείας, καφέ, ρύζι, μπαχαρικά, υφάσματα από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, υαλικά και πορσελάνες, χαρτί, όπλα και άλλα.
Πνευματική ανάπτυξη
Συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης της Μακεδονίας υπήρξε η πνευματική άνοδος του Ελληνισμού της περιοχής. Δεν είναι μόνο ο αριθμός των σχολείων που ιδρύονται, αλλά και η συρροή διαπρεπών λογίων στις πόλεις της. Στη Θεσσαλονίκη δίδαξαν ο Κοσμάς Μπαλάνος και ο Αθανάσιος Πάριος, στην Κοζάνη ο Ευγένιος Βούλγαρης, στην Καστοριά ο Μεθόδιος Ανθρακίτης και ο Αναστάσιος Βασιλόπουλος. Επίσης σε δεκάδες ανέρχονται οι Μακεδόνες λόγιοι που διακρίθηκαν στις πόλεις της Ευρώπης. Η πρώτη ελληνική «Εφημερίς» τυπώθηκε από τους Σιατιστηνούς Μαρκίδες Πούλιου τα χρόνια 1791-1797.
Στην Κοζάνη κατά τα μέσα του 18ου αιώνα ιδρύεται βιβλιοθήκη, τον πυρήνα της οποίας αποτέλεσε δωρεά του μητροπολίτη Μελετίου του Θεσσαλονικέως. Τόσο κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας της όσο και αργότερα συγκεντρώθηκαν σε αυτήν πολυτιμότερα βιβλία, που τα περισσότερα σώζονται ως σήμερα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους