Ως τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα η ρωμαϊκή ηγεμονία δεν στηριζόταν ούτε στην υποδούλωση άλλων λαών ούτε στην είσπραξη φόρων από υποτελείς ούτε σε ιδανικά κοινής καταγωγής ή θρησκείας. Η ρωμαϊκή ομοσπονδία δεν ήταν παρά ένα σύστημα συμμαχιών που έθετε στη διάθεση της ηγεμόνιδος πόλης το σύνολο του στρατιωτικού δυναμικού της Ιταλίας για την καλύτερη εξυπηρέτηση της ρωμαϊκής πολιτικής.
Για να γίνει αντιληπτή η ιδιοτυπία του ρωμαϊκού επεκτατισμού καθώς και οι λόγοι για τους οποίους εξασφάλισε την απαραίτητη για την επικράτησή τους υποστήριξη της πλειονότητας των Ρωμαίων αλλά και μεγάλου μέρους των Ιταλών πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι οι αρχές και οι τάσεις του διαμορφώθηκαν από ένα στενό κύκλο ανδρών, για τους οποίους ο μόνος τρόπος να μην θυσιάσουν τα συμφέροντά τους προς όφελος των κατώτερων τάξεων ήταν να τους προσφέρουν την δυνατότητα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αποκατάστης πέρα από τα εκάστοτε σύνορα του κράτους.
Οι προσπάθειες των Ρωμαίων να αναγνωρισθούν ως ηγεμόνες της λατινικής ομοσπονδίας και η από κοινού με τους άλλους Λατίνους ίδρυση αποικιών μπορούν να θεωρηθούν τα πρώτα δείγματα του ρωμαϊκού επεκτατισμού. Ωστόσο το πρώτο ιστορικά εξακριβωμένο σύμπτωμα αποτελεί η καταστροφή των Ουηίων (396π.Χ.), των οποίων η χώρα προσαρτήθηκε και είτε κληρουχήθηκε σε Ρωμαίους ακτήμονες είτε εκμισθώθηκε ως δημόσια γη. Στο εξής η δήμευση της γης με συχνό επακόλουθο τον εξανδραποδισμό μέρους ή του συνόλου του παλαιού πληθυσμού αποτέλεσε μια από τις μεθόδους επέκτασης της Ρώμης.
Ο λατινικός πόλεμος καθέρωσε τρία νέα σχήματα υπαγωγής ή σύνδεσης με τη ρωμαϊκή πολιτεία: την παραχώρηση «τελείας» ή μη «πολιτείας» και την «επί ανίσων όρων συμμαχίαν». Από τις ηττημένες πόλεις ορισμένων η γη δημεύθηκε και των περισσότερων οι κάτοικοι έγιναν Ρωμαίοι πολίτες, άλλοι με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και άλλοι χωρίς τα δικαίωμα συμμετοχής στις ρωμαϊκές αρχαιρεσίες, είτε, ιδίως οι Λατίνοι, παρέμεναν σύμμαχοι των Ρωμαίων. Ο νέος συμμαχικός δεσμός διέφερε από την παλαιά λατινική συμμαχία, γιατί οι επιμέρους πόλεις δεν είχαν δικαιώμα να διατηρούν μεταξύ τους σχέσεις, αλλά συνδέονταν αποκλειστικά με τη Ρώμη, απέναντι στην οποία είχαν στρατιωτικές υποχρεώσεις.
Στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα με τους Καρχηδονιακούς πολέμους οι μορφές του ρωμαϊκού επεκτατισμού συμπληρώθηκαν με δύο νέα σχήματα, την επαρχία (provincia) και τις ελεύθερες πόλεις (civitates liberae et immunes), που μετέβαλαν την έως τότε συμμαχική υφή της ομοσπονδίας και επέτρεπαν την επέκταση του ρωμαϊκού κράτους πέρα από τα στενά όρια της Ιταλίας, στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας, η Σαρδηνία και η Κορσική δεν κατοικούνταν από πολίτες ανεξάρτητων πόλεων, αλλά από φόρου υποτελείς υπηκόους των Καρχηδονίων ή βασιλέων ελληνιστικού τύπου.
Οι Ρωμαίοι δεν ήθελαν και κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορούσαν να αλλάξουν αυτήν την κατάσταση. Έτσι διατήρησαν τη σχέση υποτέλειας κα επεκτείνοντας την έννοια του στρατιωτικής προέλευσης του όρου «provincia» από θέατρο επιχειρήσεων σε επαρχία, ανέθεσαν την διοίκηση των περιοχών αυτών σε Ρωμαίους άρχοντες, περιβεβλημένους με κρατική εξουσία.
Ωστόσο για να ανταμείψουν τις πόλεις που κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών τους είχαν παραδοθεί ή τους είχαν κατά κάποιο τρόπο βοηθήσει τις απήλλαξαν από κάθε φορολογία και τις ανακήρυξαν «ελεύθερες». Η δοτή όμως αυτή ελευθερία ήταν πρόσκαιρη και επισφαλής γιατί δεν στηριζόταν σε κυρίαρχο δικαίωμα της πόλης, αλλά οφειλόταν σε ευεργεσία των Ρωμαίων. Το ιδιότυπο είδος της προστατευτικής αυτής ελευθερίας δεν άργησαν να επεκτείνουν οι Ρωμαίοι και στις ελληνικές πόλεις των ανατολικών ακτών του Ιονίου που απήλλαξαν από την ιλλυρική πειρατεία.
Η συνοχή των διαφόρων αυτών τμημάτων του ρωμαϊκού κράτους, όπως απέδειξε η αποτυχία του Αννίβα να την διασπάσει, δεν βασιζόταν μόνο στην ωμή βία και στην αδίστακτη σκληρότητα με την οποία τιμωρήθηκαν όσοι πρόδωσαν «την Ρωμαίων πίστιν». Οι τέλειοι Ρωμαίοι πολίτες (οι πολίτες της πόλης της Ρώμης από γενιά σε γενιά) ήταν οι κατ’ εξοχήν κερδισμένοι από την ενίσχυση και την επέκταση του κράτους. Αλλά οι μη τέλειοι πολίτες είχαν κάθε συμφέρον να επιδείξουν αφοσίωση στη Ρώμη με τη ελπίδα ότι θα παραχωρηθεί και στις κοινότητες τους η «τέλεια πολιτεία».
Ανάλογη ήταν και η στάση των Ιταλών συμμάχων, για του οποίους ο συμμαχικός δεσμός αποτελούσε συχνά προκαταρτικό στάδιο για την ενσωμάτωση τους στη ρωμαϊκή πολιτεία. Εξαίρεση από αυτήν άποψη αποτελούσαν οι Ιταλιώτες ναυτικοί σύμμαχοι όσο και οι κάτοικοι των φόρου υποτελών ή ελέυθερων σικελικών πόλεων, γιατί τέτοια ήταν η προσκόλληση τους στον θεσμό της ελληνικής πόλεως ώστε θεωρούσαν την ενδεχόμενη μετατροπή τους σε Ρωμαίους πολίτες όχι ως ανταμοιβή αλλά ως τιμωρία.
Ωστόσο και μεταξύ τους τα αντιρρωμαϊκά κινήματα δεν υπήρξαν ούτε γενικά ούτε ομόθυμα, όχι μόνο γιατί συνάντησαν την αντίθεση των πλουσίων, που θεωρούσαν τους Ρωμαίους ως εγγυητές του κοινωνικού καθεστώτος, αλλά ακόμη περισσότερο γιατί η Ρώμη είχε κατά κανόνα σεβαστεί την εσωτερική αυτονομία των ελληνικών πόλεων, ενώ οι συμμαχικές ή φορολογικές επιβαρύνσεις κάθε άλλο παρά δυσβάστακτες ήταν.
Κατά τους Καρχηδονιακούς πολέμους διαμορφώθηκε επίσης και ο τρόπος με τον οποίοι οι Ρωμαίοι της ηγετικής τάξης αντιλαμβάνονταν τις σχέσεις τους με τις άλλες ανεξάρτητες δυνάμεις, με τις οποίες έρχονταν σε επαφή. Ο κυνισμός με τον οποίο απέσπασαν τη Σαρδηνία από τους Καρχηδόνιους τρία μόλις χρόνια μετά την συνθήκη φιλίας που έθεσε τέρμα στον πρώτο μεταξύ τους πόλεμο έδειχνε καθαρά ότι η πολυθρύλητη ρωμαϊκή «πίστη», όσον αφορά την εξωτερική πολιτική τουλάχιστον, ανήκε στη σφαίρα του μύθου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους