Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra, 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616) ήταν Ισπανός συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος συγγραφέας στην ισπανική γλώσσα και ο κατ’ εξοχήν μυθιστοριογράφος παγκοσμίως. Το έργο του ανήκει χρονικά στην «χρυσή εποχή» (περ. 1492-1648) της Ισπανίας, κατά την οποία παρατηρήθηκε εξαιρετική άνθηση στις τέχνες.
Η περιπετειώδης και γεμάτη οδύνες ζωή του κύλησε ανάμεσα στην περίοδο του μεγαλείου της Ισπανίας και στην αρχή της παρακμής της, πράγμα που αποτυπώνεται στο διασημότερο μυθιστόρημά του, ο Δον Κιχώτης, που συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες και έχοντας υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση και κριτικό σχολιασμό από τον 18ο αιώνα. Το έργο αυτό επηρέασε γενιές πεζογράφων, όχι μόνο στον ισπανόφωνο, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το πιο πολυμεταφρασμένο βιβλίο, μετά τη Βίβλο.
Τα πρώτα χρόνια του Μιγκέλ ντε Θερβάντες
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1547 στα περίχωρα της Μαδρίτης, στην πόλη Αλκαλά δε Ενάρες. Ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά του Ροδρίγο δε Θερβάντες, ενός πλανόδιου χειρουργού και φαρμακοποιού με άστατο βίο.
Από πολύ μικρός αγαπούσε να διαβάζει ό,τι έβρισκε μπροστά του και να γράφει στίχους. Το 1569 δημοσίευσε το πρώτο γνωστό του έργο σ’ έναν τόμο με ελεγείες για την τρίτη σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου Β’, Ελισάβετ, ο πρόωρος θάνατος της οποίας είχε βυθίσει στο πένθος ολόκληρη την Ισπανία.
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες στρατιωτικός
Το 1570 και σε ηλικία 23 χρονών κατατάχθηκε στο στρατό και την επόμενη χρονιά είχε την τύχη και την ατυχία μαζί να πάρει μέρος στην περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στις 7 Οκτωβρίου 1571.
Στην «πιο μεγαλόπρεπη στιγμή που γνώρισαν οι περασμένοι ή τούτοι οι σημερινοί καιροί, ή που θα δούνε οι μελλούμενοι», όπως είχε πει ο ίδιος, ο χριστιανικός στόλος υπό τον ισπανό πρίγκιπα Δον Χουάν της Αυστρίας με αρτιότερο οπλισμό και καλύτερη τακτική νίκησε κατά κράτος τον στόλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήταν σχεδόν αήττητος έως τότε, και ανέκοψε την επεκτατική πολιτική του Σουλτάνου προς την Ευρώπη.
Το πλοίο «Μαρκησία», στο οποίο ήταν στρατολογημένος ο Θερβάντες, βρέθηκε στο επίκεντρο της μεγάλης σύγκρουσης και κανείς από το πλήρωμά του δεν τον ξεπέρασε σε γενναιότητα, όπως μαρτυρούν πολλές αξιόπιστες πηγές. Αν και ταλαιπωρούνταν από πυρετό, αρνήθηκε να κατέβει από το κατάστρωμα και τραυματίστηκε δύο φορές στο στήθος, ενώ μία τρίτη σφαίρα τού έκοψε το αριστερό χέρι «προς μεγαλύτερη δόξα του δεξιού», όπως είπε.
Έπειτα από μία περίοδο ανάρρωσης στη Μεσίνα της Σικελίας, ο Θερβάντες επέστρεψε στην Ισπανία και τον Απρίλιο του 1572 πήρε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία για την κατάληψη της Τύνιδας. Το 1575, υπηρετώντας στη Νεάπολη (Νάπολι) ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά, με αίτημα να προαχθεί στο βαθμό του λοχαγού, παρότι είχε μόλις πέντε χρόνια υπηρεσίας στο στράτευμα.
Η αιχμαλωσία του Μιγκέλ ντε Θερβάντες
Στις 20 Σεπτεμβρίου αναχώρησε με πλοίο για τη Μαδρίτη, προκειμένου να υποστηρίξει το αίτημά του. Έξι ημέρες αργότερα, το πλοίο του αποκόπηκε από τα υπόλοιπα και δέχθηκε επίθεση κουρσάρικων καραβιών. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον αδελφό του Ροδρίγο και οι δυο τους μαζί με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες οδηγήθηκαν στο Αλγέρι, έδρα διαβόητων πειρατών για πολλά χρόνια.
Έως το 1580, οπότε απελευθερώθηκε με την καταβολή λύτρων, προσπάθησε πολλές φορές να δραπετεύσει, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1576 οργάνωσε μία τέτοια απόπειρα, αλλά ένας ντόπιος που είχε πληρωθεί για να απελευθερώσει τον Θερβάντες, τον αδελφό του και άλλους ισπανούς αιχμαλώτους, τους εγκατέλειψε με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη αυστηρότητα.
Στις αρχές του 1577, κληρικοί από το Τάγμα του Ελέους έφθασαν στο Αλγέρι με 300 κορόνες, που είχαν συγκεντρώσει οι συγγενείς του Θερβάντες. Τα χρήματα αυτά απέφεραν μόνο την απελευθέρωση του αδελφού του Ροδρίγο, ο οποίος μηχανεύτηκε ένα τολμηρό σχέδιο για την απελευθέρωση και του αδελφού του Μιγέλ. Στα περίχωρα του Αλγερίου, ένας άρχοντας της πόλης είχε ένα παραλιακό εξοχικό σπίτι και μέσα στον κήπο υπήρχε μια σπηλιά. Με τη συνδρομή του ισπανού κηπουρού, που ήταν κι αυτός αιχμάλωτος, ο Θερβάντες κρύφτηκε στη σπηλιά μαζί με άλλους 13 συγκρατούμενούς του, περιμένοντας την άφιξη μιας φρεγάτας που θα τους μετέφερε πίσω στην πατρίδα.
Η ηρωική στάση του Μιγκέλ ντε Θερβάντες
Το πλοίο έφθασε όπως ήταν προγραμματισμένο στη διάρκεια της νύχτας, αλλά έγινε αντιληπτό και οι 14 φυγάδες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του κυβερνήτη Χασάν Πασά, ενός Οθωμανού αξιωματούχου, διαβόητου για τη σκληρότητά του. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες στάθηκε θαρραλέα απέναντί του και ανέλαβε όλη την ευθύνη για την απόδραση των 14. Ο Χασάν εντυπωσιάστηκε από την ηρωική του στάση και τον εξαγόρασε για την προσωπική του υπηρεσία.
Ο Θερβάντες επιχείρησε και άλλες φορές να αποδράσει, παρότι για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε αλυσοδεμένος. Σε μία από τις απόπειρές του καταδικάστηκε σε 2.000 μαστιγώσεις, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε.
Η οικογένειά του συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωσή του. Ο πατέρας του απηύθυνε έκκληση στον βασιλιά, υπενθυμίζοντάς του τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο γιος του, ενώ η μητέρα του συγκέντρωνε χρήματα, τα οποία εμπιστεύθηκε σε δύο μοναχούς του Τάγματος της Αγίας Τριάδας. Οι δύο μοναχοί έφθασαν στο Αλγέρι στις 29 Μαΐου 1580, ακριβώς την περίοδο που έληγε η θητεία του Χασάν Πασά. Τα χρήματα ήταν λιγότερα από τα 500 χρυσά δουκάτα που ζητούσε ο Οθωμανός αξιωματούχος, αλλά χριστιανοί έμποροι της πόλης προθυμοποιήθηκαν να καλύψουν τη διαφορά.
Έτσι, στις 19 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο Θερβάντες, που επρόκειτο να ακολουθήσει τον Χασάν στην Κωνσταντινούπολη ως δούλος του, κηρύχθηκε ελεύθερος και του επετράπη να αναχωρήσει από το Αλγέρι. Στις 24 Οκτωβρίου 1580, πάτησε επί ισπανικού εδάφους ύστερα από χρόνια και αμέσως κατευθύνθηκε προς την Μαδρίτη.
Νέα αρχή για τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες
Με την επιστροφή του στη Μαδρίτη άρχισε και πάλι να γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα, που όμως δεν τού απέφεραν έσοδα. Έπρεπε να αναζητήσει εργασία έξω από τη λογοτεχνία για τα προς το ζην.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1584 νυμφεύτηκε την κατά 18 χρόνια νεώτερή του Καταλίνα δε Σαλαθάρ ι Παλάθιος, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων της. Του προσφέρθηκαν ως προίκα μερικοί αμπελώνες κι ένας κήπος με οπωροφόρα δέντρα, ποικιλία από έπιπλα, τέσσερις κυψέλες και 45 πουλερικά. Ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα, ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες είχε αποκτήσει μία κόρη, την Ισαβέλα, από μία πρόσκαιρη σχέση του με την Άννα Φράνκα δε Ρόχας. Από τη γυναίκα του δεν απέκτησε παιδιά.
Ο θάνατος του πατέρα του, τον Ιούνιο του 1585, αύξησε τις ευθύνες του και τα οικονομικά του προβλήματα, αφού τώρα πια είχε να φροντίσει μια οικογένεια με πολλές γυναίκες, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι αδελφές του και μία ανιψιά του. Το γράψιμο εξακολουθούσε να μην του προσπορίζει έσοδα.
Το 1587 μετακόμισε στη Σεβίλλη και ανέλαβε υπηρεσία στον εφοδιασμό του ισπανικού ναυτικού. Όμως, η παράνομη κατάσχεση ενός φορτίου σιταριού της Εκκλησίας τού στοίχισε λίγες μέρες φυλάκισης κι ένα αφορισμό. Παράλληλα, συνέχιζε να γράφει και τον Μάιο του 1595 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον ποιητικό διαγωνισμό της Θαραγόθα, με έπαθλο τρία χρυσά κουτάλια.
Τον Σεπτέμβριο του 1597 βρέθηκε και πάλι στη φυλακή, όπου παρέμεινε για τρεις μήνες, επειδή παράκουσε μία διαταγή να παρουσιαστεί στη Μαδρίτη εντός 20 ημερών.
«Δον Κιχώτης»
Το 1605 εξέδωσε τον πρώτο τόμο από το έργο που τον έκανε αθάνατο, τον «Δον Κιχώτη» με τον τίτλο «Η ζωή και οι άθλοι του εφευρετικού ευπατρίδη Δον Κιχώτη της Μάντσας». Το έργο αυτό, ως το 1615, όταν κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος του, γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έζησε σε μία κρίσιμη ιστορική περίοδο της Ισπανίας, όταν άρχιζε να καταρρέει το παλιό καθεστώς της φεουδαρχίας και των ευγενών. Γι’ αυτό σατιρίζει με λεπτή ειρωνεία εκείνους που πίστευαν στα παλιά ιδανικά και ήθελαν να νεκραναστήσουν τις δόξες των ιπποτών.
Ένας ξεπεσμένος ιππότης της Ισπανίας, ο Αλφόνσος Κιχάνο, που μεταβαπτίζεται από τον συγγραφέα σε Δον Κιχώτη – κιχότε ισπανικά σημαίνει πανοπλία – νομίζοντας πως είναι ο μεγαλοπρεπέστερος και γενναιότερος ιππότης του καιρού του, ντύνεται μία πανάρχαια και σκουριασμένη πανοπλία, καβαλικεύει ένα ψωραλέο άλογο, τον Αχαμνόεντα, κι έχοντας για ιπποκόμο του έναν πονηρό και φιλοχρήματο χωριάτη, τον Σάντσο Πάντσα, ξεκινάει για να καταπλήξει τον κόσμο με τα κατορθώματά του.
Η ξαναμμένη φαντασία του βλέπει παντού εχθρούς, που τους πολεμάει και γελοιοποιείται πάντοτε. Το πρώτο χάνι που συναντάει προβάλλει στα μάτια του σαν τεράστιο φρούριο. Μερικοί ανεμόμυλοι του φαίνονται πελώριοι γίγαντες. Ένα κοπάδι πρόβατα τα εκλαμβάνει σαν πολυάριθμο στρατό. Τα γεμάτα με κρασί ασκιά ενός πανδοχείου θεωρούνται πελώριοι γίγαντες.
Ο Δον Κιχώτης επιτίθεται εναντίον όλων αυτών και συνεχώς ρεζιλεύεται. Οι ανεμόμυλοι τον παρασύρουν με τα φτερά τους, οι βοσκοί των κοπαδιών τον κυνηγούν με τις πέτρες και τα κατατρυπημένα ασκιά καταβρέχουν με το περιεχόμενό τους τον Σάντσο. Πάντοτε γελοιοποιημένος, ο Δον Κιχώτης συλλαμβάνεται από τους φίλους του και επιστρέφει στην πόλη κλεισμένος σ’ ένα κλουβί και φορτωμένος σε μία άμαξα, που τη σέρνουν βόδια.
Πάντα, όμως, αμετανόητος ξαναφεύγει και φιλοξενείται από ένα ζεύγος ευγενών, που αφού διασκεδάσει μαζί του, τον πείθει να ξαναγυρίσει πίσω στο σπίτι του. Ο Δον Κιχώτης πείθεται τελικά και όταν πεθαίνει, αφήνει παραγγελία «τα δικά του παθήματα να γίνουν μαθήματα στους άλλους».
Ο κόμης Λέμος και ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες
Για τον συγγραφέα του «Δον Κιχώτη», όλος αυτός ο θρίαμβος είχε ασήμαντη οικονομική σημασία. Λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου, θα δανειστεί 450 ρεάλια από τον τυπογράφο του για να τα βγάλει πέρα.
Ένας καβγάς με μαχαιρώματα έξω από το σπίτι του στο Βαγιαδολίδ τον Ιούνιο του 1605, γεγονός που οδήγησε αυτόν και τους δικούς του στη φυλακή ως υπόπτους, του θύμισε ότι εξακολουθούσε να ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Για τρία ολόκληρα χρόνια ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό ο Θερβάντες χάθηκε από τον κόσμο, για να ξαναεμφανιστεί το 1608 στη Μαδρίτη. Εκεί τον περίμεναν καινούργιοι μπελάδες νομικού χαρακτήρα γύρω από πολλά και ποικίλα οικονομικά και οικογενειακά ζητήματα.
Ο σωτήρας του ήταν τελικά ο Κόμης Λέμος, αντιβασιλιάς της Νεάπολης, που τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά του προβλήματα και να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο γράψιμο τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1613 εκδόθηκε ένα από τα σημαντικά έργα του με τίτλο «Υποδειγματικά Μυθιστορήματα», το οποίο αφιέρωσε στον Κόμη Λέμος, όπως και το δεύτερο μέρος του «Δον Κιχώτη».
Στον πρόλογο του έργου διαβάζουμε αυτοπροσωπογραφία του συγγραφέα, που είναι τώρα 65 χρονών. «Χαρακτηριστικά αετήσια, μαλλιά καστανά, φρύδια λεία και δίχως αυλακιές, μύτη κανονική, ασημένιο γένι που πριν από είκοσι χρόνια ήταν χρυσάφι, μακριά μουστάκια, μικρό στόμα, δόντια μόλις έξι, κι αυτά σε κακή κατάσταση και άσχημα κατανεμημένα, ώστε να μην ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο, ύψος ανάμεσα στα δυο άκρα, ούτε ψηλός ούτε κοντός, χρώμα μάλλον ανοιχτό παρά σκούρο, με βαριούς κάπως ώμους και όχι τόσο σβέλτος στα πόδια».
Ο Θερβάντες πέθανε στις 22 Απριλίου 1616, σε ηλικία 68 ετών, και την επομένη τάφηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας στη Μαδρίτη.
[…] Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες (1547-1616) 29 Σεπτεμβρίου 2019 […]