Η Γ’ Σταυροφορία ήταν αποτέλεσμα της επέκτασης του κράτους της Αιγύπτου και της Συρίας στη Μεσοποταμία και της κατάληψης του κράτους της Ιερουσαλήμ από τον σουλτάνο της Αιγύπτου Σαλαδίνο (Salah al-Din) τον Οκτώβριο του 1187. Η αύξηση αυτής της δύναμης των μουσουλμάνων απέβη εις βάρος των δυτικών κρατιδίων της Ανατολής και περιόρισε τους Φράγκους στη στενή λωρίδα της δυτικής Παλαιστίνης, που περικλείεται μεταξύ της Τρίπολης και του επινείου των Ιεροσολύμων Ιόππης (Γιάφας). Στη μάχη που δόθηκε μεταξύ μουσουλμάνων και σταυροφόρων στο Hattin, κοντά στην Τιβεριάδα, στις 4 Ιουλίου 1187, αιχμαλωτίστηκε ο ίδιος ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων Guy de Lusignan.

Η πανωλεθρία των χριστιανών υπερασπιστών των Ιεροσολύμων ήχησε στη Δύση ως εγερτήριο σάλπισμα για νέα εκστρατεία των Δυτικών στην Ανατολή. Όσο κι αν η πείρα των δύο προηγούμενων Σταυροφοριών δεν δημιουργούσε τον απαιτούμενο ενθουσιασμό, εν τούτοις δεν έλειψαν οι ηγέτες που θα οργάνωναν και θα αναλάμβαναν μια τέτοια προσπάθεια.
Ανάμεσα τους ο πιο φιλόδοξος ήταν ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας. Όπως και στην Β’ Σταυροφορία, την ηγεσία της νέας εκστρατείας στην Ανατολή αποτελούσαν οι κυριότεροι βασιλείς της Ευρώπης: εκτός από τον Βαρβαρόσσα, συμμετείχαν οι βασιλείς της Γαλλίας Φίλιππος Β’ Αύγουστος και της Αγγλίας Ριχάρδος Α’ ο Λεοντόκαρδος. Ο τελευταίος αντιπροσώπευε το ιπποτικό πνεύμα της εποχής. Χάρη σε αυτόν η Αγγλία για πρώτη φορά απέβαλε τον απομονωτισμό της γεωγραφικής της θέσης.
Για πρώτη φορά τα αγγλικά και τα γαλλικά στρατεύματα δεν ακολούθησαν τον χερσαίο δρόμο από τη Δύση προς την Ανατολή, αλλά τον θαλάσσιο. Η αλλαγή αυτής της πορείας απήλλασσε το Βυζάντιο, που αποτελούσε τον ενδιάμεσο σταθμό Δύσης-Ανατολής, από την φροντίδα της αντιμετώπισης και διαπεραίωσης όλων των σταυροφόρων στην Ανατολή, και μάλιστα σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για την αυτοκρατορία. Όμως ο Φρειδερίκος ακολούθησε την συνήθη οδό με αποτέλσμα να δημιουργήσει προβλήματα στον Ισαάκιο Β’ Άγγελο, σε περίοδο που ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν απασχολημένος με τους Βούλγαρους και τους Σέρβους.
Πνευματικός ηγέτης της Γ’ Σταυροφορίας ήταν ο πάπας Κλήμης Γ’, ο οποίος εργάστηκε με επιμονή για την οργάνωση της. Κύριος όμως υποκινητής της ήταν ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας, που είχε διαφορές με το Βυζάντιο, οι οποίες είχαν προκύψει όταν αυτός διεκδικούσε για τον εαυτό του τον τίτλο του αυτοκράτορα.
Ο Φρειδερίκος πριν ξεκινήσει από την Γερμανία θέλησε να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Βυζαντινών για την διαπεραίωση των στρατευμάτων από την Ευρώπη στην Ασία. Η επιφυλακτικότητα όμως των Βυζαντινών δεν ήταν αδικαιολόγητη αφ’ ενός εξαιτίας της καθόλου φιλικής στάσης του Φρειδερίκου προς το Βυζάντιο και της πείρας των Βυζαντινών από τις δύο προηγούμενες σταυροφορίες, αφ’ ετέρου εξαιτίας των στενών σχέσεων των Γερμανών με τους Νορμανδούς της Σικελίας.
Άρχισε μεταξύ Φρειδερίκου και Ισαάκιου Β’ μια σειρά συνεννοήσεων οι οποίες κατέληξαν στη συμφωνία που υπογράφηκε το φθινόπωρο του 1188 στη Νυρεμβέργη. Κατά τη βυζαντινογερμανική αυτή συμφωνία ο εκπρόσωποος του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, λογοθέτης του δρόμου Ιωάννης Καματηρός, δέχθηκε να βοηθήσουν οι Βυζαντινοί τους Γερμανούς σταυροφόρους και να διαπεραιωθούν στην Ασία μέσω των βυζαντινών εδαφών και να διευκολύνουν την εξεύρεση φθηνών τροφίμων. Συγχρόνως οι Γερμανοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην προκαλέσουν ζημιές και καταστροφές τις περιοχές της διέλευσης τους και να σεβαστούν τους κατοίκους.
Ο Φρειδερίκος ξεκίνησε με τους Γερμανούς σταυροφόρους από τη Ρατισβόννη τον Μάιο του 1189. Η συμφωνία όμως δεν τηρήθηκε από τους Γερμανούς και οι συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Γερμανών δεν αποφεύχθηκαν. Μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης όλα έδειχναν ότι ο Φρειδερίκος έβαλε στόχο την Κωνσταντινούπολη. Αυτό φαίνεται και από την εντολή που έδωσε στον γιο του Ερρίκο να πολιορκήσει τηνβυζαντινή πρωτεύουσα από τη θάλασσα.
Ο Ισαάκιος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και αναζητούσε διπλωματική λύση για να προλάβει πλέον δυσάρεστες επιπτώσεις. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις στην Αδριανούπολη. Ο Φρειδερίκος ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Τελικά νίκησε και ήρθε σε νέες συμφωνίες με τους Βυζαντινούς, ευνοϊκότερες από τις προηγούμενες.
Μετά τις συμφωνίες με τους Γερμανούς οι Βυζαντινοί διευκόλυναν με κάθε τρόπο τους Γερμανούς σταυροφόρους και τον Μάρτιο του 1190 τους μετέφεραν με τα πλοία τους από την Καλλίπολη στη Μικρά Ασία. Ο Φρειδερίκος προχώρησε προς την Φρυγία και την Κιλικία με κατεύθυνση προς την Παλαιστίνη. Αλλά ενώ όλα έβαιναν καλώς για τον Φρειδερίκο ένα τυχαίο και τόσο μοιραίο περιστατικό ανέτρεψε τις γερμανικές φιλοδοξίες: ο Φρειδερίκος πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στον ποταμό Καλύκαδνο της Σελευκείας και η απώτερη βλέψη του, η ανακατάληψη των Ιεροσολύμων έμεινε απραγματοποίητη. Ο γιος του, Φρειδερίκος της Σουηβίας, συνέχισε την προσπάθεια του πατέρα του με μικρές μόνο επιτυχίες στη Συρία. Δεν κατόρθωσε όμως και αυτός να φέρει σε πέρας τον σκοπό του.
Οι άλλοι δύο βασιλείς της Δύσης, ο βασιλιάς Φίλιππος και ο Ριχάρδος Α’, ακολουθώντας τον θαλάσσιο δρόμο και χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο σταθμό τη Σικελία και με τη βοήθεια νορμανδικών πλοίων κατευθύνθηκαν στην Παλαιστίνη χωρίς να δημιουργήσουν προβλήματα στο Βυζάντιο. Βάση των εξορμήσεων τους υπήρξε η Τύρος. Όμως και αυτών οι προσπάθειες παρέμειναν ατελέσφορες.
Η τελική συμφωνία με τον Σαλαδίνο περιόρισε τος Φράγκους της Ανατολής στη στενή παραλία μεταξύ Τύρου και Ιόππης, ενώ ταΙ εροσόλυμα παρέμειναν στην κυριαρχάι του σουλτάνου της Αιγύπτου. Το μοναδικό κέρδος τους ήταν η κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο Α’ τον Λεοντόκαρδο και η παράδοση της στους Ναΐτες Ιππότες προσωρινά και μετά στον πρώην βασιλιά των Ιεροσολύμων Guy de Lusignan.
Η Γ’ Σταυροφορία κατέληξε σε αποτυχία για την Δύση, αλλά και για την ανατολική αυτοκρατορία υπήρξε καταστρεπτική. Ανέκοψε τις προσπάθειες του Ισαάκιου Β’ Άγγελου για την διευθέτηση των πραγμάτων στα βόρεια και ανατολικά σύνορα και έγινε αιτία να αποσπασθεί η Κύπρος από την αυτοκρατορία. Οι Lusignan έμειναν στο νησί για τρεις περίπου αιώνες.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους