Το Μικρασιατικό ζήτημα

Το Μικρασιατικό ζήτημα τέθηκε επί τάπητος στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αφού αποτελούσε μέρος του υπομνήματος που κατάθεσε ο Έλληνας πολιτικός στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Η προσπάθεια αυτή του Βενιζέλου για την επέκταση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία συνεχόταν με την άποψη ότι το γεωγραφικό κέντρο του Ελληνισμού εντοπιζόταν στο χώρο του Αιγαίου, αλλά και με την αποτίμηση του νέου συσχετισμού των δυνάμεων στο ευρύτερο πεδίο των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής.

Το Μικρασιατικό ζήτημα
Ελληνικό Επιτελείο στη Μικρά Ασία.
Καθιστός ο Λ. Παρασκευόπουλος και δίπλα του ο Θ. Πάγκαλος

Η κατάρρευση και ο αναπόφευκτος, ήδη, διαμελισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας παρείχε τις καλύτερες προϋποθέσεις για τη διασφάλιση του εθνικού μέλλοντος του μικρασιατικού ελληνισμού. Η ενδεχόμενη προσάρτηση ευρωπαϊκών, αποκλειστικά, εδαφών της διαμελισμένης αυτοκρατορίας -λύση που φάνηκε να αντιμετωπίζεται εναλλακτικά με την παραχώρηση της Ιωνίας- θα απέκοπτε οριστικά τον μικρασιατικό ελληνισμό από την Ελλάδα για να τον εγκλωβίσει στους κόλπους ενός εθνικού τουρκικού κράτους.

Η υιοθέτηση των ελληνικών διεκδικήσεων ήταν μοιραίο να προσκρούσει όχι μόνο στη αναπόφευκτη τουρκική αντίθεση αλά και σε σοβαρές ενδοσυμμαχικές αντιδράσεις. Το διάγγελμα των «24 σημείων» του Ουίλσον αντιτασσόταν κατηγορηματικά στο διαμελισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Αμερικανοί εκπρόσωποι στη Συνδιάσκεψη αμφισβητούσαν την επιθυμία των Ελλήνων της Ιωνίας να ενωθούν με το ελληνικό βασίλειο, υπογράμμιζαν την αναπόσπαστη γεωγραφική και οικονομική εξάρτηση της παράκτιας ζώνης από το εσωτερικό της Ανατολίας και προσανατολίζονταν στην επιβολή ενός καθεσώτος προστασίας κάτω από τη κηδεμονία της Κοινωνίας των Εθνών (Κ.Τ.Ε.). Απροκάλυπτη ή λανθάνουσα η ενδοσυμμαχική αντίδραση κατά της ελληνικής επέκτασης στη Μικρά Ασία θα συναφθεί αναπόφευκτα με το μείζον πρόβλημα της καταστολής του ένοπλου κινήματος των Τούρκων εθνικιστών.

Τον Μάιο του 1919, ταυτόχρονα με την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, θα αποσταλεί ως στρατιωτικός επιθεωρητής στις ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας, ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ. Ενσαρκωτής του εθνικιστικού και ριζοσπαστικού πνεύματος των Νεοτούρκων, θα εμψυχώσει και βαθμιαία θα οργανώσει σε τακτικό στρατό τις διάσπαρτες ισχνές δυνάμεις των ένοπλων εθνικιστών.

Οι ενδοσυμμαχικές αλλά και οι πρώτες ενδοτουρκικές αντιδράσεις έμελλαν στην αρχική εκδήλωσή τους, αντί να αποθαρρύνουν να διευκολύνουν τον Βενιζέλο στην προώθηση των επιδιώξεων του. Η ένταση της απελής των Τούρκων ατάκτων σε βάρος του χριστιανικού στοιχείου και η εμμονή της Ρώμης σε εκβιαστικές διεκδικήσεις είχε αποκορυφώσει τη δυσφορία στους κόλπους των Συμμάχων.

Στις 6 Μαΐου 1919, ενώ η ιταλική αντιπροσωπεία απουσίαζε από τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου της Συνδιάσκεψης, ο Λόυντ Τζωρτζ εισηγούνταν την κατάληψη της Σμύρνης από τα ελληνικά στρατεύματα με σκοπό τη διασφάλιση της τάξης και την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Η άμεση υιοθέτηση της πρότασης του Βενιζέλου ακολουθήθηκε από την ομόφωνη λήψη της τελικής διασυμμαχικής απόφασης.

Στις 15 Μαΐου 1919, τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στην πρωτεύουσα της Ιωνίας μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικού πανηγυρισμού. Η συμμαχική ομοφωνία για την στρατιωτική κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό δεν προοριζόταν παρά προσωρινά και μόνο να επικαλύψει την ετερογένεια των ανταγωνιστικών επιδιώξεων των Μεγάλων Δυνάμεων στον ανατολικομεσογειακό και τον μεσανατολικό χώρο, ευαίσθητο στρατηγικό κόμβο και εστία πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Η κοινή αντίθεση της Ιταλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στα ελληνικά αιτήματα ήταν συναρτημένη με βλέψεις και επιδιώξεις ριζικά διάφορες στη σύλληψη, τη διατύπωση και τη μεθόδευση της εφαρμογής τους. Παράλληλα, η πρώτη δειλή επανεμφάνιση της σοβιετικής Ρωσίας στο διπλωματικό προσκήνιο συντελούσε στην ενθάρρυνση της τουρκικής αντίστασης απέναντι στη συμμαχική πίεση.

Αλλά και η σύμπνοια στις σχέσεις των δύο αμεσότερα ενδιαφερομένων, από παράδοση και ισχύ, δυτικών Δυνάμεων, Αγγλίας και Γαλλίας, αποτελούσε το παροδικό επιφαινόμενο της συμβιβαστικής διαρρύθμισης των ευρύτερων διεθνών συμφερόντων τους. Με την πάροδο του χρόνου η γαλλική κυβέρνηση, κάτω από την επίδραση παραγόντων οικονομικών και κινήτρων πολιτικών, θα επανεκτιμήσει τη στάση της και θα σταθμίσει τις επιπτώσεις από την υπέρμετρη ενίσχυση της βρετανικής επιρροής στην Εγγύς Ανατολή.

Η τελική έκβαση των ελληνικών προσπαθειών θα κρινόταν σε σημαντικό βαθμό από τη δυναμική διαμόρφωση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ισχυρούς Ευρωπαίους συμμάχους. Η εξασφάλιση της εντολής για την απόβαση στη Σμύρνη ήταν απότοκη της επιτήδειας εκμετάλλευσης των παραγόντων της ανταγωνιστικής διαμάχης των Μεγάλων Δυνάμεων για την κατίσχυση της επιρροής τους στο χώρο της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η απόβαση των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, όμως, δεν θα αρκέσει για να οδηγήσει στην καταστολή του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος και στη διασφάλιση του συμμαχικού ελέγχου στον στρατηγικό τομέα της Μικράς Ασία. Τα ελληνικά στρατεύματα επεξέτειναν, με τη συμμαχική πάντοτε συγκατάθεση το αρχικό προγεφύρωμα τους προς το εσωτερικό της Ιωνίας: Τον Οκτώβριο του 1920 τα όρια της ελληνικής ζώνης ελέγχου εξικνούνταν ως τη γραμμής Προύσας-Ουσάκ. Ο αλλεπάλληλες, όμως, ήττες στο στρατιωτικό πεδίο δεν επέφεραν την αποσύνθεση του ενθικιστικού μετώπου της Άγκυρας.

Τον Ιανουάριο του 1920, ψηφιζόταν στην Βουλή της Κωνσταντινούπολης το «Εθνικό Σύμφωνο», εμπνευσμένο από τον Κεμάλ και τους συνεργάτες του: κατοχύρωση της πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας κα της εδαφικής ακεραιότητας και ασφάλειας του «αδιάσπαστου κράτους του τουρκικού έθνους», εθνολογικά κυρίαρχου από τις όχθες του Έβρου ως τις παρυφές του αραβικού κόσμου. Και τον Απρίλιο, με την σύσταση της επαναστατικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα, γεννιόταν πάνω από τα ερείπια της αυτοκρατορίας το τουρκικό εθνικό κράτος.

Παρ΄όλο που η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων ήταν νικηφόρα, στάθηκε ανίσχυρη να καταφέρει καίριο πλήγμα στον Κεμάλ και δεν αρκούσε ούτε για να δασκεδάσει τις αμφιβολίες των συμμαχικών κυβερνήσεων πάνω στη δυνατότητα της Ελλάδας να επιβάλει τον αφοπλισμό των τουρκικών δυνάμεων και να εξασφαλίσει την προστασία των χριστιανών της Ανατολίας.

Η παρεμβολή, όμως, ανασταλτικών παραγόντων ή η διατύπωση επιφυλάξεων δεν έμελλε να ματαιώσει ή να παρελκύσει απεριόριστα τη λήψη των τελικών αποφάσεων. Σταθερός στην προβολή των εθνικών διεκδικήσεων και ευέλικτος στην αναζήτηση των μέσων επιβολής τους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόρθωνε να υπερκεράσει πολλαπλές διπλωματικές αντιξοότητες, συνυφασμένες με την ενίσχυση των ανταγωνιστικών τάσεων ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις και να υπαγορεύσει τους όρους της ειρήνης με την Τουρκία.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

Με πληροφορίες από: Η ελληνική εξωτερική πολιτική, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος