Η Κυβέλη ήταν μικρασιατική θεά της φύσης, ευρύτατα γνωστή στην Ελλάδα και τη Ρώμη, λατρευόμενη ως Μεγάλη θεά, Μεγάλη μητέρα, Μητέρα θεών, Ιδαία, θεά, Δινδυμήνη, Βερεκύνθια κλπ, ταυτιζόμενη με τη Ρέα, τη Γη και τη Δήμητρα. Η θεά προσέλαβε πλήθος λατρευτικές επικλήσεις: Μεγάλη μήτηρ, Μήτηρ θεών, Μήτηρ Διός, Μήτηρ συμπάντων μακάρων, Μήτηρ οβρίμα, Ορεία μήτηρ, Ορεστέρα Παντότεκνος, Πολυπότνια, Παμπότνια, Παμβώτις, Δαίμων ουρείη, Ανταίη δαίμων κ.α.
Στη μυθική παράδοση περιγράφεται κυρίως το πάθος της θεάς για τον νεαρό Άττη, που, σύμφωνα με τον Κολοφώνιο ποιητή Ερμησιάνακτα (3ος π.Χ. αιώνας), ο Άττις ήταν ένας όμορφος νέος από τη Λυδία, ιερέας της Κυβέλης, που σκοτώθηκε από αγριογούρουνο σταλμένο από τον Δία, ο οποίος είχε ενοχληθεί από τις τιμές, που οι Λυδοί απέδιδαν στον νεαρό θεράποντα της μεγάλης θεάς, γι΄αυτό η Κυβέλη πένθησε τον αδόκητο χαμό του Άττη με θρήνους, οι οποίοι αποτέλεσαν τον πυρήνα της λατρείας της.
Σύμφωνα με μία παραλλαγή του μύθου, η θεά ονομαζόταν Άγδιστις, είχε γεννηθεί από το σπέρμα του Δία, που χύθηκε τυχαία στη γη, ενώ αυτός κοιμόταν, είχε ανδρογυνική φύση, με διπλά γεννητικά όργανα και τερατώδη αντοχή, που οι θεοί φοβήθηκαν και για να περιορίσουν την δύναμή της, της απέκοψαν τα αντρικά γεννητικά όργανα, και από αυτά φύτρωσε αμυγδαλιά που από τον καρπό της, όταν τον γεύτηκε η κόρη του Σαγγάριου κυοφορήθηκε ο Άττις με την ασύγκριτη ομορφιά, που η θεά τον ήθελε αφοσιωμένο σε αυτήν και που, όταν αυτός παντρευόταν την κόρη του βασιλιά της Πεσσινούντας, εκείνη του προκάλεσε παραφροσύνη, που απέληξε στον αυτοευνουχισμό και το θάνατο του νέου. Τότε η θεά μετάνιωσε και παρακάλεσε τον Δία να ξαναδώσει στο παλικάρι ζωή. Ο θεός όμως δεν το ενέκρινε και αρκέστηκε στην παραχώρηση να μην αλλοιωθεί ποτέ το σώμα του Άττη.
Σύμφωνα με την αθηναϊκή λατρευτική παράδοση, γνωστή από τον ύμνο του Ιουλιανού Εις την μητέρα των θεών, καθώς και από ορισμένους αρχαίους σχολιαστές και λεξικογράφους, όταν κάποιος μητραγύρτης, δηλαδή περιπλανώμενος ιερέας της Κυβέλης, ο οποίος αποζεί με την επαιτεία, μύησε τις Αθηναίες στην οργιαστική λατρεία της θεάς και οι άνδρες τους ενοχλημένοι από τον νεωτερισμό απομάκρυναν βίαια τον ξένο ή τον έριξαν σε βάραθρο (αντίστοιχα με την εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου στην Θήβα), η Κυβέλη τους τιμώρησε με λοιμό, που δεν έπαψε, παρά μόνο αφού, με συμβουλή του μαντείου των Δελφών, αφιέρωσαν στον ιερέα της θεάς ανδριάντα και τον τοποθέτησαν σε ειδικό ιερό της Μητέρας των θεών, το Μητρώον, στην Αγορά των Αθηνών, το οποίο χρησίμευε ως βουλευτήριο, γραματεία και νομοφυλάκιο.
Η Κυβέλη του ελληνορωμαϊκού κόσμου θεωρείται ως εξελληνισμένη μορφή της μεσανατολικής Κουμπάμπα. Η απόλυτη εξουσία που της αποδιδόταν πάνω στις δυνάμεις της φύσης και ιδίως στα πράγματα της γονιμότητας, επέτρεψε ή επέβαλε τη σχέση της Κυβέλης με τις ελληνικές θεές Ρέα, Γη, Δήμητρα. Γι΄αυτό ακόλουθοί της θεωρήθηκαν οι Κορύβαντες, χθόνιοι δαίμονες που η παράδοση συσχέτισε με τους Κουρήτες, δαίμονες του κύκλου της Ρέας. Στη προέκταση αυτής της αντίληψης η Κυβέλη λατρεύτηκε και ως προστάτρια των θεσμών της ανθρώπινης κοινωνίας και κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους της ίδιας της αυτοκρατορίας.
Με πληροφορίες από: Παγκόσμια Μυθολογία