Πουέμπλο

Ο πολιτισμός των Πουέμπλο αναπτύχθηκε από την αρχή του 8ου αιώνα, όταν οι Ανασάζι που ζούσαν στα νοτιοδυτικά των σημερινών ΗΠΑ οργανώθηκαν σε οικισμούς. Η ανάγκη αποθήκευσης μεγάλων ποσοτήτων τροφής και αλληλοβοήθειας σε περιόδους ξηρασίας ή σε περιόδους που χρειάζονταν εργατικά χέρια, υποχρέωσε τους Ανασάζι να ιδρύσουν μεγαλύτερες κοινότητες και συνάψουν συμμαχίες με τις γειτονικές πληθυσμιακές ομάδες.

Πουέμπλο
Κλιφ Πάλας

Τα υπόγεια σπίτια σταδιακά αντικαταστάθηκαν από οικοδομήματα στην επιφάνεια του εδάφους: ορθογώνια κτίσματα, κατασκευασμένα από πέτρα και πηλό με μία είσοδο από την οροφή, από όπου κατέβαιναν με τη χρήση σκάλας. Τα κτίσματα συνήθως έβλεπαν σε μια πλατεία ή σε μια αυλή, όπου υπήρχε μία κίβα ή περισσότερες. Κάποιες από αυτές μπορεί να ήταν μεγάλες, οι περισσότερες όμως χωρούσαν περίπου 12 άτομα.

Η κατασκευή τους μαρτυρούσε τοπική διαφοροποίηση. Στην περιοχή της Καγιέντα οι κίβας ήταν μικρές, στρογγυλές ή ορθογώνιες και οι οροφές τους υποστηρίζονταν από τέσσερις γωνιακούς στύλους. Στη Μέσα Βέρντε ήταν επίσης στρογγυλές ή σε σχήμα κλειδαρότρυπας, και είχαν οροφές θολωτές ή με ξύλινα δοκάρια. Τέλος, στις περιοχές του Τσάκο Κάνιον, της Τσιμπόλα και του Ρίο Γκράντε ήταν στρογγυλές ή ορθογώνιες, σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ μεγάλες, περιλάμβαναν περισσότερα δομικά στοιχεία, όπως πάγκους και στύλους, και γενικά είχαν επίπεδες οροφές.

Αυτή την περίοδο οι κοινότητες των Ανασάζι ήταν ειρηνικές και η επιβίωση τους στηριζόταν στο κυνήγι. Καλλιεργούσαν δημητριακά και όσπρια σε μικρά κομμάτια γης, τα οποία άρδευαν εκμεταλλευόμενοι τις πηγές ή εκτρέποντας το νερό των ποταμών μέσω καναλιών. Κυνηγούσαν ελάφια, λαγούς και αγριοκάτσικα με ένα είδος ακοντίου, το άτλαλ, το οποίο προτιμούσαν ως όπλο ακόμα και μετά την εμφάνιση του τόξου και τους βέλους. Εξέτρεφαν γαλοπούλες και περιστοιχίζονταν από οικόσιτα ζώα, όπως σκύλους, οστά των οποίων έχουν βρεθεί σε τάφους δίπλα στους σκελετούς.

Τα επιτραπέζια σκεύη φτιάχνονταν από πηλό, είχαν σπειροειδές σχήμα, κατ’ απομίμηση της πλέξης των καλαθιών, και ήταν διακοσμημένα με απλές εγχάρακτες γραμμές ή με γεωμετρικά και γραμμικά σχέδια μαύρου χρώματος πάνω σε λευκό φόντο. Με το πέρασμα του χρόνου σημειώθηκαν διαφορές στην παραγωγή και αναπτύχθηκε το εμπόριο αυτών των αντικειμένων ακόμα και εκτός της περιοχής των Ανασάζι. Όσο για τις βραχογραφίες, εξακολούθησαν να τις φιλοτεχνούν.

Γύρω στο 1000 ξεκίνησε η κλασική περίοδος. Τον 11ο αιώνα οι Ανασάζι προτίμησαν να αναζητήσουν πιο ασφαλή καταφύγια και έκρυψαν τους οικισμούς τους μέσα στα βάραθρα των φαραγγιών που είχαν διαβρωθεί από τα υδάτινα ρεύματα στο παρελθόν. Η Μέσα Βέρντε έγινε το κέντρο των οικισμών με τα βραχόσπιτα, στα οποία είχαν πρόσβαση ήταν εφικτή μόνο από τα σκαλοπάτια που είχαν λαξεύσει στα βράχια που προεξείχαν.

Ταυτόχρονα, στα υψίπεδα δημιουργήθηκαν τα ανοιχτά πουέμπλος, που κατοικούνταν από εκατοντάδες άτομα. Αυτά τα τεράστια ημικυκλικά πολυεπίπεδα συγκροτήματα αποτέλεσαν μια πραγματική επανάσταση στην αρχιτεκτονική. Αποτελούνταν από σειρές συνεχόμενων δωματίων, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με αεραγωγούς, εσοχές στον τοίχο για τις προσωπικές προμήθειες, υπερυφωμένους διαδρόμους και περάσματα, ώστε να δημιουργούν μια καλά προστατευμένη κυψέλη που είχε δυνατότητες άμυνας. Το άνοιγμα στην οροφή, όπως και στην προηγούμενη περίοδο, αποτελούσε τη μοναδική είσοδο στο εσωτερικό των σπιτιών.

Κάθε οικισμός διέθετε αποθήκες για τρόφιμα, που σε περιόδους έλλειψης διανέμονταν στην κοινότητα. Σε κάθε χωριό οι κίβας, ο ακρογωνιαίος λίθος της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής, πολλαπλασιάστηκαν.

Η περίοδος αυτή χαρακτηριζόταν από πληθυσμιακή αύξηση και επέκταση. Στο Τσάκο Κάνιον και στη Μέσα Βέρντε οι οικισμοί κάποιες φορές ήταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, είχαν μάλλον στενές σχέσεις μεταξύ τους και συνεργάζονταν στην κατασκευή μνημείων, στις γεωργικές εργασίες και σε κάποιες θρησκευτικές γιορτές.

Σε αυτή την φάση η κοινωνία ήταν περισσότερο διαστρωματωμένη σε σχέση με τις παλαιότερες περιόδους και σίγουρα οι κοινότητες είχαν περισσότερα άτομα. Η παραγωγή προϊόντων των προηγούμενων περιόδων συνεχίστηκε και βελτιώθηκε, με ελαφρές εναλλαγές ανάλογα με την περιοχή, και η ζώνη επιρροής του πολιτισμού των Ανασάζι διευρύνθηκε, κυρίως στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι Χόχοκαμ και Μογκογιόν.

Πουέμπλο
Αγγείο με ασπρόμαυρη διακόσμηση

Τσάκο Κάνιον

Στα τέλη του 11ου αιώνα την περιοχή του Τσάκο διέσχιζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα δρόμου που συνέδεε τις περιοχές του Τσάκο Κάνιον με πολλές «περιφερειακές» κοινότητες, διασκορπισμένες σε όλη τη λεκάνη του ποταμού Σαν Χουάν και σε αρκετά μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Το σίγουρο είναι ότι κατά μήκος αυτών των διαδρόμων γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές, μεταφέρονταν τα τρόφιμα και η ξυλεία για τα χωριά, το τιρκουάζ και άλλα υλικά για τα πυροτεχνήματα. Ίσως οι διαδρομές αυτές να διευκόλυναν και την επικοινωνία των μεγάλων θρησκευτικών κέντρων του Τσάκο Κάνιον.

Πολλές μεγάλες κίβας κατασκευάστηκαν μάλλον για να φιλοξενήσουν πολλά άτομα που ζούσαν μόνιμα στα χωριά, όμως πολλά δωμάτια στα μεγάλα κτίρια-κυψέλες χρησιμοποιούνταν περιστασιακά από τους διερχόμενους από την περιοχή. Τα περισσότερα συγκροτήματα που Τσάκο Κάνιον είχαν ορθογώνιο, κυκλικό ή ημικυκλικό σχήμα και διέθεταν πολλά δωμάτια σε διαφορετικά επίπεδα, μια μεγάλη πλατεία στην οποία βρίσκονταν οι κίβας και ένα πιο χαμηλό κτίσμα που έκλεινε τη νότια πλευρά. Δίπλα σε τούτα τα συγκροτήματα υπήρχαν πιο μικρά οικοδομήματα ακανόνιστου σχήματος, με κάποιες μεγάλες απομονωμένες κίβας. Αυτές οι τελευταίες ίσως χρησιμοποιούνταν από κοινού από κατοίκους μικρών χωριών των γειτονικών περιοχών. Η κεραμική της περιόδου ήταν εκλεπτυσμένη. Η διακόσμηση των αγγείων -γαβάθες, σκεύη μαγειρικής, κανάτες και εξαίσια ανθρωπόμορφα αγγεία- περιελάμβανε μοτίβα ζιγκ-ζαγκ, ταινίες με ευθείες ή κυματιστές γραμμές και ρόμβους.

Πουέμπλο
Αγγείο τεχνοτροπίας Τσάκο Κάνιον

Μέσα Βέρντε

Στην περιοχή της Μέσα Βέρντε κυριαρχούσαν τα βραχόσπιτα, όμως υπήρχαν και οικισμοί διαφόρων τύπων, όπως η κοινότητα Φαρ Βιου στην Τσαπίν Μέσα. Εκεί αναδύθηκαν διάφοροι μικροοικισμοί, διάσπαρτοι ανάμεσα στα χωράφια με τις καλλιέργειες, χτισμένοι ανάμεσα σε δύο αρδευτικά κανάλια που τροφοδοτούνταν από μια τεχνητή λίμνη (που σήμερα ονομάζεται Λίμνη με τις Μούμιες). Αυτή η τεράστια πλακόστρωτη δεξαμενή χωρούσε σχεδόν δύο εκατομμύρια τόνους νερό και υδροδοτούσε ολόκληρη την κοινότητα.

Περίπου το 1100 κατασκευάστηκαν σημαντικά κτίρια, μεταξύ των οποίων το Φαρ Βιου Χάουζ, που αρχικά ήταν τριώροφο με 40 δωμάτια και πέντε κίβας, μία εκ των οποίων μεγάλων διαστάσεων. Οι τοίχοι ήταν χτισμένοι με τετραγωνισμένες πέτρες και οι είσοδοι είχαν σχήμα «κλειδαρότρυπας». Σε άλλους οικισμούς υπήρχαν πέτρινοι πύργοι, που ίσως είχαν τελετουργική χρήση και ορισμένοι απο αυτούς συνδέονταν με τις κίβας μέσα από στοές.

Γύρω στο 1200 η κοινότητα Φαρ Βιου εγκαταλείφθηκε και ο πληθυσμός της μετακινήθηκε σε πιο νότια καταφύγια στους βράχους. Από αυτά το μεγαλύτερο ήταν το Κλιφ Πάλας, με 220 δωμάτια και 23 κίβας. Οι οικισμοί αυτοί αποτελούνταν από ένα σύνολο κτισμάτων που στηρίζονταν το ένα στο άλλο χωρίς συγκεκριμένη διάταξη, τα οποία αναπτύσσονταν σε ύψος και είχαν πρόσοψη προς το εσωτερικό, καταλαμβάνοντας τα βάραθρα του φαραγγιού. Το οικοδομήματα είχαν διαφορετικό σχήμα και υπήρχαν διάσπαρτοι κυλινδρικοί και ορθογώνιοι πύργοι.

Πολλοί οικισμοί μεγάλων διαστάσεων υπήρχαν επίσης στην περιφέρεια των περιοχών αυτών: το Γέλοου Τζάκετ εκτεινόταν σε μια μεγάλη επιφάνεια και φαίνεται να είχε πολλές κίβας, εκτός από τους πύργους και άλλες κατασκευές μάλλον θρησκευτικής χρήσης. Από όλα αυτά εικάζεται ότι ενδεχομένως επρόκειτο για κάποιο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο. Προς τα δυτικά, στην άνυδρη περιοχή του Χόβενγουιπ, αναδύθηκαν τέλος μικροί διάσπαρτοι οικισμοί, κοντά στα ρυάκια. Οι κάτοικοι αυτών των χωριών εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τα υδάτινα αποθέματα υψώνοντας φράγματα, σχεδιάζοντας αρδευτικά κανάλια και σκάβοντας δεξαμενές για τη συλλογή του βρόχινου νερού. Η κεραμική της Μέσα Βέρντε χαρακτηρίζονταν από διακοσμητικά μοτίβα άσπρου και μαύρου χρώματος.

Καγιέντα

Το βόρειο άκρο της Καγιέντα συνόρευε με τα εδάφη των Φρίμοντ, ενός πολιτισμού που αναπτύχθηκε μεταξύ του 9ου και του 13ου αιώνα κατά μήκος της βόρειας λεκάνης του ποταμού Κολοράντο στη Γιούτα. Οι Φρίμοντ ασχολούνταν με τη γεωργία, ήταν όμως και κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, ενώ από την καλλιτεχνική τους δραστηριότητα συνάγονται πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις με τους Ανασάζι.

Η Καγιέντα, που κατοικούνταν από τος αρχές της Περιόδου των Κατασκευαστών Καλαθιών, δεν αντιμετώπισε ποτέ πρόβλημα υπερπληθυσμού, μολονότι διέθετε περιοχές μεγάλου μεγέθους, όπως το Μπετατάκιν και το Κιτ Σιλ στο Τσέγι Κάνιον. Τα σπίτια σε αυτά τα χωριά χτίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο με τοίχους από χακάλ και άλλους από πέτρα, και οι κατασκευές ήταν πιο απλές σε σύγκριση εκείνες της Μέσα Βέρντε.

Πιθανόν οικοδομήθηκαν ανάμεσα στο 1270 και 1280 και εγκαταλείφθηκαν έπειτα από λίγο καιρό. Το Τσέγι Κανιόν φαίνεται πως κατοικήθηκε για μεγαλύτερο διάστημα και πολλές κατασκευές δημιουργήθηκαν σε μέρη όπου υπήρχαν χωριά κατά την Περίοδο Κατασκευαστών Καλαθιών.

Η περιοχή αυτή δέχτηκε επιρροές από τις περιοχές της Μέσα Βέρντε και του Τσάκο Κάνιον: το Γουάιτ Χάουζ χτίστηκε τον 11ο αιώνα και έχει ομοιότητες με την τεχνοτροπία Τσάκο, ενώ το Σπήλαιο με τις Μούμιες, του 13ου αιώνα, είναι πιο κοντά στις κατασκευές της Μέσα Βέρντε. Η Καγιέντα ήταν η λιγότερο κατοικημένη περιοχή των Ανασάζι, τα αρχιτεκτονήματα της ήταν πιο απλά και οι κοινότητες της όχι αυστηρά διαστρωμετωμένες.

Ωστόσο η κεραμική της έφτασε σε υψηλά επίπεδα. Η διακόσμηση περιλάμβανε περίπλοκα σχέδια, που αποτελούνταν από τέσσερα μέρη, τα οποία περιστρέφονταν γύρω από ένα κέντρο. Ιδιαίτερα διαδομένα ήταν τα σπειροειδή μοτίβα, που κάλυπταν ολόκληρη την επιφάνεια των αγγείων.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic