Κατά το δεύτερο μισό του 1ου π.Χ. αιώνα την εποχή δηλαδή της προσάρτησης του πτολεμαϊκού βασιλείου στο ρωμαϊκό κράτος, το ελληνικό στοιχείο της Αιγύπτου εμφάνιζε μεγάλο δυναμισμό σε όλους τους τομείς. Ο δυναμισμός του βασιζόταν τόσο στο γεγονός ότι αποτελούσε την άρχουσα τάξη και την αριθμητικά πολυανθρωπότερη μειονότητα της χώρας, όσο και στην πολιτισμική ακτινοβολία που ασκούσε στον ντόπιο πληθυσμό.
Οι Έλληνες διέμεναν στις ελληνικές πόλεις της Αιγύπτου κυρίως, αλλά και στην αιγυπτιακή χώρα, ακόμη και σε απομακρυσμένες κώμες της υπαίθρου, όπου πολλοί είχαν εγκατασταθεί σε στρατιωτικούς κλήρους. Ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός Ελλήνων κληρούχων είχε συγκεντρωθεί στον Αρσινοΐτη νομό (σημερινό Φαγιούμ). Αυτοί οι τελευταίοι ονομάστηκαν «κάτοικοι», προς διάκριση από τη μικτή (από Έλληνες και Αιγύπτιους) τάξη των κληρούχων που δημιουργήθηκε από το τέλος του 3ου αιώνα μετά την εισαγωγή στρατολογίας ντόπιων και στην παροχή σε αυτούς κλήρων.
Οι αθρόες εγκαταστάσεις Ελλήνων στην αιγυπτιακή χώρα τους είχαν φέρει σε στενότερη επαφή με το ιθαγενή πληθυσμό και τον πανάρχαιο πολιτισμό του με αποτέλεσμα την ανάπτυξη αλληλεπιδράσεων σε πολλές εκδηλώσεις της καθημερινής αλλά και της πνευματικής ζωής. Πραγματικά η προνομιακή κοινωνική θέση της κυρίαρχης μειονότητας των Ελλήνων, η επικράτηση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους και οι επιμιξίες προήγαγαν τη μίμηση των ελληνικών τρόπων ζωής από τους ντόπιους και συνέτειναν στη δημιουργία ενός μεγάλου κύκλου ελληνιζόντων Αιγυπτίων, τόσο στις ελληνικές πόλεις όσο και έξω από αυτές.
Αλλά και αντίστροφα, οπωσδήποτε όμως σε πιο περιορισμένη έκταση και βάθος, οι συχνές ελεύθερες επιμιξίες και η μακρόχρονη συμβίωση επήλυδων Ελλήνων με τους Αιγυπτίους είχε αισθητές επιπτώσεις και στη δική τους φυλετική και στην πολιτιστική στεγανότητα. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί αριθμητικά το ελληνικό στοιχείο στην Αίγυπτο.
Οπωσδήποτε ο όρος Ελληνισμός, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στο πληθυσμό της αιγυπτιακής «χώρας» μετά από τα πρώτα χρόνια της πτολεμαϊκής κυριαρχίας, δεν μπορεί παρά να έχει πολιτιστική έννοια, την έννοια που και οι ίδιοι οι Έλληνες άλλωστε του έδιναν. Το ελληνικό στοιχείο κατά το τέλος της πτολεμαϊκής εποχής ήταν πολυάριθμο και με τον δυναμισμό του και την ιδιαίτερη θέση του έδινε τον δικό του χαρακτηριστικό τόνο στη ζωής της χώρας.
Η πτολεμαϊκή πολιτική, σε αντίθεση με την πολιτική άλλων ελληνιστικών βασιλείων, στάθηκε φειδωλή στην παραχώρηση ή αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία κάθε ελεύθερος Έλληνας είχε από πολλούς αιώνες ήδη. Έτσι στην Αίγυπτο το πολυάριθμο ελληνικό στοιχείο στερήθηκε από το βασικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνικής ζωής που ήταν η πολιτειακή οργάνωση, με αποκλειστική εξαίρεση την αρχαϊκή Ναύκρατι, την Αλεξάνδρεια, την Πτολεμαϊκή και πιθανώς το Παραιτόνιο.
Στους Έλληνες της «χώρας», οι οποίοι ζούσαν διασκορπισμένοι στις μητροπόλεις και τις κώμες δεν αναγνωρίσθηκαν ποτέ πολιτικά δικαιώματα και συνεπώς η νομική τους θέση δεν διέφερε από των άλλων εθνοτήτων ή Αιγυπτίων, με τους οποίους μπορούσαν να έρχονται ελεύθερα σε επιμιξίες χωρίς να διακυνδυνεύουν τη νομική ή κοινωνική θέση των απογόνων τους. Γιατί οι Πτολεμαίοι, παρά την επιθυμία τους να προσελκύσουν μεγάλους αριθμούς Ελλήνων εποίκων, έμειναν σταθεροί ως στο τέλος στην απόφασή τους να αποφύγουν τις οικονομικές και πολιτικές επιπλοκές που συνεπαγόταν η ίδρυση νέων πόλεων.
Στον τομέα αυτό οι Ρωμαίοι ακολούθησαν την πολιτική των Πτολεμαίων. Το πολίτευμα και το καθεστώς των ελληνικών πόλεων, της Ναυκράτεως, της Πτολεμαΐδος και του Παραιτονίου διατηρήθηκε, καθώς φαίνεται αμετάβλητο, η Αλεξάνδρεια όμως δεν πέτυχε να αποκτήσει και πάλι βουλή. Η προνομιακή θέση των Ελλήνων πολιτών των παραπάνω πόλεων σε σεχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, ακόμη και προς τους Έλληνες της αιγυπτιακής «χώρας», κατοχυρώθηκε με την παραχώρηση πλήρους ατέλειας και του αποκλειστικού δικαιώματος άμεσης εισόδου στη ρωμαϊκή πολιτεία.
Είχε ειπωθεί η άποψη ότι οι Ρωμαίοι επιδόθηκαν σε μια πολιτική ισοπέδωσης του πληθυσμού της Αιγύπτου. Οι Ρωμαίοι όμως, ούτες την ουσιαστική ισοπέδωση του πληθυσμού της Αιγύπτου επεδίωκαν, ούτε τον εκρωμαϊσμό της χώρας. Από την επομένη της κατάκτησης της Αιγύπτου όχι μόνο αναγνωρίστηκε η διαφοροποίηση του Ελληνισμού της αιγυπτιακής χώρας, αλλά και ενισχύθηκε με την δημιουργία χωριστής τάξης, των «μητροπολιτών», στους οποίους σε αντίθεση με τον ιθαγενή πληθυσμό της χώρας, παραχωρήθηκαν οικονομικά προνόμια και στοιχεία κοινοτικών θεσμών, ως προϋποθέσεις για την ανάληψη από αυτούς του έργου της στήριξης της ρωμαϊκής διοίκησης.
Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν η νομική ιεράρχηση της αιγυπτιακής κοινωνίας σε άκαμπτες, στατικές και κλειστές προνομιούχες τάξεις Ρωμαίων, πολιτών ελληνικών πόλεων και μητροπολιτών, η είσοδος στις οποίες αποκλείσθηκε με αυστηρές διατάξεις για τον ιθαγενή πληθυσμό. Η στεγανότητα των προνομιακών τάξεων διασφαλίσθηκε από την αρχή, για να κατοχυρωθούν τόσο οι πολιτικοί στόχοι όσο και τα οικονομικά συμφέροντα της διοίκησης με την καθιέρωση της «επικρίσεως», διοικητικής δηλαδή διαδικασίας για τη διακρίβωση των νόμιμων τεκμηρίων, στην οποία υποβαλλόταν κάθε άτομο που διεκδικούσε να ενταχθεί σε μια από τις προνομιούχες τάξεις.
Το διάταγμα του Καρακάλλα το 212μ.Χ. εξάλειψε κάθε νομική διαφοροποίηση μεταξύ των κατοίκων της Αιγύπτου, στο σύνολο των οποίων απονεμήθηκε η ρωμαϊκή πολιτεία. Κατά τον 3ομ.Χ. αιώνα ο όρος «μητροπολίται» σπανίζει στους παπύρους, προφανώς γιατί δεν καθορίζει πια νομικά διαφοροποιημένη τάξη, αλλά επιβίωση τιμητικού τίτλου. Σπάνιες είναι την ίδια εποχή και οι αιτήσεις επικρίσεως.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους