Ο Επίκουρος και ο Κήπος του

Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος, γιος του Νεοκλέους και της Χαιρεστράτης. Σύμφωνα με πηγές, ο πατέρας του ήταν κληρούχος στη Σάμο και ο Επίκουρος μεγάλωσε εκεί. Επειδή εξορίστηκε από την Αθήνα, το 311π.Χ. ίδρυσε σχολή στη Μυτιλήνη και το επόμενο έτος στην Λάμψακο. Το 306 π.Χ. αγόρασε στην Αθήνα έναν Κήπο κοντά στο Δίπυλο, όπου ίδρυσε τη σχολή του. Οι οπαδοί του ονομάσθηκαν Επικούρειοι.

Ο Επίκουρος και ο Κήπος του
Ο Επίκουρος

Σκοπός της φιλοσοφίας, κατά τον Επίκουρο, είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από κάθε φόβο είτε θανάτου είτε θεών είτε ψυχικής αναταραχής, προκειμένου ο φιλόσοφος γαλήνιος να απολαύσει την ζωή μακριά από τις επιθυμίες του. Αυτή η οπτική διαφέρει από εκείνη των Ηδονικών. Ο Επικουρισμός είναι αντίθετος και προς την Στωική φιλοσοφία, η οποία επιζητεί το πλήθος, ενώ αυτός, για την επίτευξη της εσωτερικής αυτής ηδονής, δίδασκε ακόμη και την αποφυγή από τη πολιτική ζωή διά του γνωστού «λάθε βιώσας» («να ζεις αθόρυβα»). Η διδασκαλία του Επίκουρου Διατηρήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια από τους μεταγενέστερους, γεγονός το οποίο συντελέσθηκε σε σύντομα και περιληπτικά αποφθέγματα.

Οι οπαδοί του Επίκουρου θεωρήθηκαν άθεοι. Αυτό φαίνεται λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι σε έναν κόσμο αιώνιο τα αρχικά στοιχεία είναι οι άνθρωποι. Ο Επίκουρος όμως δεχόταν την ύπαρξη τους, αλλά απέρριπτε όμως την απόδοση σε αυτούς κάποιων υπολήψεων. Δίδασκε ότι οι θεοί ζούσαν στα μετακόσμια και δεν ενδιαφέρονταν για τα ανθρώπινα πράγματα.

Ο Επίκουρος και οι οπαδοί του απέρριπταν την διαλεκτική του Πλάτωνα και την λογική του Αριστοτέλη και των Στωικών. Στη θέση αυτών ο Επίκουρος εισηγήθηκε την ύπαρξη του Κανονικού, του οποίου η αρχή είναι η ενάργεια. Η αναζήτηση της αλήθειας από τους των ανθρώπους πρέπει να ικανοποιηθεί με τις αισθήσεις, τις προλήψεις και τα πάθη. Την ανάγκη της ύπαρξης της αίσθησης την δέχεται ο σχολάρχης του Κήπου, γιατί αν δεν δεχτεί κάποιος τις αισθήσεις του, τότε δεν θα έχει σημείο αναφοράς.

Η πρόληψη είναι θύμηση αυτού που εμφανίζεται πολλές φορές. Ο Επίκουρος διδάσκει πως οι προλήψεις γεννιούνται φυσιολογικά από τις εντυπώσεις, ενώ οι Στωικοί τις δέχονται σαν έμφυτες, σε όλους τους ανθρώπους. Το πάθος αναγνωρίζεται ως το κατ’ εξοχήν αίσθημα που νιώθει κάθε ζωντανός οργανισμός. Η ηδονή και ο πόνος θεωρούνται τα κύρια αυτών. Το πρώτο αναγνωρίζεται ως φυσικό, ενώ το άλλο θεωρείται αφύσικο. Ο Επίκουρος λοιπόν οδηγείται σε μια αισθησιοκρατική και ηδονιστική αντίληψη.

Ο Επίκουρος θεωρούσε ότι η Ψυχή είναι υλική, διεσπαρμένη σε όλο το σώμα, μια πνοή ανάμεικτη με θερμότητα. Ο φιλόσοφος οφείλει να μην φοβάται το θάνατο, δεδομένου ότι αφού θα επέλθει ο θάνατος, δεν θα υπάρχει άνθρωπος, ενώ όσο ζει δεν υπάρχει θάνατος. Ο σοφός οφείλει να ζει καθ’ ηδονήν, ώστε να μην πονάει το σώμα και ταράζει την ψυχή. Υποστηρίζεται από τον Επικουρισμό ότι η αδιαφορία των θεών για τους ανθρώπους και το σβήσιμο της ψυχής με τον θάνατο απαλλάσσει τον άνθρωπο από τέτοιους φόβους και αγωνίες.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *