Τοποθεσία, οικιστικές συνθήκες, οχυρωματικά έργα, φύση του εδάφους προσδιορίζουν την υπόσταση και τη δομή που είχε η βυζαντινή πόλη και βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την άμυνά της και τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Η θέση της πόλης στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο (πόλη πεδινή, ορεινή, παραποτάμια, παράλια, κόμβος συγκοινωνιών) και οι δυνατότητες οδικής επικοινωνίας έχουν αντίκτυπο στην οικονομική της πρόοδο, στην διακίνηση του πληθυσμού, στη διάδοση νέων ιδέων και στην εξάπλωση πνευματικών ρευμάτων. Τέλος, η πλησιόχωρη ύπαιθρος που εξαρτάται από την πόλη δέχεται σε όλους τους τομείς μεγαλύτερες ή μικρότερες τις επιδράσεις του αστικού κέντρου. Επίσης, μεγάλη ήταν η συμβολή των εμποροπανηγύρεων, είτε στενά τοπικών είτε χώρων έλξεως σε ευρύτερη κλίμακα, όπου παράλληλα με την ανταλλαγή των προϊόντων πραγματοποιείται και γόνιμη ψυχική επαφή των κατοίκων, ιδίως κατά τη διάρκεια ψυχαγωγικών εκδηλώσεων.

Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα συνεχίζουν να υπάρχουν αρχαίες πόλεις με τις ίδιες βασικά κοινωνικές και οικιστικές συνθήκες και με τον ίδιο τρόπο εσωτερικής διακυβέρνησης. Δημόσια λουτρά, δεξαμενές νερού, σιταποθήκες, ιππόδρομος, πλατείες αποτελούν τον εξοπλισμό τους σε έργα τοπικής ωφέλειας. Οι χώροι της χριστιανικής λατρείας πολλαπλασιαάθηκαν, ενώ τα αρχαία ιερά εξαφανίσθηκαν ή μεταβλήθηκαν σε χριστιανικούς ναούς. Βαθιμαία ιδρύθηκαν μονές στην περιφέρεια ή στα περίχωρα των πόλεων. Παραμεθόριες πόλεις και στρατιωτικά ερείσματα (Σιγγιδών, Σίρμιο, Βιμινάκιο, Δορόστολο στο Δούναβη, Άμιδα, Δάρας, Μελιτηνή, Έδεσσα στον Ευφράτη και στο ανατολικό σύνορο) περιβάλλονται από ισχυρές οχυρώσεις, ενώ τείχη μικρότερης ή μεγαλύτερης αντοχής περικλείουν και άλλες πόλεις.
Ο Ρωμαίος κατακτητής χορήγησε στις περισσότερες πόλεις της Ανατολής, στην οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάς, εσωτερική αυτονομία σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση. Επέτρεψε τη λειτουργία τοπικής βουλής, την ανάδειξη αρχόντων, την κοπή χάλκινων νομισμάτων, τη χρήση ειδικών ημερολογίων και χρονολογικών συστημάτων, διαφορετικών από το επίσημο ρωμαϊκό.
Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της μοναρχίας που εδραιώθηκε στην Κωνσταντινούπολη επέδρασε και στην τοπική αυτονομία των πόλεων, των οποίων η ένταξη στο πλέγμα της αυτοκρατορικής διοίκησης, που άρχισε κατά την περίοδο της ηγεμονίας, ολοκληρώνεται τώρα. Ο μηχανισμός της λειτουργίας των πόλεων υφίσταται επιδράσεις προς τις οποίες δεν είναι άσχετες οι νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Η εγκατάσταση των ισχυρών πλούσιων γαιοκτημόνων στην πλησιόχωρη ύπαθρο περιόρισε τον αριθμό των οικονομικά ικανών να αναλάβουν το λειτούργημα του «βουλευτή» ή του «πολιτευομένου» της τοπικής βουλής.
Οι πολίτες που διέμεναν στις πόλεις και ήταν υποχρεωμένοι να το ασκήσουν δεν είχαν την αναγκαία οικονομική ευρωστία, για να αναλάβουν τα οικονομικά βάρη που συνδέονταν με το λειτούργημα των «βουλευτών» μετά από τις ανακατατάξεις που είχαν επέλθει στην οικονομία της αυτοκρατορίας. Όχι μόνο δεν επιζητούσαν το λειτούργημα, αλλά μηχανεύονταν τα πάντα για να απαλλαγούν, όπως να αποκτήσουν μια δημόσια θέση ή να ενταχθούν στον κλήρο ή να εγκατασταθούν στο ύπαθρο ή να εργαστούν σε κρατικά εργαστήρια. Η πολιτεία, όμως, από τον Κωνσταντίνο ως τον Ιουστινιανό, εξέδιδε συνεχώς νόμους, με τους οποίους υποχρέωνε με διάφορους τρόπους τους βουλευτές των πόλεων να συνεχίσουν τις υπηρεσίες τους προς τις πόλεις.
Ο αυτοκράτορας εισάγοντας τον 4ο αιώνα τον θεσμό του «εκδίκου» απέβλεπε στην ενίσχυση της προστασίας του λαού απέναντι στην αυθαιρεσία των ισχυρών. Ο έκδικος διοριζόταν από τον έπαρχο του πραιτωρίου κατά προτίμηση από τα επιφανέστερα μέλη της συγκλητικής τάξης, ώστε να έχει μεγαλύτερο κύρος. Οι «βουλευτές» αποκλείονταν. Ενώ αρχικά η θητεία προβλεπόταν ισόβια, αργότερα περιορίστηκε σε πενταετή και την εποχή του Ιουστινιανού σε διετή. Μεταξύ των καθηκόντων του περιλαμβάνονταν και δικαστικά σε υποθέσεις μικρής αξίας.Ο θεσμός δεν απέφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, γιατί ασυνείδητοι πολίτες πετύχαιναν να διοριστούν ως έκδικοι και όχι μόνο δεν προστάτευαν τον πληθυσμό από τις καταπιέσεις των ισχυρών, αλλά απέβαιναν και όργανά τους.

Στη ζωή των πόλεων προβάλλουν νέες δυνάμεις και μάλιστα ο επίσκοπος, ο οποίος αντανακλά την αύξουσα ισχύ και αίγλη της Εκκλησίας, ασκώντας την πειθαρχική εξουσία επί των κληρικών και επιφορτισμένος συχνά με τη διαιτητική λύση των ιδιωτικών διαφορών μεταξύ λαϊκών, σύμφωνα με τις σχετικές αυτοκρατορικές διατάξεις, επόπτης και συντονιστής της κοινωνικής πρόνοιας που ασκούσε η Εκκλησία, καθώς και οι πλησιόχωροι μεγάλοι γαιοκτήμονες, ισχυροί οικονομικοί παράγοντες. Τόσο ο πρώτος όσο και οι δεύτεροι επιφορτίζονται από τη πολιτεία με ορισμένα καθήκοντα, όπως η εκλογή του εκδίκου και του «σιτώνη». Ο τελευταίος επιφορτιζόταν με τη συγκέντρωση σίτου, όταν στην πόλη παρίστατο ανάγκη και επιλεγόταν μεταξύ εκείνων που είχαν υπηρετήσει στον στρατό ώστε να έχει εμπερία στη δημόσια υπηρεσία.
Η υψηλόφρων και θαρραλέα στάση των επισκόπων σε ώρα κινδύνου κατά την αντιμετώπιση εξωτερικού εχθρού είχε ως συνέπεια την προβολή τους ως πολιτικών ηγετών και συνέβαλε ακόμη περισσότερο στην αναγνώριση πολιτικής σημασίας σε αυτούς. Έτσι, στις πόλεις του 6ου αιώνα η τοπική αυτονοία έχει βέβαια υποχωρήσει, αλλά οι επίσκοποι και οι οικονομικά ισχυροί ιδιοκτήτες γης προβάλλουν ως δυναμικοί παράγοντες στη ζωή του τόπου. Οι δύσκολες περιστάσεις σφυρηλατούσαν πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κατοίκων των πόλεων, όπως δείχνει προ πάντων η πρόθυμη συμπαράστασή τους για την ανάρρηση αιχμαλώτων από τον εχθρό. Επανειλημμένα οι επίσκοποι πρωτοστατούν στην διεξαγωγή εράνων για την απελευθέρωση αιχμαλώτων.
Στην αυτοκρατορία διακρίνονται μεγάλες πόλεις, πολυάνθρωπες και οικονομικά ισχυρές (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Έφεσος), που στηρίζονται στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη βιοτεχνική παραγωγή, ή άλλες συνήθως παράλιες ή παραποτάμιες (Θεσσαλονίκη, Κόρινθος, Μίλητος, Βηρυτός, Γάζα, Σιδών, Σεβάστεια, Ταρσός), εμπορικές και με καλή βιοτεχνία. Ακολουθούν σημαντικές πόλεις στο εσωτερικό, κέντρα αγροτικών περιοχών (Ναϊσσός, Αδριανούπολη, Καισάρεια Καππαδοκίας, Λαοδίκεια, Αμάσεια, Λάρισα) και τέλος οι πόλεις ή κωμοπόλεις-οχυρά κοντά στα σύνορα ή στα επίκαιρα σημεία των στρατιωτικών οδών (Σίρμιο, Σιγγιδών, Βιμινάκιο, Δορόστολο, Αγχίαλος, Μεσημβρία, Σερδική, Άγκυρα, Σύνναδα, Θεοδοσιούπολη, Μελιτηνή, Έδεσσα, Άμιδα, Δάρας κλπ).
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους