Το Ανατολικό Ζήτημα τον 19ο αιώνα

Το Ανατολικό Ζήτημα προέκυψε τον 19ο αιώνα, όταν οι υπόδουλοι λαοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας εξεγέρθηκαν για να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Βασικό στοιχείο του είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης και ειδικότερα αφορά τα διπλωματικά και πολιτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τις εγγενείς αδυναμίες στη διατήρηση της συνοχής του οθωμανικού Κράτους που παρουσιάστηκαν από τα μέσα του 18ου μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, μετά τις εξεγέρσεις των υπόδουλων λαών και την ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας από τη Ρωσία κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1774 και την υπογραφής της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.

Το Ανατολικό Ζήτημα
Οι τρεις από τις πέντε Δυνάμεις της Ευρώπης,
Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία

Τον Ιούνιο του 1839, άρχισε νέα κρίση για το Ανατολικό Ζήτημα, όταν οι υπερέχουσες δυνάμεις του Μωχάμεντ Άλυ της Αιγύπτου έφεραν με την συντρηπτική τους νίκη στο Νεζίπ, για δεύτερη φορά στο χείλος της καταστροφής την οθωμανική αυτοκρατορία. Η κρίση αυτή ανανέωσε τις ελληνικές προοπτικές για επαναστατική δράση σε ελληνικές περιοχές που δεν είχαν συμπεριληφθεί μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Γενική ήταν η εντύπωση ότι το χτύπημα που δέχθηκε η Τουρκία επρόκειτο να έχει συνέχεια και πολλοί περίμεναν την προέλαση του Μωχάμεντ Άλυ μέσα από τη Συρία, για να καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Μέσα στην περίοδο των δύο χρόνων που εκδηλώθηκε και διατηρήθηκε η κρίση του Ανατολικού ζητήματος, η ευρωπαϊκή διπλωματία ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα. Στις 27 Ιουλίου 1839, ένα σχεδόν μήνα μετά την θεαματική νίκη του Μωχάμεντ Άλυ, οι πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις με κοινή ανακοίνωση ανήγγειλαν την απόφασή τους να επέμβουν στην τουρκοαιγυπτιακή διαφορά, που αποτελούσε θέμα ζωτικού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη. Με την πράξη αυτή ανανεωνόταν η ευρωπαϊκή συνεννόηση για τις υποθέσες της Εγγύς Ανατολής και αποφασιζόταν η ευρωπαϊκή συνεργασία προς χάρη της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πρώτη αυτή φαση σημειώνεται ανάμεσα στον Ιούλιο του 1839 και στον Ιούλιο του 1840.

Αποκλείοντας τη Γαλλία, οι τέσσερις άλλες μεγάλες Δυνάμεις διαπραγματεύονταν τη Συνθήκη του Λονδίνου (15 Ιουλίου 1840), με την οποία συμφωνούσαν να επιβάλουν διακανονισμό της τουρκοαιγυπτιακής διαφοράς σε βάρος του Μωχάμεντ Άλυ προς όφελος της Τουρκίας. Ο ηθελημένος αποκλεισμός της Γαλλίας από την ευρωπαϊκή συνεννόηση δημιούρησε σχεδόν συνθήκες ευρωπαϊκού πολέμου, καθώς εξαγρωμένοι οι Γάλλοι από τη διπλωματική τους αποτυχία επιζητούσαν αποκατάσταση του γοήτρου του. Αλλά η δεύτερη φάση του Ανατολικού ζητήματος τερματίστηκε με την πτώση της κυβέρνησης Thiers στη Γαλλία (Οκτώβριος 1840) ή με τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας (Νοέμβριος 1840) , με την οποία η Αγγλία επέβαλε τους όρους της στον πασά της Αιγύπτου. Η επιστροφή της Γαλλίας στην ομάδα των υπόλοιπων Δυνάμεων οριστικοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Στενών (13 Ιουλίου 1841), με την οποία οι πέντε ευρωπαϊκές Δυνάμεις συμφώνησαν να απαγορεύεται ο διάπλους των Στενών σε όλα τα πολεμικά πλοία σε περίοδο ειρήνης.

Κατά την περίοδο από το Νοέμβριο του 1840 ως τον Ιούλιο του 1841, η Γαλλία βγαίνοντας από την απομόνωσή της ήρθε σε συνεννοήσεις με τη Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα την πρόσφατη επικράτηση της Αγγλιας στις υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής. Στην τρίτη φάση (Νοέμβριος 1840-Φεβρουάριος 1841) πραγματοποιείται η επανένταξη της Γαλλίας στην ομάδα των ευρωπαϊκών κρατών, στην οποία τώρα είναι έκδηλη η υπεροχή της Αγγλίας, και στην τέταρτη φάση (Φεβρουάριος-Αύγουστος 1841) ευοδώνονται οι ενέργειες της Γαλλίας για να διεκδικήσει τις θέσεις της στην Εγγύς Ανατολή.

Η ελληνική εσωτερική κατάσταση είχε τόσο μεγάλη εξάρτηση από τις διεθνείς περιστάσεις, ώστε η ελληνική πολιτική, με μικρές μόνο διακυμάνσεις πέρασε την εποχή αυτή από τέσσερις παράλληλες φάσεις. Στην πρώτη φάση εγκαταλείποντας της φιλορωσική στάση της και προκρίνοντας πολιτική προσεταιρισμού όλων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, οι υπεύθυνοι κυβερνήτες της χώρας επιδίωξαν να αποσπασθεί η Κρήτη από την τουρκική κυριαρχία και από τον αιγυπτιακό έλεγχο με διπλωματικά μέσα. Η δεύτερη φάση χαρακτηρίζεται από την αντιμετώπιση ενός εδνεχόμενου πολέμου με την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούνται ενέργειες για την δημιουργία καλών σχέσεων με τη Γαλλία, που την έβλεπαν ως ισχυρό σύμμαχο στην περίπτωση ευρωπαϊκής σύρραξης.

Καινούργιος προσανατολισμός της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής σημειώνεται στην τρίτη φάση, οπότε υπάρχει έκδηλη τάση να ικανοποιηθεί σε όλη τη γραμμή η πανίσχυρη Αγγλία. Στην τέταρτη φάση παρατηρείται αναθέρμανση των σχέσεων με τη Γαλλία ιδίως από τη στιγμή που αυτή η χώρα, ξεφεύγοντας από την αγγλική επιρροή ξαναπήρε τη θέση της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις.

Όσον αφορά τη σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία, οι Έλληνες θεώρησαν την κρίση του Ανατολικού ζητήματος ευκαιρία για επαναστατικές εξορμήσεις στις βόρειες παραμεθόριες περιοχές, στη Μακεδονία και την Κρήτη. Στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία οι οπλαρχηγοί θέλησαν να επωφεληθούν από τη δυσχερή θέση στην οποία είχε περιέλθει η Τουρκία χωρίς όμως αποτέλεσμα, εξαιτίας της αντίδρασης όχι μόνο της Πύλης αλλά και των κυβερνήσεων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι αρχικές προσπάθειες για επίλυση του Κρητικού ζητήματος (πρόταση της Επιτροπής των εξόριστων Κρητικών προς την Αγγλία στο τέλος του 1838 για «προσωρινή» κατάληψη του νησιού από αυτήν ή ακόμη και την ίδρυση αγγλικού προτεκτοράτου) έμειναν ατελέσφορες, όπως και η έκκληση των Κρητικών προς τις Δυνάμεις το 1839.

Στη Συνθήκη του Λονδίνου που υπέγραψαν η Αγγλία, Η Ρωσία, η Ασυτρία καιη Πρωσσία, συμφωνήθηκε ανάμεσα στα άλλα, και η έξωση του Μωχάμεντ Άλυ από την Κρήτη και η επαναφορά του νησιού κατά από τη σουλτανική κυριαρχία. Οι Κρητικοί θεώρησαν τη στιγμή κατάλληλη για να αναλάβουν ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση του νησιού τους. Πριν υπογραφεί η οριστική μεταβίβαση στους Τούρκους, εξόριστοι Κρητικοί στην Ελλάδα, και μαζί τους ο νεαρός τότε Αλέξ. Κουμουνδούρος, συνεννοημένοι με οπλαρχηγούς της Κρήτης έφθασαν στο νησί στο τέλος του 1840 και τον Φεβρουάριο του 1841 κήρυξαν την επανάσταση.

Η επανάσταση της Κρήτης του 1841και η καταστολή της από τους Τούρκους σημείωσε και την τελευταία φάση του Ανατολικού ζητήματος. Τον προηγούμενο χρόνο η ήττα των αιγυπτιακών δυνάμεων και η εκδίωξή τους από το συριακό έδαφος από τις δυνάμεις του σερ Τσαρλς Νάπερ έδειχνε ότι οι δυνάμεις ήταν αντίθετες σε πράξεις που έτειναν σε διαμελισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με τη συναίνεση των Ευρωπαίων, χάρη στους ανταγωνισμούς και τις διαμάχες τους, η οθωμανική αυτοκρατορία εξακολουθούσε να υπάρχει και να διαδραματίζει το ρόλο της στην Εγγύς Ανατολή.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους