Η πειρατεία, φαινόμενο πανάρχαιο και ενδημικό στη Μεσόγειο, παρουσιάζει τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας ιδιαίτερη έξαρση και εξελίσσεται σε αληθινή μάστιγα για τους πληθυσμούς των νησιών και των παραλίων των ελληνικών θαλασσών. Συντελεστές αποφασιστικοί της πρωτοφανούς διάδοσής της στάθηκαν η αδυναμία της ναυτικής δύναμης των κυρίαρχων κρατών αυτού του χώρου -του Βυζαντίου από τον 12ο αιώνα και της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη συνέχεια- να διατηρήσουν τον ουσιαστικό έλεγχο των θαλασσών, καθώς και ο οξύς ανταγωνισμός που εκδηλώθηκε μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στη Βενετική Δημοκρατία και στον νέο κυρίαρχο της ανατολικής Μεσογείου για την κατοχή των εμπορικών και στρατιωτικών θέσεων της Πρόσω Ανατολής.

Πραγματικά οι αλληλεπάλληλοι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι, όχι μόνο ενθάρρυναν τους πειρατές, αλλά τους αποθράσυναν, καθώς οι δύο αντιμέτωπες δυνάμεις χρησιμοποίησαν ευρύτατα στις επιχειρήσεις τους τόσο αυτούς όσο και άλλα τυχοδιωκτικά στοιχεία, προσφέροντάς τους ελευθερία συστηματικής οργάνωσης. Έτσι κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας και κυρίως τον 15ο και 16ο αιώνα η πειρατεία παρουσιάζεται με οργανωμένη και συστηματική μορφή.
Πόλεις και χώρες ολόκληρες, ιδίως των βορείων και βορειοδυτικών ακτών της Αφρικής, όπως το Αλγέρι, η Τύνιδα, το Μαρόκο εξαρτώνταν οικονομικά από τους πειρατές, ενώ οι μισθοφόροι ναύαρχοι των μεγάλων δυνάμεων της εποχής δεν δίστασαν να εκτρέπονται σε επιδρομές και πειρατικές ενέργειες από το δέλεαρ του κέρδους. Αποτέλεσμα των παραπάνω συνθηκών ήταν η επικράτηση σε ολόκληρη τη Μεσόγειο μιας κατάστασης ακήρυχτου πολέμου που επέτρεπε στους ικανούς αλλά αδίστακτους θαλασσομάχους να πλουτίζουν σε βάρος των εμπορικών πλοίων και της οικονομίας των παραλιακών και των νησιωτικών πόλεων.
Οι αρχιπειρατές της Μεσογείου, τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί, δεν ήταν απλοί ληστές αλλά συχνά αληθινοί ηγεμόνες, ικανότατοι στη διπλωματία, στη διοίκηση και στη στρατιωτική τέχνη. Συνήψαν σχέσεις αμοιβαίου συμφέροντος με βασίλεια και αυτοκρατορίες και παρ΄όλο που συχνά δρούσαν ως μισθοφόροι στην πραγματικότητα μοιράζονταν τα κέρδη τους με τους υψηλούς προστάτες τους, βασιλείς ή σουλτάνους. Εξάλλου, οι τίτλοι που απονέμονταν στους πειρατές αυτούς τους εξασφάλιζαν μια επίφαση νομιμότητας μέσα στις περιοχές του προστάτη τους, αγορές για τα κλοπιμαία, πηγές ναυτολόγησης και ναυπηγεία για την κατασκευή νέων σκαφών. Έτσι, οι πληθυσμοί των ελληνικών παραλίων, και ιδιαίτερα οι Κυκλαδίτες, έζησαν κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο της Τουρκοκρατίας κάτω από το καθεστώς τριπλής ουσιαστικά κυριαρχίας: Τούρκων, Λατίνων, πειρατών.
Τα πειρατικά πλοία ήταν συνήθως μικρά με 36-45 κανόνια. Ήταν όμως επανδρωμένα με πολυάριθμο πλήρωμα από 100-200 εμπειροπόλεμους και αποφασισμένους άνδρες. Οι Μπαρμπαρέζοι (επιφανέστερος ο Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσα) ειδικά χρησιμοποιούσαν στις επιδρομές τους τις ευκίνητες «φούστες», με αναρτημένη στο άλμπουρο την κόκκινη πειρατική σημαία, «τρομερόν του θανάτου έμβλημα» για τα άτυχα θύματά τους.
Η ελεύθερη σχεδόν κίνηση των πειρατών στις ελληνικές θάλασσες δεν είναι βέβαια νοητή χωρίς την σύμπραξη συνεργατών από καθε νησί, πληροφοριοδοτών, πρακτόρων κα κλεπταποδόχων. Και αυτοί ήταν συνήθως άνθρωποι που είχαν κάποια επιρροή. Γύρω στα 1600, οπότε πολυάριθμα πειρατικά ιδίως της σικελικής Μεσήνης κα ιτης Μάλτας, λιμαίνονταν το Αιγαίο, η θρασύτητα των πειρατών και κλεπταποδόχων φαίνεται πως είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Μέσα την Θεσσαλονίκη οι τουρκικές αρχές σφράγισαν αποθήκη Άγγλου εμπόρου, που τον κατηγόρησαν ως κλεπταποδόχο, ενώ ανενόχλητα, όπως καταγγέλει ο Βενετός πρόξενος Θεσσαλονίκης, οι πειρατές εξόπλιζαν πλοιάρια, με τα οποία εενργούσαν επιδρομές σε βάρος των χριστιανών και Τούρκων.
Έτσι φαίνεται ότι εκτός από τον πολιτικό και οκονομικό ανταγωνισμό των ναυτικών δυνάμεων της εποχής, στην ανάπτυξη της πειρατείας εξίσου συνέτεινε και η κερδοσκοπία των τοπικών εμπόρων, που αναλάμβαναν να ανταλλάξουν τα πειρατικά λάφυρα με εφόδια και χρυσάφι. Προσφέροντας εξευτελιστικές τιμές κατά την εκποίηση των λαφύρων από τους πειρατές στις αγορές των αιγαιοπελαγίτικων νησιών είχαν τη δυνατότητα να τα μεταπωλούν με υπέρογκα κέρδη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους