Ο Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968)

Ο Γεώργιος Παπανδρέου (13 Φεβρουαρίου 1888 – 1 Νοεμβρίου 1968) υπήρξε μία από τις πιο επιφανείς προσωπικότητες της νεώτερης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Πατέρας του Ανδρέα Παπανδρέου, του Γεωργίου Γ. Παπανδρέου (με την Κυβέλη Ανδριανού) και παππούς του Γεωργίου Α. Παπανδρέου. Διετέλεσε τρεις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας (1944-1945, 1963, 1964-1965), Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης τα χρόνια 1950-1952 και πολλές φορές Υπουργός, με πρώτη υπουργική θητεία στην επαναστατική κυβέρνηση του 1922. Υπήρξε φίλος, συνεργάτης και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Απέκτησε το προσωνύμιο «Γέρος της Δημοκρατίας».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου
Ο Γεώργιος Παπανδρέου

Ο Βίος του Γεωργίου Παπανδρέου

Ο Γεώργιος Παπανδρέου γεννήθηκε ως Γεώργιος Σταυρόπουλος στο Καλέντζι Αχαΐας το 1888 και ήταν το τρίτο παιδί του  πρωτοπρεσβύτερου Ανδρέα Σταυρόπουλου και της συζύγου του Παγώνας, κατά άλλους  γεννήθηκε στο χωριό Αγία Μαρίνα που ήταν τότε οικισμός του Καλεντζίου. Δε γνώρισε τη μητέρα του, η οποία απεβίωσε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Ο θείος του, Νικόλαος Σταυρόπουλος, ήταν σχολάρχης Πατρών. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο τετρατάξιο σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο σχολαρχείο της Χαλανδρίτσας. Δύο χρόνια αργότερα και αφού ο πατέρας του μετατέθηκε στην Πάτρα, γράφτηκε στο Β΄ Γυμνάσιο Πατρών, όπου ήδη φοιτούσε ο μεγαλύτερος αδερφός του, Νίκος. Το 1901 έχασε την αδελφή του, Μαγδαληνή, από φυματίωση σε ηλικία μόλις 19 ετών. Την ίδια χρονιά αποφάσισε μαζί με τον αδελφό του να επισημοποιήσουν το επίθετο με το οποίο ήταν άλλωστε γνωστοί: Από Γεώργιος Σταυρόπουλος έγινε Γεώργιος Παπανδρέου.

Σπούδασε νομική στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο, όπου και γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, προσφωνώντας τον ως εκπρόσωπος των Ελλήνων φοιτητών. Από τους Γερμανούς καθηγητές του στο πανεπιστήμιο, αυτός που τον επηρέασε περισσότερο ήταν ο Χάινριχ Τρίπελ (Heinrich Triepel), ο οποίος πρωταγωνίστησε στην αμφισβήτηση του άκρατου θετικισμού και νομικισμού που επικρατούσε τότε στην γερμανική πολιτειολογία και θεωρία του κράτους, προτείνοντας αντίθετα μια περισσότερο κοινωνιολογική και πολιτική θεώρηση.

Κατά την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε με θέμα την ουδετερότητα ή την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Παπανδρέου ήταν από τους σφοδρότερους υποστηρικτές του Βενιζέλου. Όταν ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Παπανδρέου τον συνόδεψε στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στη Λέσβο, απ’ όπου κινητοποίησε τους βενιζελικούς υποστηρικτές του στα νησιά εξουδετερώνοντας τους βασιλόφρονες και υποστήριξε την επαναστατική κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.

Ο Βενιζέλος εντυπωσιάστηκε από τη ρητορική δεινότητα του νεαρού Παπανδρέου και τον διόρισε, το 1916, γενικό διευθυντή του πολιτικού γραφείου του και αργότερα την ίδια χρονιά νομάρχη Λέσβου και Χίου. Την περίοδο 1917-1920 διετέλεσε γενικός διευθυντής νήσων Αιγαίου, με ουσιαστικές αρμοδιότητες υπουργού. Παντρεύτηκε τη Σοφία Μινέικο (κόρη του Σιγισμούνδου Μινέικο, Πολωνού αριστοκράτη, και της Περσεφόνης Μανάρη) με την οποία απέκτησε το 1919 τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1921 επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας από φανατικούς φιλοβασιλείς, ενώ το 1922 είχε κορυφαίο ρόλο στην  επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά που έδιωξε τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Παπανδρέου εκλέχτηκε βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου και το 1923 ο Στυλιανός Γονατάς τον διόρισε υπουργό Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Αργότερα υπηρέτησε ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας με την κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακοπούλου το διάστημα 1924-1925. Η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου τον εξόρισε. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως υπουργός Παιδείας επί Βενιζέλου (1930-1932) και υπουργός Συγκοινωνιών το 1933 πάλι με την κυβέρνηση Βενιζέλου. O Γεώργιος Παπανδρέου ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Bενιζέλου την περίοδο 1930 με 1932, συνέδεσε το όνομά του όχι μόνο με τα 3.200 σχολεία που κτίστηκαν τότε αλλά και με μία ευρύτατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Τα σχολεία που έκτισε του εξασφάλισαν την αγάπη του προσφυγικού στοιχείου (Πόντιοι και Μικρασιάτες). Το 1935 ίδρυσε το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1934

Ως σταθερός υπέρμαχος της δημοκρατίας και πολέμιος του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, εξορίστηκε το 1936 στην Άνδρο και στα Κύθηρα. Κατά την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη στις αρχές του 1942 από τους Ιταλούς ως εκδότης της παράνομης εφημερίδας Ελευθερία και φυλακίστηκε για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Ιούνιο του 1943 υπέβαλλε απευθείας στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ειδική αναφορά με χαρακτήρα διακήρυξης η οποία προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του Ουίνστον Τσώρτσιλ με τίτλο: «Η ταυτότης συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας για πρώτη φορά στην ιστορία είναι απόλυτος».

Με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου επανήλθε -έπειτα από σύντομη παραμονή της κυβέρνησής του στην Ιταλία- ως ο «πρωθυπουργός της Απελευθερώσεως».

Ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου στα Δεκεμβριανά

Ο Γ. Παπανδρέου απολάμβανε της απολύτου εμπιστοσύνης της βρετανικής κυβέρνησης, όσον αφορούσε στις επιδιώξεις τους για τον έλεγχο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Για το σκοπό αυτό, οι Άγγλοι υποχρέωσαν σε παραίτηση το Σοφοκλή Βενιζέλο από την ηγεσία της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και στη θέση του, ο βασιλιάς Γεώργιος τοποθέτησε τον Παπανδρέου. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ μάλιστα φερόταν αποφασισμένος να τον διατηρήσει στη θέση του πρωθυπουργού πάση θυσία ενώ και ο ίδιος ο Παπανδρέου απηύθυνε δραματική έκκληση προς τη βρετανική κυβέρνηση να αποστείλει στην Αθήνα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου αυτές να αποτελέσουν ανάχωμα στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ενώ κυριαρχούσαν εντός του ΕΑΜ οι διαφωνίες μεταξύ διαλλακτικών και αδιάλλακτων, βασική επιδίωξη του Παπανδρέου ήταν η αποτροπή πάση θυσία της κατάληψης της χώρας από τις δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών, αλλά και η αναίμακτη μετάβαση στην ομαλότητα παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν. Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά τη συμφωνία της Καζέρτας (η οποία έθετε υπό συμμαχική διοίκηση του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι όλες τις αντιστασιακές ομάδες και όριζε σαφώς να παρενοχλούνται οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους) και την απελευθέρωση, επέστρεψε στην Ελλάδα από το Σαλέρνο της Ιταλίας με το αγγλικό πολεμικό πλοίο Prince David και ανεβαίνοντας στο βράχο της Ακρόπολης ύψωσε την ελληνική σημαία. Ήταν υπό την προεδρία του που ο Σκόμπι εξέδωσε την ξαφνική διαταγή για αφοπλισμών μόνο των αριστερών οργανώσεων, διαταγή που αποτέλεσε τη θρυαλίδα των Δεκεμβριανών. Μετά τις μάχες των  Δεκεμβριανών παραιτήθηκε από πρωθυπουργός, τον Ιανουάριο του 1945. Την ημέρα του συλλαλητηρίου, σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου, μέλη της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ) προσπάθησαν να εισβάλλουν στο σπίτι του με χειροβομβίδα, αλλά απέτυχαν λόγω της αντίδρασης της φρουράς του. Ως επικεφαλής της κυβέρνησης, κατηγορήθηκε από το ΕΑΜ ότι έφερε την ευθύνη για το αιματοκύλισμα της διαδήλωσης στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην Πλατεία Συντάγματος, καθώς αρχικά έδωσε την άδεια για την πραγματοποίησή της και στη συνέχεια την ανακάλεσε σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλέστηκε (τις οποίες αμφισβήτησε το ΕΑΜ) ότι η συγκέντρωση θα ήταν ένοπλη και θα αποσκοπούσε στην προετοιμασία έκρηξης κομμουνιστικού κινήματος. Ως επικεφαλής μάλιστα (πολιτικός προϊστάμενος) κάθε άλλης κυβερνητικής εξουσίας, έδωσε ρητή εντολή στον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Άγγελο Έβερτ για την έναρξη του πυρός κατά των αόπλων διαδηλωτών. Ο Παπανδρέου κατηύθυνε τις ένοπλες συγκρούσεις σε συνεργασία με τους Βρετανούς πετυχαίνοντας την επικράτηση των κυβερνητικών δυνάμεων.

Μεταπολεμική περίοδος

1950, Σχολή Χωροφυλακής στο Γουδί. Ο πρωθυπουργός, στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, και ο υπουργός Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Παπανδρέου, με ανώτατους αξιωματικούς της Χωροφυλακής
1950, Σχολή Χωροφυλακής στο Γουδί. Ο πρωθυπουργός, στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, και ο υπουργός Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Παπανδρέου, με ανώτατους αξιωματικούς της Χωροφυλακής

Μετά το 1946 συνέχισε την πολιτική του καριέρα ως βουλευτής Αχαΐας (προπολεμικά εκλεγόταν στη Μυτιλήνη όπου είχε διατελέσει και νομάρχης), ως αρχηγός του κόμματος Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1946 και ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Εφοδιασμού, Εργασίας, Παιδείας, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού στις κυβερνήσεις των ετών 1946-1952. Το 1950 ίδρυσε το Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1950 και 1951. Τα χρόνια 1950-1952 ήταν Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης με Πρωθυπουργούς τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Νικόλαο Πλαστήρα. Αυτή την περίοδο της Αντιπροεδρίας του δημιουργεί το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) που μέχρι σήμερα προσφέρει υποτροφίες σε Έλληνες σπουδαστές. Στις εκλογές του 1952  συνεργάστηκε με τον Ελληνικό Συναγερμό του Στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, που κατήλθε στις εκλογές ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, λόγω της εκτίμησης που του είχε ο Παπάγος και παρά την αντίθεση πολλών παραγόντων του Συναγερμού. Τον Απρίλιο του 1953 όμως, μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Συντονισμού Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό, επανίδρυσε το κόμμα του και το συγχώνευσε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αναλαμβάνοντας συναρχηγός του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Μετά το 1953 οι βενιζελογενείς φιλελεύθερες δυνάμεις υπέφεραν από συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις και πολιτικό κατακερματισμό, και έφτασαν σε σημείο να πέσουν πιο κάτω και από την Αριστερά (ΕΔΑ) τα χρόνια 1958-1961.

Το 1961 ο Γεώργιος Παπανδρέου αναβίωσε τον ελληνικό φιλελευθερισμό ιδρύοντας το κόμμα Ένωσις Κέντρου, ένα συνασπισμό των παλιών φιλελεύθερων βενιζελικών και απογοητευμένων συντηρητικών. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξασφάλισε το 1/3 των εδρών της Βουλής και αναδείχθηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κατήγγειλε τα αποτελέσματα των εκλογών ως νοθευμένα, κατηγορώντας το  παρακράτος για διπλοψηφίες και άλλες παρεμβάσεις, κάνοντας λόγο για εκλογές «βίας και νοθείας». Τότε ξεκίνησε πολιτικό αγώνα εναντίον της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη διενέργεια νέων εκλογών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ανένδοτος αγών».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, Πρωθυπουργός με την Ένωση Κέντρου

