Στις 3/16 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφεται το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, το οποίο προβλέπει την πλήρη ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το τελικό αποτέλεσμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και δημιουργεί προσδοκίες για το νέο ελληνικό κράτος.

Ανάμεσα σε Έλληνες με κοινωνική συγκρότηση υπήρχε συναίνεση σχετικά με το ποιες πρέπει να είναι οι λειτουργίες του νεοσύστατου κράτους. Συναίνεση που είχε την προέλευση της στο κίνημα του ελληνικού διαφωτισμού, τη νεοελληνική πνευματική αναγέννηση του 18ου αιώνα, που τη χαρακτήριζε η αποδοχή της δυτικής παιδείας (γνώρισμα της οποίας ήταν ο σεβασμός προς την κλασική Ελλάδα) και η χρηματοδότηση της παιδείας αυτής για την βελτίωση των όρων κάτω από τους οποίους αναπτυσσόταν ο νέος ελληνισμός.
Συγκρινόμενοι με τους αρχαίους προγόνους τους οι σύγχρονοι Έλληνες έβγαιναν ασφαλώς μειωμένοι. Αν ήθελε κάποιος να δώσει απάντηση στο ερώτημα, γιατί υπήρχε αυτή η αντίθεση ανάμεσα στους Έλληνες της κλασικής εποχής και τους Έλληνες της τουρκοκρατίας, θα απέδιδε την αιτία στη διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις: την ελευθερία και τη δουλεία. Η ελευθερία ευνοεί κάθε καλό ενώ η σκλαβιά ωθεί τον άνθρωπο προς το χειρότερο.
Αν λοιπόν οι σύγχρονοι Έλληνες ήθελαν να φθάσουν το επίπεδο των προγόνων τους, αν ήθελαν να προσεγγίσουν την ηθική τους τελειότητα και την πνευματική δημιουργία, έπρεπε απαραιτήτως να ξανακερδίσουν την ελευθερία τους, πράγμα που σήμαινε απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και δημιουργία πολιτείας που θα εξασφάλιζε στους πολίτες της την προσωπική τους ελευθερία και στο ελληνικό έθνος στο σύνολό του τη δυνατότητα να ελέγχει και να κυριαρχεί στις τύχες του.
Δύο είναι οι τρόποι που προκρίθηκαν ως οι πλέον κατάλληλοι: η παιδεία και η ένοπλη εξέγερση. Το Γένος έπρεπε να τονώσει την εθνική του συνείδηση, όφειλε να αποδεχθεί τις ευθύνες του πολίτη μέσα σε μια ελεύθερη πολιτεία. Οι Έλληνες έπρεπε να διδαχθούν την ιστορία των προγόνων τους για να αντιληφθούν εντονότερα την απαθλίωση στην οποία ήταν βυθισμένοι και να εκτιμήσουν καλύτερα τις δυνατότητες που διέγραφε το μέλλον τους. Έπρεπε να μάθουν πως ο μόνος τρόπος για να επιτύχουν ήταν η εθνική χειραφέτηση, επίσης πως οι ανάγκες απαιτούσαν τον παραμερισμό των προσωπικών επιδιώξεων για χάρη των κοινών συμφερόντων.
Για το ίδιο το κράτος επικρατούσε η αντίληψη ότι ήταν απαραίτητο να καταστεί το όργανο για συνεχείς διεκδικήσεις τόσο στον πολιτικό όσο και στον τομέα της παιδείας όσο και σε ό,τι θα απέβλεπε στην οριστική εδαφική του δαμόρφωση. Όλοι προσέβλεπαν σε αυτό ως το κατεξοχήν μέσο που θα συντελούσε να καρποφορήσουν στο έπακρο οι αλλαγές, έστω και περιορισμένς, που είχαν επιτευχθεί στο πρόσφατο παρελθόν. Το θεωρούσαν επίσης ως μέσο κρούσης που θα αναλάμβανε να απελευθερώσει τους αλύτρωτους αδελφούς, αυτό που θα είχε επιδίωξή του να επεκτείνει τα γεωγραφικά του όρια για να συμπεριλάβει τις περιοχές εκείνες όπου υπήρχαν συγκεντρωμένοι ελληνικοί πληθυσμοί.
Με την παιδεία το κράτος θα μπορούσε να δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο που θα ενίσχυε και θα τόνωνε την εθνική συνείδηση, όχι μόνο μεταξύ των πολιτών του αλλά μεταξύ όλων των Ελλήνων απανταχού της γης. Αυτό θα όφειλε να παρακινήσει τους Έλληνες πολίτες να θεωρούν ως καθήκον επιτακτικό την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών τους να την τοποθετούν πέρα από τα δικά τους περιορισμένα συμφέροντα. Αυτό θα έπρεπε να κεντρίζει τους αλύτρωτους Έλληνες να αποβλέπουν στην ένωση με την Ελλάδα, τοποθετώντας τη πέρα από κάθε επιδίωξη για την προαγωγή των ατομικών συμφερόντων τους μέσα στα πλαίσια του οθωμανικού κράτους. Το κράτος όφειλε να προπαρασκευάσει τις απαραίτητες συνθήκες, ώστε να ευδοκιμήσει η ελληνική πολιτισμική δημιουργικότητα. Έπρεπε ακόμα να γίνει το πολιτισμικό κέντρο όλου του ελληνισμού.
Αναφορικά με τους πολιτικούς εσωτερικούς διακανονισμούς, το κράτος έπρεπε να ανταποκριθεί προς τα ευρωπαϊκά συνταγματικά δεδομένα, την ελευθερία του ατόμου, την λαϊκή κυριαρχία. Για να μπορέσει όμως να ανταποκριθεί στις υπέρμετρες αυτές επιδιώξεις του έπρεπε να αποκτήσει αποτελεσματική και αμερόληπτη διοίκηση ελεγχόμενη από το κέντρο, στην οποία θα ήταν υποταγμένοι ο στρατός, η εκκλησία και οι τοπικοί παράγοντες. Μια τέτοια πολιτική, διαπνεόμενη από το οξύ κριτικό πνεύμα, που είχε χαρακτηρίσει το λαϊκιστικό ρεύμα του ελληνικού διαφωτισμού απέναντι στις ελληνικές ηγετικές ομάδες, έπληττε ακριβώς τα κέντρα δυνάμεως των τελευταίων. Εντούτοις, οι αρχές που στήριζαν αυτό το τυπικό σχήμα ενέργειας ήταν τόσο ισχυρές, ώστε οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες, εναντίον των οποίων στρεφόταν, συνήθιζαν να επικρίνουν πολύ περισσότερο το χρόνο και τον τρόπο εφαρμογής του, όχι τις ίδιες τις αρχές.
Η γενική κατάσταση λοιπόν που επικρατούσε κατά την οθωνική περίοδο στη Ελλάδα ήταν η ακόλουθη: Οι δυτικομαθημένοι Έλληνες λόγιοι καθόριζαν τις αρχές της πολιτικής νομιμότητας, ακολουθώντας γραμμή ιδεαλιστική. Αυτές οι αρχές χρησίμευαν σαν ένα είδος οδηγού που βοηθούσε στην διαμόρφωση του πολιτεύματος. Όσοι πάλι ασκούσαν εξουσία, ενεργούσαν σύμφωνα με όσα φαίνονταν ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους και επίσης με ό,τι θεωρούσαν ως εφικτό. Ανέσυραν και διέσωσαν παραδοσιακές διαδικασίες που έγιναν ένα ανεπίσημο και εναλλακτικό σύστημα χωρίς να έχει τη σφραγίδα της νομιμότητας, το οποίο όμως ενισχυόταν από τη δύναμη της συνήθειας, συνεπικουρούμενο και από έναν αριθμό από ιδιάζουσες ευνοϊκές συνθήκες.
Ο λαός ακόμα και μέλη των ηγετικών ομάδων, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αναγκασμένοι καθώς ήταν να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με τους κανόνες του ανεπίσημου αυτού συστήματος για να μπορούν να ανταποκρίνονται στους κανόνες που καθόριζαν την εργασία και τις επαγγελματικές τους ασχολίες. Οι ίδιοι εντούτοις, θεωρούσαν ή έτειναν να θεωρούν τους κανόνες αυτούς στερημένους από κάθε νομιμότητα. Ταυτόχρονα, το κράτος είχε επωμισθεί έργα που ξεπερνούσαν τις δυνατότητές του. Αυτή ήταν μια αιτία που το καθιστούσε τρωτό και ευάλωτο απέναντι στους ίδιους τους πολίτες του δεδομένου ότι βρισκόταν σε αδυναμία να πραγματοποιήσει με επιτυχία τους στόχους του.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους