Το έτος της Εγίρας

Η μουσουλμανική χρονολόγηση αρχίζει με το έτος της Εγίρας, δηλαδή της φυγής, κατά το οποίο ο Μωάμεθ έφυγε από τη Μέκκα στη Μεδίνα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η μουσουλμανική κοινότητα. Το έτος 1 της Εγίρας (Higrah) αντιστοιχεί στο δεύτερο μέρος του 622 και το πρώτο μέρος του 623 της χριστιανικής χρονολογίας, αφού η αρχή του μουσουλμανικού έτους εκείνης της χρονιάς και η αρχή της χρονολόγησης των μουσουλμάνων Αράβων ορίστηκε την πρώτη νύχτα του αλ Μουχαράμ, δηλαδή στις 16 Ιουλίου 622, και τελείωσε με το ηλιοβασίλεμα της 5 Ιουλίου 623.

Το έτος της Εγίρας
Ο Μωάμεθ στη Μεδίνα

Τον Ιανουάριο του 639, δηλαδή 17 χρόνια μετά τη φυγή του Μωάμεθ και της μικρής ομάδας οπαδών του στη Μέκκα, οι συνθήκες είχαν αναστραφεί. Η ούμα, η κοινότητα των μουσουλμάνων είχε πάρει την εξουσία και μάλιστα διοικούσε μια μεγάλη επικράτεια που δεν περιοριζόταν στα όρια της αραβικής ερήμου, αλλά περιλάμβανε και περιοχές με λαούς συνηθισμένους στη μέτρηση του χρόνου και στην οργάνωση των εργασιών τους με βάση τις εποχές του έτους.

Στη Μεδίνα κυβερνούσε ο χαλίφης Ομάρ ιμπν αλ Χατάμπ που προσπαθούσε να οργανώσει σε κράτος ένα δίκτυο στρατιωτικών βάσεων, εμπορικών σταθμών και υποταγμένων περιοχών. Στην πραγματικότητα, το αραβοϊσλαμικό κράτος περιελάμβανε σχεδόν όλο τον παλιό ελληνιστικό κόσμο. Η απόφαση για θέσπιση ημερολογίου ήταν αναγκαία για τη βελτίωση του διοικητικού ελέγχου.

Η θέσπιση νέου μουσουλμανικού ημερολογίου, αντί για την υιοθέτηση κάποιου δοκιμασμένου συστήματος χρονολόγησης της περιοχής, ήταν σαφώς μια ιδεολογική απόφαση, συνυφασμένη με τις πολιτικές και φυλετικές ισορροπίες της νεαρής αραβικής αυτοκρατορίας.

Προϊσλαμικά οι Άραβες είχαν κάποιο τοπικό ημερολόγιο που στηριζόταν στον σεληνιακό μήνα και είχε κάποια αντιστοιχία με το ηλιακό χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των εμβόλιμων μηνών, όπως είχαν διδάξει οι αρχαίοι λαοί της Μεσοποταμίας. Αυτό αποδεικνύουν και τα ονόματα των σεληνιακών μηνών του μουσουλμανικού ημερολογίου, που είναι ίδια με τα προϊσλαμικά των βορείων Αράβων.

Σε αυτό το προϊσλαμικό ημερολόγιο, οι μήνες είχαν άμεση σχέση με τις εποχές, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την ύπαρξη των Ράμπι Ι και ένα Ράμπι ΙΙ, που σημαίνουν της άνοιξης, και ακόμα από το μήνα Ραμαντάν, που σημαίνει του καύσωνα, ο οποίος ήταν μήνας του καλοκαιριού και δεν είχε καμία σχέση με τη νηστεία του ραμαντάν των σημερινών μουσουλμάνων. Περίπου σταθεροί εποχικά πρέπει να ήταν και οι ιεροί μήνες των Αράβων, Δου αλ Κα’ άντα (Du-al-Qu’ dah), Δου αλ Χιτζά (Du-al-Hijah), Μουχαράμ (Muharram) και Ρατζάμπ (Rajab), οι οποίοι ήταν τοποθετημένοι έτσι που δεν επηρέαζε ή και βοηθούσε ακόμη την οικονομική ζωή. Έτσι κατά τη διάρκεια αυτών των ιερών μηνών επιβαλλόταν παύση των εχθροπραξιών, οι αραβικές φυλές είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν, να συνάψουν συμμαχίες, να ανταλλάξουν προϊόντα, να καυχηθούν για τα κατορθώματα τους και να συναγωνιστούν λογοτεχνικά.

Λάμβαναν υπόψιν τις συνθήκες του ταξιδιού προς τη Μέκκα, γι’ αυτό επέλεγαν την εποχή του φθινοπώρου προς τον χειμώνα, ώστε τα κοπάδια των φυλών να βρίσκουν τροφή στο δρόμο τους. Σταθερός εποχικά μήνας δηλώνεται και ο Σάφαρ (Safar), που ηχητικά μπορεί να μεταφραστεί του ταξιδιού, αφού βρισκόταν στο τέλος του χειμώνα και αντιστοιχούσε στη εποχή του ταξιδιού των αραβικών καραβανιών προς το Νότο, πριν ακόμα ο καιρός γίνει πολύ θερμός.

Το προϊσλαμικό ημερολόγιο της βόρειας Αραβίας είχε την ιδιαιτερότητα να είναι σχεδιασμένο για να εξυπηρετεί τη νομαδική κτηνοτροφία, σε αντίθεση με τα ημερολόγια των γειτονικών λαών, τα οποία εξυπηρετούσαν τη γεωργική καλλιέργεια. Επιπλέον, αυτό το ημερολόγιο έπρεπε να λάβει υπόψιν του και τις ανάγκες μιας διαμετακομιστικής οικονομικής δραστηριότητας, που αναπτυσσόταν εποχικά στον άξονα Νότου-Βορρά, από τα λιμάνια της Υεμένης προς τη μεσόγειο και τη Δαμασκό. Το κλίμα της περιοχής επηρέαζε αυτή τη δραστηριότητα των κατοίκων της βόρειας Αραβίας και τους επέτρεπε δύο εξόδους από την περιοχή τους: το χειμώνα, νότια προς την Υεμένη και το καλοκαίρι, βόρεια προς τη Γάζα, την Αίγυπτο και τη Δαμασκό.

Ο Κουσάι, οικιστής της Μέκκας, κατηγορήθηκε ευθέως από τις άλλες φυλές ότι όριζε αυθαίρετα ακόμη και τους ιερούς μήνες των Αράβων, ώστε να εξυπηρετούνται αυτά τα ταξίδια της φυλής του. Η έννοια του χρόνου στους προϊσλαμικούς Άραβες ήταν γενικά απροσδιόριστη και συγκεχυμένη. Το πρόβλημα, που φάνηκε με την εξάπλωση της αραβικής επικράτειας, δεν περιοριζόταν μόνο στο μοίρασμα του χρόνου στη διάρκεια του έτους, αλλά και των ετών μέσα στην Ιστορία και την διαδοχή των διοικητικών εντολών και των ιστορικών γεγονότων.

Οι Άραβες χρονολογούσαν με βάση τα κοινά αποδεκτά σημαντικά φυσικά ή ιστορικά γεγονότα της φυλής ή της περιοχής τους. Έτσι, ορισμένες βόρειες αραβικές φυλές, που είχαν δεχθεί την επίδραση των χριστιανικών και ιουδαϊκών θρησκευτικών παραδόσεων κατά τον 6ο και τον 7ο αιώνα, χρονολογούσαν με το υποθετικό έτος εγκατάστασης του Ισμαήλ, γιου του Αβραάμ της Βίβλου, στην Μέκκα.

Μετά την επικράτηση της μουσουλμανικής θρησκείας, ο χαλίφης Ομάρ θέσπισε μουσουλμανικό ημερολόγιο το οποίο ήταν πολιτικό ημερολόγιο, σχεδιασμένο να εξυπηρετεί μόνο το κράτος και γι’ αυτό αγνοεί τις ανάγκες της παραγωγής και την εξάρτηση από τις εποχές. Ακόμη φαίνεται να αγνοεί την περιοδικότητα των αραβικών ταξιδιών στην Υεμένη, ίσως γιατί τώρα στην καινούργια αραβοϊσλαμική γεωγραφία η μεταπρατική δραστηριότητα μετακίνησε τον άξονα της σε Ανατολή -Δύση.

Τα έτη του επίσημου μουσουλμανικού ημερολογίου είναι σεληνιακά και περιλαμβάνουν 12 μήνες διάρκειας, εναλλάξ 30 και 29 ημερών, που ονομάζονται: Μουχαράμ (Muharram), Σάφαρ (Safar), Ραμπί Ι (Rabi I), Ραμπί ΙΙ (Rabi II), Τζουμάντα Ι (Jumada I), Τζουμάντα ΙΙ (Jumada II), Ρατζάμπ (Rajab), Σαμπάν, Sha’ban), Ραμαντάν (Ramadan) Σαουάλ (Shawwal), Δου αλ Κα’ άντα (Du-al-Qu’ dah), Δου αλ Χιτζά (Du-al-Hijah).

Όλοι οι μήνες αρχίζουν κατά προσέγγιση, από τη φάση της νέας Σελήνης. Η συνολική διάρκεια του έτους είναι 354 μέρες. Υπάρχουν και τα λεγόμενα έτη της αφθονίας, στα οποία ο τελευταίος μήνας, Δου αλ Χιτζά, περιλαμβάνει μία πρόσθετη ημέρα και έτσι η διάρκεια του γίνεται 30 και όχι 29 ημέρες και το έτος διαρκεί 355 μέρες.

Αυτά τα έτη της αφθονίας ορίζονται ως ενδέκατα έτη τριακονταετών περιόδων. Οι περίοδοι των 30 ετών είναι κατά προσέγγιση χρονικό διάστημα, που επαναφέρει σε κοινή αρχή το σεληνιακό-μουσουλμανικό με το ηλιακό έτος και τις σταθερές εποχές του, επειδή το ημερολόγιο του Ομάρ δεν προβλέπει τη χρήση εμβόλιμων μηνών, όπως έκαναν τα άλλα σεληνιακά ημερολόγια της περιοχής.

Στη πραγματικότητα, αυτή η προσέγγιση των δυο συστημάτων είναι κάθε 32,5 και όχι κάθε 30 σεληνιακά έτη. Αυτό το λάθος όμως δεν επηρεάζει αισθητά τη χρονολόγηση, είναι αμελητέο μπροστά το ετήσιο έλλειμμα των 11,25 ημερών που παρουσιάζει το βραχύτερο μουσουλμανικό από το ηλιακό ημερολόγιο. Η ημερολογιακή αλλαγή που επέβαλε ο Ομάρ ιμπν αλ Χατάμπ το 622μ.Χ. απλοποίησε τον υπολογισμό των προθεσμιών και των χρονικών προβλέψεων, αλλά παράλληλα μετέτρεψε τις θρησκευτικές επετείους από εποχικές σε ημερολογιακές.

Σήμερα το σύστημα χρονολόγησης με βάση την Εγίρα αποτελεί επίσημο σύστημα για τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη και τα Εμιράτα του Περσικού Κόλπου.

Please follow and like us:
error
fb-share-icon

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error

Enjoy this blog? Please spread the word :)