Ο Αν. Μεταξάς, ο Αν. Λόντος, ο Κ. Ζωγράφος, ο Μ. Σούτσος και ο Ρ. Παλαμήδης ήταν οι κυριότεροι πολιτικοί οργανωτές της «συνωμοσίας» που οδήγησε στην επανάσταση που έλαβε χώρα την 3η Σεπτεμβρίου 1843. Αυτοί κατόρθωσαν να μυήσουν τους κορυφαίους στρατιωτικούς. Οι συνωμότες, φοβούμενοι την αντίδραση του βασιλιά, επειδή είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες για τη υποβόσκουσα «συνωμοσία» αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ερφαρμογή των σχεδίων τους νωρίτερα από ό,τι είχαν καθορίσει (25 μαρτίου 1844). Εξάλλου από καλή τύχη συγκαλύφθηκε η συνωμοσία, όταν ο υπασπιστής του βασιλιά Γενναίος Κολοκοτρώνης, που είχε κάποια πληροφορία για αυτήν, κατέφυγε να την επιβεβαιώσει στον Μεταξά και ο τελευταίος είχε την ψυχραιμία και την ετοιμότητα να καθυσυχάσει τις υποψίες του, κερδίζοντας χρόνο, που αποδείχθηκε πολύτιμος για την επιτυχία της επανάστασης.

Τον Αύγουστο του 1943 είχε μυηθεί στην «συνομωσία» και ο Δημήτριος Καλλέργης, ο επικεφαλής του ιππικού στην πρωτεύουσα. Τον ίδιο καιρό μυήθηκαν ο συνταγματάρχης Σκαρβέλης, διοικητής του πεζικού και ο συνταγματάρχης Σπυρομήλιος, διοικητής της Σχολή Ευελπίδων, όλοι μέλη του «ρωσικού» κόμματος. Ο λοχαγός του πυροβολικού Σχινάς, δεν φάνηκε πρόθυμος να συμμετέχει στην «συνωμοσία». Ήταν όμως αυτός που, όταν διατάχθηκε να φέρει στην πλατεία τα πυροβόλα του, στην κρίσιμη στιγμή αντί να τα κατευθύνει εναντίον του πλήθους, «παραταχθείς μεταξύ των δύο γραμμών του πεζικού φωνάζει μετά των λοιπών ΄΄Ζήτω το σύνταγμα΄΄. Ούτως όλα τα σώματα της φρουράς συνενώθηκαν εις το κίνημα. Τότε ήρχισε να συρρέει το πλήθος του λαού».
Οι φήμες για συνωμοσία είχαν φθάσει μέχρι τον βασιλιά Όθωνα, αλλά επειδή φήμες για πιθανές εξεγέρσεις κυκλοφορούσαν συχνά στο ελληνικό περιβάλλον, οπότε τη στιγμή αυτή να βρεθεί ο βασιλιάς απρόθυμος και διστακτικός να τις ενστερνιστεί, εφόσον δεν είχε στη διάθεση του συγκεκριμένα και σίγουρα στοιχεία. Παρ΄ όλα αυτά πάρθηκαν κάποια μέτρα, όπως η σύσταση στρατοδικείου, η επιφυλακή κλπ. Τα μέτρα αυτά όμως επέσπευσαν την δράση των συνωμοτών.
Στο μεταξύ η κατοικία του Μακρυγιάννη, τον οποίο αποφάσισαν η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να αποκλείσουν από τους στρατιώτες και τους οπαδούς του στο σπίτι του, εξακολουθούσε να είναι περικυκλωμένη από τη χωροφυλακή, ενισχυμένη τώρα με δύο τάγματα Σπαρτιατών. Εντούτοις ολιγάριθμες ομάδες φίλων του στρατηγού κατόρθωσαν διασπώντας τον κλοιό να εισχωρήσουν στο σπίτι του και να ενισχύσουν την άμυνά του.
Την ίδια ώρα ο Καλλέργης -αφού προς στιγμήν έχασε την επαφή και την συνεννόηση με τους συνεργάτες του- κατευθύθνθηκε στους στρατώνες ξεσηκώνοντας τους άνδρες με την κραυγή ΄΄Ζήτω το Σύνταγμα΄΄. Ακολουθούμενος από τους σττατιώτες προχώρησε προς τον χώρο μποστά από τα ανάκτορα. Παράλληλα διέταξε να ανοίξουν την φυλακή του Μεντρεσέ και να απελευθρώσουν τους κρατουμένους.
Αργά μέσα στη νύχτα, ο βασιλιάς και η αυλή, ενώ πριν είχαν νομίσει ακούγοντας τους πυροβολισμούς ότι τα βασιλικά στρατεύματα είχαν διασκορπίσει τους συνωμότες, πληροφορήθηκαν την ανταρσία του στρατού. Ο Όθων έστειλε τον υπουργό των Στρατιωτικών Βλαχόπουλο και τον υπασπιστή του Γραδικιώτη Γρίβα να διατάξουν τον στρατό να επιστρέψει στους στρατώνες. Οι δύο άνδρες όμως συνελήφθησαν προτού προλάβουν να φτάσουν στους στρατιώτες.
Τότε ο βασιλιάς Όθων φάνηκε σε μία από τις κατώτερες θυρίδες του παλατιού και ρώτησε τον Καλλέργη τι δηλώνει για το κίνημα των στρατιωτών. Ο Καλλέργης αποκρίνεται ότι ο λαός ζητά Σύνταγμα. Ο Όθων ζητα να διαλυθεί η συγκέντρωση και ότι ο ίδιος θα αποφασίσει με το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τις πτώτες πρωινές ώρες η Επιτροπή συνοδευόμενη από στρατό έφθασε στην πλατεία των ανακτόρων και παρουσίασε τις αποφάσεις στον βασιλιά. Ο Όθων δέχθηκε τα κείμενα αλλά ζήτησε να συμβουλευτεί τους ξένους πρεσβευτές προτού δώσει τη τελική κρίση. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και του ζήτησαν να απαντήσει το συντομότερο. Οι ξένοι πρεσβευτές επιχείρησαν να μπουν στο κτίριο και να επικοινωνήσουν με το βασιλιά. Αλλά ο Καλλέργης τους απαγόρευσε την είσοδο διαβεβαιώνοντας τους ότι κανένα κακό δεν θα συμβεί στο Όθωνα.
Σύμφωνα με τον Πισκατόρυ (Γάλλος), οι πρεσβευτές δέχθηκαν τα γεγονότα ο καθένας με διαφορετικό τρόπο: ο Κατακάζυ (Ρώσος) έδειχνε καταπτοημένος, ίσως γιατί ο Όθων δεν αποφάσιζε να παραιτηθεί, ο Λάυνος (Άγγλος) δικαιολογούσε και δικαίωνε τα πάντα και τους πάντες, ο πρεσβευτής της Πρωσσίας κατέκρινε τα πάντα και τους πάντες, ο Πρόκες-Όστεν (Αυστριακός) καταδίκαζε τις πράξεις, αλλά δικαιολογούσε τους ανθρώπους, ενώ ο πρεσβευτής της Βαυαρίας αποδεχόταν όλα ως αναπόφευκτα.
Δεν είναι εντελώς σαφές αν οι προσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας γνώριζαν και είχαν κάποια ανάμιξη στη συνωμοσία. Οι περισσότεροι όμως τότε πίστευαν ότι ο Κατακάζυ είχε ενθαρρύνει τους συνωμότες, αποβλέποντας να αντικατασταθεί ο Όθων από ορθόδοξο πρίγκιπα. Άλλοι υποψιάζονταν ότι ο Λάυονς δεν ήταν αμέτοχος. Ακόμη και για τον Πισκατόρυ υπήρχε η γνώμη ότι με κάποιο τρόπο και ο ίδιος είχε αναμειχθεί στα γεγονότα. Σύμφωνα εμ τον Μακρυγιάννη, πάντως, οι τρεις πρεσβευτές γνώριζαν από πριν την υπόθεση της συνωμοσίας.
Τελικά ορίστηκαν οι νέοι υπουργοί. Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου και υπουργός των Εξωτερικών ονομάστηκε -στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου είχε άμεση ανάμιξη και ο Μακρυγιάννης- ο Αν. Μεταξάς, υπουργός των Στρατιωτικών ο Ανδρ. Λόντος, των Ναυτικών ο Κανάρης, της Δικαιοσύνηςο Λ. Μελάς, ο Μ. Σχινάς των Εκκλησιαστικών-Παιδείας, ο Δ. Μανσόλας των Οικονομικών και ο Ρ. Παλαμήδης των Εσωτερικών.
Μετά τη υπογραφή των διαταγμάτων και την ανακοίνωση τους στο λαό στις 3 το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου ο στρατός παρήλασε μποστά από τα ανάκτοα ζητωκραυγάζοντας «Ζήτω ο συνταγματικός βασιλεύς Όθων ο Α΄» και ενώ η μουσική παιάνιζε γύρισε στους στρατώνες επευφημούμενος από το λαό. Με την επιτυχία της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου και την αποδοχή από τον Όθωνα του αιτήματος για παραχώρηση του Συντάγματος έληξε η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους