Διονύσιος ο Φιλόσοφος

Από τις πιο αξιόλογες επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα είναι και οι δύο εξεγέρσεις που οργάνωσε ο μητροπολίτης Λαρίσης-Τρίκκης Διονύσιος ο επονομαζόμενος «Φιλόσοφος» ή «Σκυλόσοφος», την πρώτη στη Θεσσαλία το 1600 και την δεύτερη στην Ήπειρο το 1611.

Διονύσιος ο Φιλόσοφος

Ο Διονύσιος πιθανόν καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Σε σχετικά ώριμη ηλικία έγινε μοναχός και έζησε στη Μονή Αγίου Δημητρίου του Διχούνη, ανάμεσα στα χωριά Ραδοβίτσι και Κεράσοβο Θεσπρωτίας. Αργότερα σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στην Ιταλία καθώς και ιατρική και φυσική. Στη μόρφωσή του αυτή όφειλε το προσωνύνιο «Φιλόσοφος», που αργότερα μετά την αποτυχία του δεύτερου κινήματός του και τον θάνατό του, οι εχθροί του την μετέτρεψαν χλευαστικά σε «Σκυλόσοφος».

Η προσωπικότητά του φαίνεται επίσης και από το γεγονός ότι ο Διονύσιος είχε την εκτίμηση σημαινόντων προσώπων της εποχής του και διατηρούσε αλληλογραφία με ονομαστούς λογίους κληρικούς, όπως με τον Μελέτιο Πηγά, τον Μάξιμο Μαργούνιο και άλλους, ακόμη και με τον ιερομόναχο Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, τον κυριότερο αργότερα κατήγορό του.

Επί της πατριαρχίας του Ιερεμία Β΄ του Τρανού ο Διονύσιος αναφέρεται ως μέγας αρχιδιάκονος, έπετα ως πρωτοσύγκελος στον Γαλατά και τέλος ως έξαρχος, που είχε σταλεί από τον πατριάρχη με ειδική αποστολή στις εκκλησίες Θεσσαλίας, Ηπείρου και Πελοποννήσου. Το 1591 ή 1592 ο Διονύσιος εκλέχθηκε μητροπολίτης Λαρίσης, επειδή όμως η πόλη αυτή ήταν έρημη από χριστιανούς μετέφερε την έδρα του στα Τρίκαλα.

Πηγαίνοντας στη μητρόπολή του ο Διονύσιος δεν περιορίστηκε μόνο στα ιερατικά του καθήκοντα, αλλά ενδιαφέρθηκε για την εθνική απελευθέρωση του ποιμνίου του. Φαίνεται ότι ο Διονύσιος βρισκόταν σε επαφή με τους κλεφταρματολούς και ότι είχε παρακινηθεί από κάποια ευρωπαϊκή δύναμη, ίσως από τη Βενετία, και ότι παρακρατούσε τα «πατριαρχικά δοσίματα» και τα «χαράτσια» που όφειλε να στέλνει κάθε χρόνο στο πατριαρχείο και στην Πύλη.

Το μόνο βέβαιο για τον Διονύσιο είναι ότι 1598 είχε φτάσει στην Βενετία ως καλόγερος, απεσταλμένος του μητροπολίτη Λαρίσης, εξουσιοδοτημένος να έρθει σε επαφή με τους εκεί Έλληνες ώστε μαζί τους να επιδιώξει τη βοήθεια του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄, του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Γ΄ και άλλων για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Από τη Βενετία ένας απεσταλμένος πήγε στη Βιέννη για να υποβάλει στον αυτοκράτορα μια έκκληση για βοήθει από μέρους των κατοίκων της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Με το υπόμνημά τους αυτό οι Έλληνες ζητούσαμ να σταλούν στρατεύματα, όπλα και πολεμοφόδια για τον εξοπλισμό τους και δήλωναν ότι ήταν πρόθυμοι να εξεγερθούν κάτω από την καθοδήγηση του μητροπολίτη Λαρίσης (δηλαδή του Διονυσίου) και του μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης. Επίσης ζητούσαν να μεσολαβήσει ο αυτοκράτορας για την ίδια υπόθεση στον βασιλιά της Ισπανίας και τον πάπα Κλήμη Η΄. Άγνωστη είναι η εξέλιξη αυτού του αιτήματος. Πάντως ο Διονύσιος και οι συνεργάτες απηύθυναν και δεύτερη έκκληση με παρόμοιο περιεχόμενο στον πάπα.

Η επανάσταση του Διονυσίου μπορεί να συνδυασθεί με μια σύγχρονη εξέγερση στην Αλβανία υποκινημένη από τους Βενετούς, που εκδηλώθηκε κατά τα μέσα Νοεμβρίου του 1600, αλλά απέτυχε. Τα αντίποινα των Τούρκων ήταν σκληρά. Τότε σκοτώθηκαν πολλοί και ανάμεσά τους πολλοί ιερωμένοι, ένας από τους οποίους ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Νεοχωρίου και Φαναρίου Σεραφείμ, που η Εκκλησία τον ανακήρυξε αργότερα νεομάρτυρα. Ο Διονύσιος κατόρθωσε να σωθεί και μετά την αποτυχία του κινήματος κατέφυγε στην Ιταλία, αρχικά στην Νεάπολη και ύστερα στην Ρώμη, καθαιρέθηκε όμως από το οικουμενικό πατριαρχείο με πράξη που φέρει την ημερομηνία 15 Μαΐου 1601.

Στη Δύση ο Διονύσιος αγωνίσθηκε προς κάθε κατεύθυνση επί δέκα περίπου χρόνια, για να εξασφαλίσει βοήθεια για την απελευθέρωση των συμπατριωτών του. Έτσι το Νοέμβριο του 1602 απηύθυνε από τη Ρώμη έκκληση προς τον Γερμανό αυτοκράτορα, στον οποίο εξηγούσε τα σχετικά με τη θεσσαλική επανάσταση και ζητούσε τη συμπαράστασή του. Παρόμοιο υπόμνημα υπέβαλε και στον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄ μέσω του Ισπανού αντιβασιλιά της Νεάπολης. Επίσης τον Φεβρουάριο του 1603, ο Διονύσιος επισκέφθηκε τον πάπα, στον οποίο έκανε ομολογία πίστεως προς την καθολική Εκκλησία. Τότε ο πάπας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα σχέδια και τις προτάσειςτου, συμφώνησε με αυτές και τον εφοδίασε με συστατικά γράμματα για τον Ισπανό μονάρχη.

Έτσι το καλοκαίρι του 1603 ο Διονύσιος έφθασε στο Valladolid της Ισπανίας, συνοδευόμενος από τον απόφοιτο του Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης Κωνσταντίνο Σοφία, που του χρησίμευε ως βοηθός και διερμηνέας. Από εκεί εφοδιασμένος από τον αποστολικό νούντσιο καρδινάλιο D. Ginnasi με χρήματα και συστατικές επιστολές για τον πανίσχυρο δούκα de Lerma και άλλους αξιωματούχους της ισπανικής αυλής, προχώρησε στο Μπούργος, για να συναντήσει τον Φίλιππο Γ΄. Εκεί βρήκε και άλλους Έλληνες.

Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς πέτυχε με το ταξίδι του στην Ισπανία ο Διονύσιος. Τότε πάντως ο Σοφίας και άλλοι τον κατήγγειλαν στην Ιερά Εξέταση ως κακόδοξο, αιρετικό και ανήθικο, ισχυρίστηκαν ακόμη ότι η προσχώρηση του στην καθολική Εκκλησία δεν ήταν ειλικρινής, αλλά απέβλεπε στο να ξεγελάσει τον πάπα και να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Τον κατηγόρησαν επίσης ότι είχε πλαστογραφήσει στη Νεάπολη τα έγγραφα των συμπατριωτών του της Θεσσαλίας και της Ηπείρου με σκοπό την ένωση των Εκκλησιών. Δεν ξέρουμε κατά πόσο αληθεύουν αυτές οι κατηγορίες, ιδίως η τελευταία, αλλά δεν είναι απίθανο ο φλογερός ιεράρχης να έφθασε ως την ανώδυνη άλλωστε παλστογράφηση τέτοιων υπομνημάτων προκειμένου να πετύχει τον ιερό σκοπό του.

Ο Διονύσιος έχοντας εξασφαλίσει από την Ισπανία και τον πάπα άγνωστο ποιες ακριβώς υποσχέσεις για βοήθεια, επέστρεψε μετά το 1609 στη Ήπειρο και κατευθύνθηκε στο γνωστό του μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη. Το σχέδιό του ήταν να οργανώσει μια νέα εξέγερση, να καταλάβει κάποιο φρούριο και να ειδοποιήσει έπειτα τους Ισπανούς της Νεάπολης, που είχαν υποσχεθεί ότι θα τον ενίσχυαν.

Αν κα ηλικιωμένος -πάνω από 60 ετών- τριγύριζε στην ύπαιθρο, θεράπευε αρρώστους και με τα κηρύγματά του ξεσήκωνε τους χωρικούς. Με την ευγλωττία του και τη θερμή πίστη που τον χαρακτήριζαν, ακόμη και με τους χρησμούς και τις μαντείες που χρησιμοποιούσε, έπειθε τον απλό λαό. Τις ιδέες τους τις συμμεριζόταν και ο επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Ματθαίος, ενώ η συντηρητική και τουρκόφιλη μερίδα των κληρικών, με επικεφαλής τον ιεροκήρυκα μοναχό Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, παλαιό γνώριμο του Διονυσίου, αντιδρούσε σφοδρά στις ενέργειες του. Εν τω μεταξύ ο επαναστατικός αναβρασμός αυξανόταν βαθμιαία και τελικά απλώθηκε σε όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Θεσπρωτίας αλλά και σε άλλα μέρη της Ηπείρου.

Η δεύτερη εξέγερση του Διονυσίου ξέσπασε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1611. Τότε 1.000 περίπου γεωργοί και βοσκο, οπλισμένοι με ακόντια, τόξα, ρόπαλα και γεωργικά εργαλεία όρμησαν εναντίον των τουρκικών χωριών Ζαραβούσας και Τουρκογρανίτσας και έσφαξαν τους κατοίκους τους. Έπειτα προχώρησαν προς τα Ιωάννινα και τη νύχτα της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη και πυρπόλησαν το διοικητήριο του Οσμάν πασά και σκότωσαν μερικούς ανθρώπους του.

Ο Τούρκος όμως πασάς κατόρθωσε να διαφύγει και το πρωί της επόμενης μέρας με λίγους ιππείς, με εξοπλισμένους Τούρκους της πόλης, με τους χριστιανούς σπαχήδες του κάστρου και τους συντηρητικούς κληρικούς οπαδούς του μοναχού Μάξιμου, αντεπιτέθηκε και διέλυσε εύκολα τα ανοργάνωτα στίφη των επαναστατών. Έπειτα συνέλαβε με προδοσία τον Διονύσιο, που έβαλε και τον έγδαραν ζωντανό στην πλατεία των Ιωαννίνων, γέμισαν το δέρμα του με άχυρα και, αφού του φόρεσαν τα αριχερατικά άμφια τα περιέφεραν στην πόλη. Το δέρμα του Διονυσίου μαζί με 85 κεφάλαια επαναστατών στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπλη όπου τα πέταξαν στους σουλτανικούς σταύλους.

Μετά την καταστολή της ανταρσίας στα Ιωάννινα ο Οσμάν πασάς με ισχυρές δυνάμεις προχώρησε προς τη Θεσπρωτία, για να τιμωρήσει τους κατοίκους της για τη συμμετοχή τους στην επανάσταση. Τότε η τρομοκρατία απλώθηκε τόσο μέσα στα Ιωάννινα, όσο και σε ολόκληρη την Ήπειρο. Αρκετοί σκοτώθηκαν, άλλοι σκλαβώθηκαν, πολλοί αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν και οι περισσότεροι από όσους επέζησαν σκορπίστηκαν στα βουνά.

Επίσης καταστράφηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια -ανάμεσα σε αυτά και η μονή του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη- δημεύθηκαν τα κτήματά τους. Τότε πιθανόν καταργήθηκαν και μερικά από τα προνόμιά τους, που είχε παραχωρήσει στους Γιαννώτες το 1430 ο Σινάν πασάς, όπως η εξαίρεση από το παιδομάζωμα και άλλα. Αρκετοί χριστιανοί εκδιώχθηκαν επίσης από το κάστρο της πόλης, όπου κατοικούσαν ως την εποχή εκείνη. Το 1622 μαρτυρείται και η πρώτη διενέργεια παιδομαζώματος στα Ιωάννινα.

Όμως μέσα σε αυτή τη φοβερή κατάσταση οι πιστοί οπαδοί του Διονυσίου, και ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του κλήρου, εξακολούθησαν να μένουν πιστοί στις ιδέες του και να ατενίζουν προς ένα καλύτερο μέλλον.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους