Ο Νίκος Σαμψών ήταν Ελληνοκύπριος δημοσιογράφος, μέλος της ΕΟΚΑ, εκδότης, αρχηγός παραστρατιωτικής οργάνωσης και πολιτικός.
Ο Νίκος Σαμψών ήταν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής (Αττίλας 1) ο πρόεδρος της Κύπρου. Το 1997 έδωσε συνέντευξη στο αθηναϊκό κανάλι NEW CHANNEL αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της Κυπριακής τραγωδίας. Το κυπριακό ζήτημα δεν θα λυθεί με συνομιλίες δηλώνει στο τέλος της συνέντευξης του.
Έμεινε γνωστός κυρίως για το γεγονός ότι υπήρξε διορισμένος πρόεδρος της Κύπρου για οκτώ ημέρες από τους Ελλαδίτες πραξικοπηματίες της 15ης Ιουλίου του 1974 όταν αυτοί ανέτρεψαν τον νόμιμα εκλεγμένο Πρόεδρο Μακάριο.
Το πραξικόπημα απετέλεσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή που πραγματοποιήθηκε πέντε ημέρες αργότερα. Για την ενέργεια του να αποδεχτεί τον διορισμό του στην προεδρία από τις πραξικοπηματικές δυνάμεις, ο Σαμψών καταδικάστηκε το 1976 από την δικαιοσύνη σε εικοσαετή φυλάκιση, από την οποία εξέτισε μικρό μέρος καθώς αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου αποφάσισε την αποφυλάκιση του. Ενδιάμεσα, είχε παραμείνει για αρκετά χρόνια στο εξωτερικό.
Πραξικόπημα και ανάληψη της προεδρίας
Κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, στη Κύπρο, το οποίο είχε οργανώσει ο Δημήτριος Ιωαννίδης, τότε αφανής επικεφαλής της χούντας στην Αθήνα, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, συνεπικουρούμενες από μέλη της ΕΟΚΑ Β’ , έφεδρους αξιωματικούς και άλλες αντιμακαριακές δυνάμεις μετά την αρχική επικράτηση του πραξικοπήματος, έπειτα από σύντομες αλλά σφοδρές μάχες σε ολόκληρη την Κύπρο, ανέτρεψαν τον Μακάριο ο οποίος κατέφυγε αρχικά στην Πάφο και από εκεί μετέβη στο εξωτερικό. Το όλο εγχείρημα της ανατροπής του Μακαρίου, είχε, κατά τα φαινόμενα, την ενθάρρυνση της CIA και του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών υπό τον Χένρυ Κίσινγκερ.
Αν και το όνομα του Σαμψών δεν συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα σε αυτά των υποψηφίων αντικαταστατών του Μακαρίου, η εξαφάνιση του Γλαύκου Κληρίδη με το που ξεκίνησαν οι πρώτες μάχες, η απουσία στο εξωτερικό του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη και η άρνηση του Ζήνωνα Σεβέρη, οδήγησαν τον ταξίαρχο Γεωργίτση να αναθέσει, βιαστικά, στον Σαμψών την προεδρία της Κύπρου. Δύο χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης του, ο Σαμψών υποστήριξε ότι δέχτηκε να αναλάβει την προεδρία επειδή νόμιζε πως ο Μακάριος ήταν νεκρός, όπως άλλωστε είχε διαδοθεί, μετά την σφοδρή επίθεση των πραξικοπηματιών εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου το πρωί της 15ης Ιουλίου.
Η επιλογή του Σαμψών από τους πραξικοπηματίες δεν ήταν τυχαία, αφού ο ίδιος απολάμβανε της πλήρους εμπιστοσύνης τους καθώς είχε, από χρόνια, αναπτύξει στενές επαφές με στελέχη της χούντας των Αθηνών, με πράκτορες της ΚΥΠ αλλά και με Ελλαδίτες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο. Εξάλλου, εκείνη την ημέρα, μετά τις πρώτες συγκρούσεις, οπότε και κατέστη σαφές ποια πλευρά θα επικρατούσε, μετέβη, όπως άλλωστε και άλλοι αντιμακαριακοί παράγοντες, στην έδρα του ΓΕΕΦ με σκοπό να συνδράμει τους πραξικοπηματίες. Μάλιστα, φέρεται να αναζήτησε για λογαριασμό τους κάποια από τα πρόσωπα που προορίζονταν για αντικαταστάτες του Μακαρίου.
Ο Σαμψών ορκίστηκε την ίδια ημέρα από τον, καθαιρεμένο από την Μείζονα Ιερά Σύνοδο, Γεννάδιο και στη συνέχεια προχώρησε σε διάγγελμα προς τον λαό όπου μεταξύ άλλων κατηγορούσε τον Μακάριο, δικαιολογούσε το πραξικόπημα ισχυριζόμενος ότι ο στρατός αναγκάστηκε να επέμβει λόγω εσωτερικών πολιτικών ανωμαλιών ενώ τόνιζε ότι αναλάμβανε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια τα νέα του καθήκοντα και πως στόχος του ήταν η αποκατάσταση του νόμου και της τάξεως, η ηρεμία στους κόλπους της κυπριακής εκκλησίας, η άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων όλων των κοινωνικών τάξεων, η συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού μέσω ενισχυμένων διακοινοτικών συνομιλιών καθώς και η προκήρυξη ελεύθερων εκλογών σε ορίζοντα ενός έτους.
Αμέσως μετά την οριστική επικράτηση των πραξικοπηματιών, ο Νίκος Σαμψών εκμεταλλευόμενος τη θέση του πέτυχε να προστατεύσει αρκετούς υποστηρικτές του Μακαρίου αποτρέποντας ακόμα και δολοφονίες ενώ κατά τις παραμονές της εισβολής και με τον πόλεμο να πλανάται πάνω από την Κύπρο πρότεινε γενική επιστράτευση η οποία όμως απορρίφθηκε από τον ταξίαρχο Γεωργίτση με το σκεπτικό να μην προκληθεί η Τουρκία. Παράλληλα, προσπάθησε να κατευνάσει τους φόβους της διεθνούς κοινής γνώμης για τις εξελίξεις καθώς και να πείσει την τουρκοκυπριακή κοινότητα πως το καθεστώς δεν αποτελούσε απειλή για αυτούς, με την ελπίδα πως με αυτόν τον τρόπο θα απέκλειε το ενδεχόμενο τουρκικής επέμβασης.
Η τουρκική εισβολή
Όμως, με την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής φάνηκε ότι η στηριζόμενη και επιβαλλόμενη από τις πραξικοπηματικές δυνάμεις, κυβέρνηση Σαμψών, δεν ενέπνεε την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη που θα χρειαζόταν σε περίοδο εθνικής κρίσης. Συγκεκριμένα, αρκετοί αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα ενώ άλλοι, κυρίως τις πρώτες ώρες, είδαν την εισβολή ως ευκαιρία για να καταρρεύσει η πραξικοπηματική κυβέρνηση. Συν τοις άλλοις, ο Σαμψών ως προσωπικότητα δεν διέθετε κύρος στο εξωτερικό και η τοποθέτησή του στην θέση του προέδρου χαρακτηρίστηκε προκλητική: στην Αγγλία λόγω της έντονης δράσης του την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ είχε τη φήμη του δολοφόνου και εκτελεστή Άγγλων ενώ ήταν για τους Τούρκους μισητή προσωπικότητα κυρίως εξαιτίας των γεγονότων στην Ομορφίτα τον Δεκέμβριο του 1963.
Τελικά, την 23η Ιουλίου, με τα τουρκικά στρατεύματα να κατέχουν την Κερύνεια, την Εθνική Φρουρά και την ΕΛΔΥΚ να έχουν αποτύχει να εξαλείψουν τον ισχυρό θύλακα Κιόνελι – Αγύρτας και την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός σε ισχύ (συμφωνία την οποία όμως δεν σεβάστηκε η τουρκική πλευρά συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις) ο Σαμψών αναγκάστηκε, υπό το βάρος των εξελίξεων, να παραιτηθεί και να παραδώσει την προεδρία στον πρόεδρο της βουλής των αντιπροσώπων, Γλαύκο Κληρίδη, ως νόμιμο αναπληρωτή μέχρι την επιστροφή του Μακάριου (την ίδια ημέρα κατέρρεε και στην Αθήνα η χούντα των Συνταγματαρχών και αποφάσιζε να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς). Μετά την παραίτησή του, ο Σαμψών, προχώρησε μέσω ραδιοφώνου σε νέο διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό όπου τόνιζε μεταξύ άλλων πως μέσω της «επανάστασης» (όπως χαρακτήρισε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου) έπεσε το προσωποπαγές καθεστώς του Μακαρίου, αποκάλεσε την τουρκική εισβολή άνανδρη και ισχυρίστηκε πως ανέλαβε την προεδρία όχι από προσωπική φιλοδοξία αλλά για να αποτρέψει τον εμφύλιο και να ενώσει ψυχικά τον λαό. Τέλος, ανέφερε πως είχε τη συνείδησή του ήσυχη και πως η παραίτησή του ήταν προέκταση της όλης προσφοράς του.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Σαμψών θεωρείτο από τους πραξικοπηματίες προσωρινή λύση ανάγκης, ενώ ταυτόχρονα η θέση του επιβαρυνόταν και από τις αρνητικές αναφορές από τα ξένα ΜΜΕ.
Η σύλληψη και η δίκη του Σαμψών
Μετά την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο, τον Δεκέμβριο του 1974, ο Νίκος Σαμψών δεν δικάστηκε άμεσα καθώς ίσχυε η προφορική αμνηστεία την οποία παραχώρησε ο Κύπριος ιεράρχης και πολιτικός. Παρόλα αυτά, την 30ή Οκτωβρίου του 1975, εγκρίθηκε ψήφισμα, βάση του οποίου θα διώκονταν οι «αμετανόητοι» για τα γεγονότα του πραξικοπήματος αλλά και όσοι συνέχιζαν τη δράση τους (όπως π. χ. η ΕΟΚΑ Β’, η οποία υφίστατο μέχρι και το 1978). Οι δηλώσεις του Σαμψών κατά τη διάρκεια μνημοσύνου για τον Γρίβα τον Ιανουάριο του 1976 απετέλεσαν την αφορμή για την έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του με αποτέλεσμα αρχικά την κλήση του από την Αστυνομία και την επιβολή απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα (3 Φεβρουαρίου) και εν συνεχεία τη σύλληψή του στις 16 Μαρτίου του 1976.
Στις 27 Απριλίου το επαρχιακό δικαστήριο της Λευκωσίας αποφάσισε την απευθείας παραπομπή του σε κακουργιοδικείο έπειτα από εισήγηση της εισαγγελίας για αποφυγή της διαδικασίας της προανάκρισης, κάτι που δέχτηκε και ο ίδιος ο Σαμψών, ο οποίος παρουσιάστηκε στη δίκη χωρίς συνήγορο αφού κανένας δικηγόρος δεν είχε δεχτεί να αναλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή την υπεράσπισή του. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, έξω από τον χώρο των δικαστηρίων σημειώθηκαν άγριες συμπλοκές μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του κατηγορουμένου ενώ η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη πέντε υποστηρικτών (οι τέσσερις εκ των οποίων ήταν γυναίκες) του Σαμψών με την κατηγορία ότι συμπεριφέρθηκαν απρεπώς και ότι εξύβρισαν τον πρόεδρο της δημοκρατίας, Μακάριο.
Η δίκη του Σαμψών, την υπεράσπιση του οποίου ανέλαβε τελικά ο Μανώλης Χριστοφίδης, συνεχίστηκε από την 21η Ιουλίου στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, το οποίο εξέδωσε κατά την 31η Αυγούστου 1976 την ετυμηγορία του, τονίζοντας πως ο κατηγορούμενος δεν δικαζόταν για τα πιστεύω του αλλά για τις πράξεις του: το δικαστήριο απεφάνθη πως ο Νίκος Σαμψών κρίθηκε ένοχος για συνεργασία σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και για σφετερισμό του αξιώματος του προέδρου της δημοκρατίας κατά το διάστημα από τις 15 μέχρι και τις 23 Ιουλίου του 1974, κατηγορίες τις οποίες είχε αποδεχτεί και ο ίδιος, και του επιβλήθηκε εικοσαετής ποινή φυλάκισης με βάση τα άρθρα 20, 21 και 40 του ποινικού κώδικα ενώ η απόφαση δεν εφεσιβλήθη. Νωρίτερα, ο Σαμψών είχε δηλώσει στο δικαστήριο πως δεν μετάνιωνε για τις πράξεις του και πως έδρασε με γνώμονα την εξυπηρέτηση της πατρίδας.
Μετάβαση και παραμονή στο εξωτερικό
Περίπου τρία χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1979, με διάταγμα του τότε προέδρου της κυπριακής δημοκρατίας, Σπύρου Κυπριανού, πραγματοποιήθηκε προσωρινή αναστολή της ποινής του Σαμψών για λόγους υγείας. Συγκεκριμένα, έπειτα από εξέταση στην οποία υποβλήθηκε από γιατρούς από την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και την Κύπρο, διαγνώστηκε επιδείνωση της υγείας του (ο Σαμψών υπέφερε από αιμοπτύσεις) και κρίθηκε απαραίτητη η άμεση μετάβασή του σε κλινική του εξωτερικού για θεραπεία.
Η αναστολή της ποινής είχε αρχικά εξάμηνη διάρκεια, η οποία στην πορεία διπλασιάστηκε, και έγινε αφού πρώτα ο Σαμψών υπέγραψε δήλωση με την οποία υποχρεούτο μετά την απόλυσή του από τις φυλακές να εγκαταλείψει άμεσα την Κύπρο και να μην επανέλθει μέχρι την αποπεράτωση της θεραπείας και να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του με την επιστροφή του από το εξωτερικό, μετά την αποθεραπεία.
Ο Σαμψών μετέβη αρχικά για ιατρική παρακολούθηση στο Μόναχο της Δυτικής Γερμανίας και αργότερα στη Γαλλία όπου και παρέμεινε ως το 1990 παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού είχε άρει από τον Δεκέμβριο του 1980 το διάταγμα της προσωρινής αναστολής που του είχε παρασχεθεί το 1979 και ταυτόχρονα τον καλούσε να επιστρέψει στην Κύπρο για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η κυπριακή κυβέρνηση, ο Σαμψών στο διάστημα της μέχρι τότε απουσίας του όχι μόνο δεν είχε υποβληθεί σε θεραπεία αλλά ταυτόχρονα συνδεόταν (σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της κυπριακής κυβέρνησης) και με παράνομες δραστηριότητες.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι την 17η Ιουλίου 1974, τρεις ημέρες πριν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μυστική συνάντηση μεταξύ του Μακαρίου και Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Επιστροφή στην Κύπρο
Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Σαμψών τέθηκε υπό κράτηση. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφασίσει την αποφυλάκιση του, έτσι στις 22 Μαρτίου 1992 του απονεμήθηκε χάρη του υπολοίπου της ποινής του, από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργο Βασιλείου. Μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στον δημοσιογραφικό χώρο συνεχίζοντας την έκδοση των εφημερίδων του, που είχε ξεκινήσει από παλαιότερα, δύο ημερησίων, της «Μάχης» και της «Νίκης», και μίας εβδομαδιαίας, του «Θάρρους».
Θάνατος
Ο Νίκος Σαμψών απεβίωσε σε ηλικία 66 ετών, την Τετάρτη 9 Μαΐου 2001 έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, σε κλινική της Λευκωσίας όπου νοσηλευόταν. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στα γραφεία της εφημερίδας «Μάχη», γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του ΑΚΕΛ που με ανακοίνωση υποστήριξε πως ο Σαμψών λόγω της συμπεριφοράς του κατά το πραξικόπημα δεν άξιζε την τιμή λαϊκού προσκυνήματος. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την 12η Μαΐου στον Ι. Ν. της Παναγίας Ευαγγελίστριας στην Παλλουριώτισσα υπό την παρουσία πλήθους κόσμου ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ Νίκος Αναστασιάδης καθώς και αρκετοί βουλευτές και στελέχη του κόμματος ενώ στη νεκρώσιμο ακολουθία χοροστάτησε ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α’.
Ήταν παντρεμένος με τη Βέρα Φεσσά με την οποία απέκτησε έναν γιο και μια κόρη. Ο γιος του Σωτήρης Σαμψών είναι αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ και πρώην βουλευτής Αμμοχώστου.