Το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 με ποσοστό 42,04%. Έχοντας 138 έδρες σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη της ΕΔΑ, που είχε 28 έδρες. Ωστόσο, ο Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και έτσι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε με το 52,8% των ψήφων και 171 έδρες. Η προοδευτική πολιτική του, όπως και ο ευδιάκριτος ρόλος που έπαιζε ο γιος του, Ανδρέας, ξεσήκωσαν την αντιπολίτευση των συντηρητικών κύκλων. Ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, πρόσφερε δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, διπλασίασε τις βασικές αποδοχές των δικαστικών, απελευθέρωσε πολιτικούς κρατούμενους. Κυρίως όμως, συνέβαλε στο να «φυσήξει» ένας φρέσκος άνεμος πολιτικής ελευθερίας και να αναθαρρήσουν έτσι πολλοί πολίτες που ζούσαν επί χρόνια υπό τη σκιά αστυνομικών παρακολουθήσεων και εκφοβισμών. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας, παραγκωνίζοντας τους ακροδεξιούς και τους παρακρατικούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα, μείωσε τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους στις ιδέες και τα φρονήματα. Κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι τα οικονομικά μέτρα που εφάρμοσε ήταν εφικτά, λόγω της ανθηρής οικονομίας που είχε κληροδοτήσει η πρωθυπουργία Καραμανλή. Από την άλλη, η οκταετία Καραμανλή είχε μεν επιτύχει ανθηρά οικονομικά μεγέθη, το εισόδημα όμως των χαμηλότερων τάξεων είχε παραμείνει για χρόνια αμετάβλητο.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου και το Κυπριακό

Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν από τους πιο μαχητικούς υποστηρικτές της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ήδη από τα πρώτα του πολιτικά βήματα. Όμως στα χρόνια αμέσως μετά την Απελευθέρωση συχνά συμβούλευε τους Κύπριους ηγέτες να προσέχουν πολύ τις κινήσεις τους, όπως για παράδειγμα το 1950 σε συνάντησή του με τον δήμαρχο  Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη, καθώς η Ελλάδα χρειαζόταν όλη την οικονομική βοήθεια που ήταν σε θέση να προσφέρουν ΗΠΑ το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1959 απέρριψε τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες δημιουργήθηκε το κράτος της Κύπρου, επειδή προέβλεπαν ανεξαρτησία και όχι ένωση με την Ελλάδα. Ως πρωθυπουργός, το 1964, μετά από επεισόδια μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στο νησί, δεν δίστασε να στείλει μία ελληνική μεραρχία για τη διατήρηση της τάξης και την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων, την οποία μεραρχία αργότερα η Χούντα απέσυρε για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ, με τραγικά αποτελέσματα.

Στις 20 Ιουλίου του 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου ταξίδεψε στο Λονδίνο. Την επομένη, συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου σερ Άλεκ Ντάγκλας Χιουμ. Οι συνομιλίες για το Κυπριακό  χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο άκαρπες. Ο Γεώργιος Παπανδρέου απέρριψε και πάλι απευθείας διμερείς ελληνοτουρκικές συνομιλίες και συνάντησή του με τον Τούρκο πρωθυπουργό. Παράλληλα, πρότεινε τόσο η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), όσο και η αντίστοιχη τουρκική (ΤΟΥΡΔΥΚ) τεθούν υπό τον ΟΗΕ. στη δε Κυπριακή Δημοκρατία να επιτραπεί να οργανώσει τις αμυντικές της δυνάμεις και να αποφασίσει για το μέλλον της.

Το Κυπριακό βρισκόταν στο επίκεντρο και των συνομιλιών που είχε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου και στο Παρίσι. Και στις δύο επισκέψεις του συνοδεύτηκε, εκτός από τον υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο, και από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού. Στο Παρίσι, ο Γ. Παπανδρέου έφτασε στις 29 Ιουλίου 1964, προερχόμενος από τη Νέα Υόρκη. Την ίδια ημέρα συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος λίγο πριν είχε ενημερωθεί εκ μέρους των ΗΠΑ από τον πρεσβευτή Μπόλεν για τις συνομιλίες του προέδρου Λίντον Τζόνσον με τον Γ. Παπανδρέου και τον Τούρκο ομόλογό του Ισμέτ Ινονού. Ο Σαρλ ντε Γκωλ δεν πρότεινε συγκεκριμένο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έδειξε πάντως ικανοποιημένος από τις συνομιλίες του, οι οποίες ολοκληρώθηκαν την επομένη. Συνομιλητές ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζωρζ Πομπιντού, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σταύρος Κωστόπουλος και ο Γάλλος ομόλογός του Κουβ ντε Μιρβίλ.

Στις 6 Ιανουαρίου του 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου προέβη σε μερικό ανασχηματισμό της κυβέρνησής του. Στις 2 και 3 Φεβρουαρίου ο Γ. Παπανδρέου είχε συνομιλίες με τον στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο  στο Βελιγράδι. Η επίσκεψη σκιάστηκε από απροσδόκητη δήλωση του Γιουγκοσλάβου υφυπουργού Εξωτερικών ότι υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκρούεται με τα ανάκτορα

Κατά τη διακυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου προέκυψαν διαμάχες με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Β’, ο οποίος ακολουθούσε την παραδοσιακή πολιτική του παλατιού και αναμιγνυόταν ενεργά στις υποθέσεις του στρατεύματος. Η διαφωνία τους κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965 και ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 15 Ιουλίου 1965 λόγω της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτή υπήρξε η αρχή μιας περιόδου πολιτικής ανωμαλίας που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επέβαλλε το 1964 ως Αρχηγό της Χωροφυλακής τον Αντιστράτηγο Σταύρο Βαλσαμάκη, παρά τις αντιδράσεις των Ανακτόρων. Επίσης, απέκτησε τον έλεγχο της ΚΥΠ εκδιώκοντας τον επί πολλά χρόνια Αρχηγό της Αλέξανδρο Νάτσινα. Όμως υπήρξαν και συμβιβασμοί. Είναι σαφές ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964 προτιμούσε ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού τον διακεκριμένο στρατηγό Σιαπκαρά, αλλά μετά την αλλαγή αρχηγών σε Χωροφυλακή και ΚΥΠ που είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει, δεν ήθελε να τραβήξει τελείως το σκοινί. Η επιλογή τελικά του φιλοβασιλικού στρατηγού Γεννηματά, αλλά και η επιλογή ως υπουργού Άμυνας του Πέτρου Γαρουφαλιά, έδειχνε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε επιλέξει έναν περίπλοκο συνδυασμό «μαστίγιου και καρότου» στη σχέση της με τα ανάκτορα. Παρ’ όλη τη βούληση για συμβιβασμό της ΕΚ, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προχωρεί σε μια σειρά από μεταθέσεις αντι-παπανδρεϊκών αξιωματικών μακριά από την Αθήνα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αξιωματικούς ήταν οι μετέπειτα πρωταίτιοι της Χούντας των Συνταγματαρχών. Το παλάτι αντέδρασε και θεώρησε ότι πρόκειται για πολιτικές διώξεις. Παράλληλα, η πολιτική σκηνή χαρακτηριζόταν από μεγάλη οξύτητα, ενώ ταυτόχρονα το Κυπριακό βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Η ΕΚ ήταν εξ αρχής σε βαθύ διχασμό, η δε άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δραματική, την οποία επιβάρυνε και ο ακραίος τρόπος λειτουργίας του Τύπου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ξέσπασε η  υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και οι κατηγορούμενοι για το «σχέδιο Περικλής» βρήκαν την πρόφαση για αντεπίθεση. Η κρίση πλέον γύρω από τον έλεγχο του στρατού βγήκε εκτός ελέγχου. Το παλάτι προσπάθησε, στηριζόμενο στην υπόθεση «Ασπίδα», να πάρει τη ρεβάνς και τον έλεγχο του στρατού. Αυτή τη φορά ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν επανέλαβε τον συμβιβασμό Γεννηματά και απαίτησε τον απόλυτο έλεγχο του στρατού. Τον Ιούλιο του 1965 κορυφώθηκε η κρίση στις σχέσεις του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, οι οποίες -παρά τη μετάβασή του στην Κέρκυρα με τον υπουργό του Νικόλαο Μπακόπουλο για την υπογραφή της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως της πριγκίπισσας Αλεξίας- δεν αποκαταστάθηκαν αφού ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε το δικαίωμα στον πρωθυπουργό να αναλάβει υπουργός Εθνικής Άμυνας. Η συνταγματική και πολιτειακή κρίση ήταν πλέον γεγονός.

Όταν έγινε η αποστασία, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον  Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που αποστάτησαν. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1965 η νέα κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο κατάφερε να πάρει ισχνή ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ ο Παπανδρέου είχε κηρύξει τον δεύτερο «ανένδοτο» αγώνα. Το 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, στις 21 Απριλίου αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και καθ’ υπόδειξή τους την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Η επταετής περίοδος που ακολούθησε έγινε γνωστή ως η χούντα των Συνταγματαρχών.

Η δικτατορία βρήκε τον Γεώργιο Παπανδρέου στη δύση του βίου του, ενώ τη σκυτάλη είχε παραλάβει πλέον ο γιος του, Ανδρέας. Ο Γ. Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί.

Το τέλος του Γεωργίου Παπανδρέου

Ο Γεώργιος Παπανδρέου άρχισε την πορεία του προς το μοιραίο στις 25 Οκτωβρίου του 1968 με την εκδήλωση βαριάς γαστρορραγίας. Μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό» και υποβλήθηκε σε εγχείρηση. Πέθανε στις 2.20 το πρωί της 1ης Νοεμβρίου. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Μητροπόλεως, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Κατά την άφιξη της σορού οι εκεί συγκεντρωμένοι νέοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, ενώ το σύνθημα «Παπανδρέου-Δημοκρατία» τάραξε την ησυχία που είχε επιβάλει η δικτατορία. Η αστυνομία διενέργησε λίγες συλλήψεις. Αντιλαμβανόμενο το καθεστώς ότι ιδίου περιεχομένου εκδηλώσεις, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα, θα επαναλαμβάνονταν κατά την εκφορά, έδωσε την παραμονή στη δημοσιότητα ανακοίνωση της αστυνομίας με την οποία επιχειρήθηκε αποθάρρυνση των επίδοξων διαδηλωτών και τους προειδοποίησε ότι «αι αρμόδιαι αρχαί θα λάβουν τα αναγκαία νόμιμα μέτρα προς αποτροπήν πάσης ασχημίας».

Το πρωί της Κυριακής, 3 Νοεμβρίου, την ημέρα της κηδείας του Γεωργίου Παπανδρέου, ξέσπασε στην Αθήνα η πρώτη μαζική διαδήλωση κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Δύο ήταν τα κυρίαρχα συνθήματα: το κλασικό από τα γεγονότα του 1965 «Παπανδρέου-Δημοκρατία-114» και το «Τι τα κάνατε τα όχι μας». Με το σύνθημα αυτό, οι διαδηλωτές αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 29ης Σεπτεμβρίου για το νέο Σύνταγμα κατά το οποίο η στρατιωτική δικτατορία, με ανενδοίαστη νοθεία, κατόρθωσε να παρουσιάσει το συνηθισμένο για ολοκληρωτικά καθεστώτα ποσοστό του 92,2%. Η αστυνομία συνέλαβε περισσότερους από 40 πολίτες.

Οι ρήσεις του Γεωργίου Παπανδρέου

Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν γνωστός ως αριστοτέχνης ρήτορας και ετοιμόλογος ευφυολόγος. Αυτός έπλασε τη φράση «Μέγα πλήθος μέγα πάθος», που χρησιμοποιείται και σήμερα για μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις. Εδώ παρατίθενται μερικές από τις ρήσεις του:

  • Παραφράζοντας το σύνθημα του δικτατορικού καθεστώτος, Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, έκανε λόγο για «Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών καθολικώς διαμαρτυρομένων».
  • Για τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα είπε: «Εδοξάσθη κρυπτόμενος και κατεποντίσθη εμφανιζόμενος».
  • Σε μία κοινοβουλευτική συζήτηση, ακούγοντας μίαν ύβρη προς το πρόσωπό του, ρώτησε «Ποίος το λέει αυτό;» για να πει, μόλις ο υβριστής απάντησε «εγώ»: «Τότε δεν έχει καμία σημασία!»
  • Όταν κλήθηκε να περιγράψει την ιδεολογία της Ένωσης Κέντρου είπε: «διαφέρομεν από την Δεξιάν ως προς την Δικαιοσύνην, διαφέρομεν από την Αριστεράν ως προς την Ελευθερίαν».
  • «Ψήφισαν ακόμα και τα δένδρα»
  • Το 1965, επί πρωθυπουργίας του, ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και τον Οργανισμό Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) για την κυριότητα οικοπέδου στο κέντρο της Αθήνας. Ο αρμόδιος υφυπουργός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου ζήτησε οδηγίες, και ο Παπανδρέου του είπε: «Άκουσε παιδί μου. Τα ράσα είναι σαν το κάρβουνο: αν είναι σβηστό και το πιάσεις λερώνεσαι, αν είναι αναμμένο καίγεσαι. Δώσε το στους παπάδες.»

Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Γεώργιος_Παπανδρέου

3 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *