Υπό την ονομασία «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» φέρεται μυστική οργάνωση στρατιωτικών που έδρασε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, με αποκορύφωμα το κίνημα στο Γουδί στις 15 Αυγούστου 1909, με αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα, τη διοίκηση, τη δημοσιονομική πολιτική, τη δικαιοσύνη και την παιδεία. Διαλύθηκε στις 15 Μαρτίου του 1910 έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του.

Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» γεννήθηκε από τη σύμπραξη μιας ομάδας υπαξιωματικών υπό τον ταγματάρχη Γεώργιο Σ. Καραϊσκάκη, εγγονό του στρατηγού της Ρούμελης, και μιας ομάδας κατώτερων αξιωματικών υπό τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Επαμεινώνδα (Παμμίκο) Ζυμβρακάκη. Η ομάδα των υπαξιωματικών ιδρύθηκε πρώτη (συμμετείχαν σε αυτήν μεταξύ άλλων και οι Νικόλαος Πλαστήρας και Γεώργιος Κονδύλης) και είχε ως αιχμή επαγγελματικά αιτήματα.
Η ομάδα των «λοχαγών» ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1908 με έναν πυρήνα περί τους υπολοχαγούς Θεόδωρο Πάγκαλο και Χρήστο Χατζημιχάλη. Αυτοί, υπέγραψαν το πρώτο πρωτόκολλο του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Ο Σύνδεσμος ήλθε σε επαφή με τον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» με επκεφαλής τον Γ. Καραϊσκάκη, αλλά και με την ομάδα υπό τον ίλαρχο Παύλο Ζυμβρακάκη και έτσι άρχισε η ραγδαία επέκτασή της. Στις 25 Ιουνίου, 181 αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη για τη σύνταξη προγραμματικών αρχών. Η διαρροή της είδησης προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, ενώ οι κατευναστικές προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία δηλώσεις (σχετικά με το Κρητικό και το Μακεδονικό) της κυβέρνησης Ράλλη προκάλεσαν την οργή του Συνδέσμου.
Το κίνημα στο Γουδί
Τη νύχτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου 1909 συγκεντρώθηκαν στους πρόποδες του Υμηττού, στους στρατώνες στο Γουδί, 250 αξιωματικοί και 2.000 περίπου οπλίτες, κατά τον Αλέξανδρο Μαζαράκη ή 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες, κατά τον Ασπρέα, καθώς και μερικοί χωροφύλακες και πολίτες και διακήρυξαν χωρίς ιδιαίτερη μυστικότητα την αντίθεσή τους προς την κυβέρνηση, υποστηρίζοντας το πρόγραμμα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», που τους είχε παρακαλέσει να συμπαρασταθούν στους στόχους του.
Το πρόγραμμα αυτό διατυπωμένο σε ήπιο τόνο για «επαναστατική» προκήρυξη εξέφραζε γενικές αρχές για την βελτίωση των ένοπλων δυνάμεων, της διοίκησης και της παιδείας, καθώς και για την κατάργηση της «απαίσιας συναλλαγής», ευχές που έβρισκαν σύμφωνο το σύνολο των Ελλήνων. Ο Στρατιωτικός σύνδεσμος δεν επιθυμούσε την κατάργηση της δυναστείας, ή την αντικατάσταση του βασιλιά, την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας, αλλαγή του συντάγματος, την κατάργηση της κυβέρνησης, την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών του στρατού ή του ναυτικού.
Το πρωί της 15ης Αυγούστου ο λαός της πρωτεύουσας αφυπνιζόταν με έκπληξη από την αναγγελία του κινήματος. Ακόμη και τα ανάκτορα και η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν είχαν προβλέψει τόσο ριζική ενέργεια από τους στρατιωτικούς. Πολλοί αναρωτήθηκαν την στιγμή εκείνη για την ταυτότητα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και τους πραγματικούς στόχους της ηγεσίας του. Οι περισσότεροι προτίμησαν να περιμένουν την έκβαση της αναμέτρησης των κινηματιών με την εξουσία πριν πάρουν θέση.
Το κίνημα της 15ης Αυγούστου 1909 συνάντησε ελάχιστη αντίσταση. Αξιωματικοί προσκείμενοι στα ανάκτορα όπως ο αντισυνταγματάρχης Λ. Μεταξάς, οι λοχαγοί Καλλίνσκης και Ροΐδης και οι υπολοχαγοί Δημόπουλος και Βάσσος τέθηκαν υπό περιορισμό, ενώ ένα απόσπασμα ναυτών, που η κυβέρνηση έφερε στην πρωτεύουσα για τη διατήρηση της τάξης, προσχώρησε στο κίνημα. Η φρουρά της Χαλκίδας άρχισε να βαδίζει προς την Αθήνα για να ενωθεί με τις δυνάμεις του Γουδί.
Οι ίδιοι οι αξιωματικοί χαρακτήριζαν την ενέργειά τους επανάσταση, και μάλιστα αστική. Μολονότι το περιεχόμενο της ελληνικής αστικής τάξης δεν έχει προσδιορισθεί με ακριβεία, αν υποτεθεί ότι η αστική αυτή τάξη συνεργάστηκε με τις ένοπλες δυνάμεις για να επιβληθεί πολιτικά, εναντίον ποιας τάχα καθεστικυίας τάξης κινήθηκε; Οι λεγόμενοι «παλαιοκομματικοί» της Βουλής, που έγιναν ο πρώτος στόχος των κινηματιών δεν ήταν μέλη κάποιας γαιοκτητικής αριστοκρατίας, αλλά εκπρόσωποι της αστικής ή μεγαλοαστικής κυρίως τάξης, που συνέβαινε κάποτε να κατέχουν και μεγάλες κτηματικές περιουσίες.
Ο ρόλος των συντεχνιών και η συνεργασία τους με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο έχει ενισχύσει την άποψη περί αστικής επανάστασης, όμως, σύμφωνα με τον Γ. Δερτιλή, ο όρος συντεχνία μπορεί να έχει ένα ιστορικό παρελθόν που θυμίζει τη γέννηση της αστικής τάξης στη Δύση, αλλά στην Ελλάδα χρησιμοποιόταν όταν πια είχε ήδη αναπτυχθεί μια κοινωνία πολύ διαφορετική από τις δυτικές φεουδαρχικές κοινωνίες του Μεσαίωνα, και μάλιστα με επαγγελματικές ομάδες τυπικά μικροαστικής προέλευσης. Το μόνο επαγγελματικό σωματείο που απουσίαζε σκόπιμα από τη διαδήλωση συμπαράστασης της 14ης Σεπτεμβρίου ήταν ο Δικηγορικός Σύλλογος, οργάνωση με καθαρά αστική σύνθεση.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τον λαϊκό ενθουσιασμό για το κίνημα τον συμμερίστηκαν ιδιαίτερα οι μεγάλοι και μεσαίοι αστοί που γνώριζαν ότι κάθε κοινωνική αναστάτωση βλάπτει την ομαλότητα. Η σύνθεση της Βουλής κάθε άλλο παρά πιστοποιεί την απουσία των αστών από την πολιτική εξουσία, ώστε να χρεαθσεί η τάξη αυτή να αγωνισθεί για να την κατακτήσει.
Το κίνημα έγινε δεκτό από τον διεθνή τύπο με αρνητικά σχόλια. Το αποκαλούσαν κακή απομίμηση του κινήματος των Νεοτούρκων, με λίγες ελπίδες επιτυχίας και τόνιζαν τους κινδύνους που θα προέκυπταν από μια ενθρόνιση ή παραίτηση του Γεωργίου. Είναι φανερό ότι η ανησυχία αυτή οφειλόταν στο φόβο των εκπροσώπων του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν πια σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της και ότι η αποχώρηση του βασιλιά θα σήμαινε την απώλεια της σημαντικότερης εγγύησης σταθερότητας.
Εφόσον μέσα στον σύνδεσμο επικράτησε η άποψη της διατήρηση της βουλής και η αποφυγή της στρατιωτικής δικτατορίας, η στροφή προς τον λαό έγινε απαραίτητη όχι μόνο για να μειωθεί η εχθρική προς τον Σύνδεσμο επιρροή των κομμάτων, αλλά και για να αντιληφθούν τα ανάκτορα ότι λύση άλλη από την συνεργασία με τους αξιωματικούς δεν υπήρχε. Η δυσαρέσκεια του θρόνου, αν και δεν ήταν απροκάλυπτη, αποτελούσε πάντοτε κίνδυνο για την οργάνωση που είχε υποχρεώσει τον διάδοχο και τους πρίγκιπες να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στρατό και το ναυτικό.
Όπως αποδείχθηκε από τις εκδηλώσεις που Πατρινοί και Κερκυραίοι επιφύλαξαν στο διάδοχο (περαστικό από τον τόπο τους με κατεύθυνση το εξωτερικό, όπου θα έμενε με τρίμηνη άδεια), η δημοτικότητα του Συνδέσμου έξω από την πρωτεύουσα δεν ήταν ανάλογη με εκείνη του θρόνου. Το λαϊκό συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου οργανώθηκε σκόπιμα από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο σε συνεννόηση με τους συλλόγους και τις συντεχνίες που έλαβαν μέρος.

Η αδυναμία, όμως, του Στρατιωτικού Συνδέσμου να βρει ανάμεσα στους ηγέτες των παλαιών κομμάτων κατάλληλο εκφραστή των αναγεννητικών σκοπών του, τον οδήγησε στην αναζήτηση ενός «από μηχανής θεού». Αυτός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος που πρωταγωνίστησε στην Επανάσταση των Κρητικών στο Θέρισο Χανίων. Η σκέψη της συνεργασίας του Συνδέσμου με τον Βενιζέλο είχε προωθηθεί από αντιπρόσωπο των νέων αξιωματικών στις πρώτες κιόλας κοινές συνεδριάσεις των «ανθυπολοχαγών-υπολοχαγών» και των «λοχαγών». Η πρόταση όμως δεν έγινε ευνοϊκά αποδεκτή τότε από τους «λοχαγούς».
Τον Αύγουστο ο ίδιος ο Βενιζέλος με ανώνυμα άρθρα του στον «Κήρυκα» Χανίων υποστήριξε την ανάγκη στρατιωτικής επέμβασης στην ελληνική πολιτική, και αργότερα την επιβολή προσωρινής δικτατορίας, η οποία, αφού πραγματοποιούσε το ανορθωτικό της πρόγραμμα, θα έπρεπε να προκηρύξει εκλογές.
Τον Οκτώβριο ο υπολοχαγός Κονταράτος εξουσιοδοτήθηκε από την διοικούσα επιτροπή να βολιδοσκοπήσει τον Βενιζέλο για πιθανές επαφές με τον Σύνδεσμο. Έτσι άρχισε η επικοινωνία των αξιωματικών με τον Κρητικό Επαναστάτη, που τον οδήγησε στην πρωθυπουργία ένα χρόνο περίπου αργότερα. Τον Δεκέμβριο του 1909, στηριγμένοι σε ανεπαρκείς πληροφορίες γι΄αυτόν, οι αξιωματικοί του Συνδέσμου είχαν ήδη δημιουργήσει κλίμα προσδοκιών, που ευνόησε την άνοδό του στην εξουσία. Στις 28 του ίδιου μήνα έφθασε στον Πειραιά, με το ατμόπλοιο «Σιγκαπούρη», συνοδευόμενος από τον πολιτευτή Κρήτης Κωνσταντίνο Μάνο. Με τον ερχομό του Βενιζέλου τελειώνει ουσιαστικά η περίοδος των πρωτοβουλιών του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Εληνικού Έθνους