Τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο προκάλεσε μεγάλο αριθμό θυμάτων, τεράστιες υλικές καταστροφές, άφησε 1619 αγνοούμενα πρόσωπα και επέφερε τη βίαιη μετακίνηση περίπου 200.000 ατόμων από τις εστίες τους.

Τουρκική εισβολή

Η Τουρκία άρχισε να προετοιμάζεται για εισβολή στην Κύπρο πριν την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ανεξάρτητο κράτος την 16η Αυγούστου του 1960, διότι οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου δεν ικανοποίησαν στις επιδιώξεις της επί της Κύπρου. Για το λόγο αυτό φάνηκε να αυξάνει με γοργό ρυθμό τις αποβατικές και τις αεροαποβατικές της δυνατότητες μετά τις επιχειρήσεις της Τηλλυρίας του Αυγούστου του 1964, διότι κατά τις επιχειρήσεις αυτές διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει απόβαση στην Κύπρο.

Ο διαχωρισμός των κοινοτήτων μετά τα αιματηρά επεισόδια των Χριστουγέννων του 1963 διευκόλυνε την στρατιωτική οργάνωση των Τούρκων μέσα σε θυλάκους υπό τον απόλυτο έλεγχο τους. Ανάγκασε επίσης του Κύπριους να παραμερίσουν τα καπετανάτα, επί των οποίων βασιζόταν η άμυνα τους, και να αρχίσουν να συγκροτούν την Εθνική Φρουρά για να αντιμετωπίσουν επεκτατικές τάσεις των Τούρκων επί της Κύπρου και τουρκική εισβολή σε αυτή.

Η άμυνα της Κύπρου παρουσίασε αδυναμίες, οι σοβαρότερες των οποίων ήταν η έλλειψη κοινώς αποδεκτής εθνικής πολιτικής επί του κυπριακού προβλήματος απότις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, οι σοβαρές ελλείψεις σε σύγχρονο οπλισμό και ο διχασμός των Κυπρίων, με την Τουρκία καραδοκούσα να εισβάλει στην Κύπρο με την πρώτη ευκαιρία, την οποία της προσέφερε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου την 15η Ιουλίου 1974.

Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου: 1) Αποστέρησε την Κύπρο από ικανή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία διότι, ο Μακάριος, αναγωρισμένου εθνικού κύρους, αντικαταστάθηκε από τον Νίκο Σαμψών, ο οποίος ήταν ανεπιθύμητος από το Ηνωμένο Βασίλειο λόγ της δράσης του κατά τον αγώνα της ΕΟΚΑ, και καθόλου αποδεκτός από την Τουρκία μετά την κατάληψη της Ομορφίτας κατά τις επιχειρήσεις των Χριστουγέννων του 1963. Ο αρχηγός επίσης του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς αντιστράτηγος Γέωργιος Ντενίσης αναπληρώθηκε στη θέση του από τον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση, μειωμένης ηγετικής ικανότητας, διότι ήταν αντίθετος στο πραξικόπημα. 2) Διεύρυνε το χάσμα μεταξύ της Εθνικής Φρουράς και των Κυπρίων. 3) Μειώθηκε η μαχητική ικανότητα των ενεργών μονάδων καταδρομών λόγω καταπόνησης και απωλειών. 4) Απέτυχε η επιστράτευση, διότι δεν κηρύχθηκε εγκαίρως. 5) Κατέστη αδύνατη η εφαρμογή του σχεδίου άμυνας της Κύπρου, λόγω μετακινήσεων μονάδων από την έδρα τους.

Ο στρατός εισβολής είχε στην κατοχή του σχεδόν το 37% του κυπριακού εδάφους και το σημαντικότερο, από οικονομική άποψη, τμήμα της Μεγαλονήσου. Ανάμεσα στον πρώτο (20 Ιουλίου 1974) και το δεύτερο (14 Αυγούστου 1974) Αττίλα έγινε σε δύο φάσεις στην Γενεύη με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η πρώτη φάση (25-30 Ιουλίου) έληξε με μια διακήρυξη, η οποία κάθε άλλο παρά ικανοποιητική ήταν για την ελληνική πλευρά.

Η δέυτερη φάση (8-14 Αυγούστου), στην οποία προσήλθαν και εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, υπήρξε άκαρπη. Και δεν μπορούσε να μην αποβεί άκαρπη αφού ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Τουράν Γκιουνές επέδωσε απλά και μόνο τελεσίγραφο στην ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά. Ο Βρετανιός Υπουργός Εξωτερικών Τζαίημς Κάλλαχαν χαρακτήρσε τη στάση αυτή αλόγιστη και αυθαίρετη.

Για να δικαιολογήσει την εισβολή της την οποία χαρακήρισε κυνικά «ειρηνευτική επιχείρηση», η Άγκυρα επικαλέστηκε την συνθήκη εγγύησης του 1960. Όμως η προβληματικότητα αυτής της συνθήκης υπήρξε ευθύς εξ αρχής σαφής, αν και από τη συνθήκη εγγύησης δεν απέρρεε και δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης. Η προβληματικότητα της συνθήκης εγγύησης έγινε οξύτερη με την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους από τη διεθνή κοινότητα. Αυτό απέκλειε τις ξένες επεμβάσεις. Το ίδιο ήταν και το θεμελιακό νόημα του ομόφωνου ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 20 Ιουλίου 1974, το οποίο απαιτούσε τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Ενώ στην Λευκωσία οι πραξικοπηματίες διόρισαν «πρόεδρο» τον Νίκο Σαμφών, ο Μακάριος, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει και να καταγγείλει το Συμβούλιο Ασφαλείας τη χούντα, αναγνωριζόταν στο ψήφισμα ρητά ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο ψήφισμα γινόταν ακόμη λόγος για την ανάγκη αποκατάστασης της συνταγματική δομής της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάθως και για την αποκατάσταση της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Το Συμβούλιο Ασφαλείας ζητούσε την άμεση αποχώρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία όλου του ξένου στρατιωτικού προσωπικού το οποίο βρίσκεται εκεί αντίθετα προς τα διεθνώς συμφωνηθέντα, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου, του οποίου την αποχώρηση ζήτησε ο Μακάριος στις 2 Ιουλίου 1974.

Μερικοί απολογητές της τουρκικής «επέμβασης» άσκησαν δριμεία κριτική κατά του ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το χαρακτήρισαν αντιφατικό, γιατί από τη μια μιλούσε για αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και από την άλλη απαιτούσε τον τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης. Οι επικριτές προσποιούνταν, πως δεν έβλεπαν ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε χρέος να εκτιμήσει την τουρκική ενέργεια όχι μόνο κάτω από το πρίσμα της συνθήκης εγγύησης, αλλά γενικότερα κάτω από τη σκοπιά του Χάρτη του ΟΗΕ και του γενικού διεθνούς δικαίου. Οι απολογητές της Άγκυρας «λησμονούσαν» την απαγόρευση της εφαρμογής βίας – μια θεμελιακή αρχή η οποία οδήγησε τον ειδικό επιστήμναο Διενθνούς Δικαίου Theodor Veiter να χαρακτηρίσει διεθνές αδίκημα την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ανεξάρτητα από αυτό, η Άγκυρα δεν τήρησε και την ίδια τη συνθήκη εγγύησης. Αυτή στοιχειοθετούσε ατυχώς δικαίωμα μονομερούς επέμβασης, αλλά μόνο υπό ορισμένους όρους, οι οποίοι δε συνέτρεχαν στην προκείμενη περίπτωση. Η μονομερής ενέργεια προϋπέθετε σαφώς ότι δεν ήταν δυνατή «κοινή ή συμφωνημένη δραστηριότητα» των τριών εγγυητριών Δυνάμεων. Όμως η Άγκυρα διέταξε την εισβολή των στρατευμάτων της, χωρίς να προσπαθήσει προηγουμένως στα σοβαρά να επιτύχει μια σχετική συνεργασία με την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι κάποιες διαβουλεύσεις της Άγκυρας είχαν τον χαρακτήρα εξασφάλισης άλλοθι για το διεθνές αδίκημα. Μια συνεργασία με τη δημοκρατική Ελλάδα, η οποία άρχισε να χτίζεται στις 24 Ιουλίου 1974, ήταν νοητή. Αλλά ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ αρεσκόταν στο ρόλο του «νικητή τυς Κύπρου».

Η ‘Αγκυρα πραγματοποίησε το μακροχρόνιο σχέδιο της de facto διαίρεσης του νησιού. Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι έχασαν τις πατρογονικές εστίες τους. Οι πρόσφυγες αυτοί, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα του νησιού, αποτελούσαν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου. Οι αγνοούμενοι (1619) και οι εγκλωβισμένοι (20.000) υπογράμμιζαν την έκταση της κυπριακής τραγωδίας. Η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία άρχισαν να μεταβάλλουν τον δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού με συστηματικό αποικισμό από την Τουρκία.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών αντιτάχθηκε και μετά το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας της 20ης Ιουλίου 1974 επανειλημμένα στην προσπάθεαια δημιουργίας διαμελιστικών τετελεσμένων γεγονότων στην Μεγαλόνησο. Αλλά η Τουρκία δεν συμμορφώθηκε ούτε προς το γράμμα ούτε προς το πνεύμα των σχετικών ψηφισμάτων. Ακολούθησε μια πολιτική με δύο θεμελιακά χαρακτηριστικά: ό,τι «μετράει» είναι η δύναμη των όπλων (του τουρκικού στρατού εισβολής και κατοχής στον βορρά) – ανεξάρτητα από τα πληθυσμιακά δεδομένα «μετράει» η εξασφάλιση εδαφικών πλεονεκτημάτων. Στα πλαίσια αυτής της επεκτατικής «λογικής» της κατακράτησης αναλογικά διπλάσιου εδάφους δήθεν για το καλό μιας μειοψηφίας η Άγκυρα καταπάτησε κάθε αρχή δικαιοσύνης.

Πάρα ταύτα κατάφερε με τον καιρό να ξεχαστεί ή να «ξεχαστεί» από μεγάλο μέρος της διεθνούς πολιτικής ηγεσίας και διεθνούς κοινής γνώμης το στοιχειώδες γεγονός, πως οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν μειοψηφία, ενώ οι Ελληνοκύπριοι συνιστούν πλειοψηφία. Ο Αττίλας χώρισε βίαια δύο κοινότητες, που στο παρελθόν είχαν γνωρίσει, παρά τις όσες εθνικοθρησκευτικές αντιθέσεις, και εποχές ειρηνικής συνύπαρξης. Αυτή η εθνοκάθαρση δεν αντιμετωπίστηκε από τη διεθνή κοινότητα με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους