Μία νέα έρευνα δείχνει ότι η πίστη στο Θεό ενισχύεται, όταν σκέφτεται «τί θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά» και ιδιαίτερα όταν προβληματίζεται σχετικά με ένα σημαντικό γεγονός της ζωής του που δεν εξελίχθηκε τόσο θετικά.
Ουσιαστικά, η μελέτη αυτή δείχνει πώς οι πιστοί μπορούν να αντιληφθούν ενδείξεις που αφορούν στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις μέσω συνειδητών και ορθολογικών γνωστικών διαδικασιών.
Η Dr. Anneke Buffone, επικεφαλής-συγγραφέας της μελέτης, ξεκίνησε την έρευνά της σχετικά με αυτό το θέμα γιατί, όπως ισχυρίζεται, «της κέντρισε το ενδιαφέρον το ερώτημα του πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον Θεό ως ενεργό, αξιόπιστο και ασκούντα επιρροή στην καθημερινή τους ζωή. Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία πολλών ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, αντιλαμβάνεται τη θεϊκή ή την πνευματική επιρροή στη ζωή τους και έχουν ακλόνητη πίστη στο Θεό, ακόμα και στον σύγχρονο κόσμο μας, όπου πολλά μυστήρια του παρελθόντος έχουν επιστημονικά εξηγηθεί».
Αντιπραγματική σκέψη
Προκειμένου να εξετάσει αυτές τις αντιλήψεις, η ομάδα επικεντρώθηκε σε αντιπαραδείγματα σκέψης.
«Η υποθετική σκέψη, όταν δηλαδή φανταζόμαστε ότι η ζωή μας θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν δεν είχε συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός, φαίνεται να είναι ένας ισχυρός παράγοντας λόγω της επίδρασης που έχουν οι συναφείς συνδέσεις που κάνουμε μεταξύ των γεγονότων που φαίνεται να έχουν μεγαλύτερο νόημα για εμάς όπως και την πεποίθηση ‘ήταν γραφτό να γίνει’», υποστηρίζει η Buffone. Προσθέτει επίσης: «Εμείς συγκεκριμένα διερευνήσαμε πώς η αντιπραγματική σκέψη, δηλαδή οι σκέψεις μας για το πώς η ζωή μας θα μπορούσε να είναι χειρότερη αν δεν είχε συμβεί ένα σημαντικό γεγονός, μπορεί να είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι πιστοί αντιλαμβάνονται ενδείξεις για την ύπαρξη ενός Θεού που ενεργεί για δικό τους όφελος».
Στην πρώτη μελέτη τους, ζητήθηκε από 280 προπτυχιακούς φοιτητές να γράψουν μία εργασία στην οποία περιέγραψαν ένα σημαντικό θετικό ή αρνητικό γεγονός της ζωής από το παρελθόν τους. Στη συνέχεια είπαν στο 1/3 των συμμετεχόντων να σκεφτεί πώς η ζωή τους θα μπορούσε να είναι καλύτερη, στο 1/3 ζητήθηκε να φανταστεί πώς η ζωή τους θα μπορούσε να είναι χειρότερη και στο υπόλοιπο ζητήθηκε απλώς να περιγράψουν το γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια. Μετά από αυτή την άσκηση οι συμμετέχοντες απάντησαν σε μια σειρά ερωτήσεων που σχετίζονταν με τη δύναμη των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, συμπεριλαμβανομένων της πίστης, της συμπεριφοράς, καθώς και πόσο αισθάνθηκαν την επιρροή του Θεού.
«Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η αντιπραγματική σκέψη οδηγεί τους πιστούς να πιστεύουν ότι το γεγονός δεν συνέβη από τύχη και μόνο και τους οδηγεί στην αναζήτηση μιας πηγής προέλευσης, που σε αυτή την περίπτωση είναι ο Θεός. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην αύξηση της θρησκευτικής τους πίστης», λέει η Buffone.
Οι συγγραφείς ανακάλυψαν ότι οι επιδράσεις ήταν εντονότερες όταν οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τα γεγονότα με βάση μια κάθετη αντιπραγματική κατεύθυνση, δηλαδή, όταν πίστευαν πως η ζωή τους θα ήταν χειρότερη αν δεν είχε συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός.
Η ομάδα πραγματοποίησε επίσης μια δεύτερη μελέτη με μια μη-κολεγιακή ομάδα, αποτελούμενη από 99 ανθρώπους που πέρασαν από την ίδια διαδικασία, γράφοντας μία μία παρόμοια εργασία και απαντώντας σε ένα ερωτηματολόγιο, όπως και στην προηγούμενη μελέτη. Τα αποτελέσματα από αυτή τη δεύτερη μελέτη ήταν σύμφωνα με αυτά της πρώτης μελέτης.
Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν τους περιορισμούς της μελέτης, λόγω ότι αξιοποίησαν στοιχεία με βάση πληθυσμιακά δείγματα από τις ΗΠΑ.
«Ορισμένες διαδεδομένες θρησκείες δεν πιστεύουν σε κάποια θεότητα ή δεν πιστεύουν σε μία μόνο θεότητα και είναι ασαφές κατά πόσον μπορεί να διαφέρουν τα αποτελέσματα της χρήσης της αντιπραγματικής σκέψης, σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μεταξύ των μονοθεϊστικών και πολυθεϊστικών θρησκειών, καθώς και μεταξύ των διαφόρων θρησκειών γενικότερα», δήλωσε η Buffone .
Προσθέτει επίσης: «Επιπλέον, τα άτομα που πιστεύουν ότι ο Θεός παρεμβαίνει συχνά στις ανθρώπινες υποθέσεις, πιθανότατα να επηρεαστούν περισσότερο από την αντιπραγματική αντανάκλαση από εκείνους που πιστεύουν ότι ο Θεός παρεμβαίνει σπάνια (ή ποτέ)».
«Βασικά, ελπίζω ότι η έρευνα αυτή θα βοηθήσει τους πιστούς αλλά και τους μη πιστούς να κατανοήσουν τις γνωστικές διαδικασίες που εμπλέκονται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις», λέει η Buffone. Συνοψίζει λέγοντας ότι: «η θρησκευτική πίστη δεν πρέπει να εδράζεται στην τυφλή αποδοχή δογμάτων ή γραφών, αλλά μπορεί να εκπίπτει και από λογικές διεργασίες συλλογιστικής. Από επιστημονική άποψη το έργο αυτό εξηγεί πώς μπορεί να επικρατήσει η θρησκευτική πίστη παρά την έλλειψη απτών, φυσικών στοιχείων για τους θρησκευτικούς ισχυρισμούς».