Νέμεσις

Η Νέμεσις ήταν προσωποποίηση της απονομής της θεϊκής δικαιοσύνης, της τήρησης του μέτρου, της ισορροπίας και της αρμονίας. Στα ομηρικά έπη η Νέμεσις δεν έχει συγκεκριμένη προσωπικότητα, αλλά εκπροσωπεί την ηθική αντίληψη του δικαίου. Ο Ησίοδος τη γενεαλογεί ως κόρη της Νύχτας, αδελφή των Μοιρών, των Εσπερίδων και της Έριδας και λέει, ότι όταν αυτή μαζί με την Αιδώ εγκαταλείψει τη γη, το ανθρώπινο γένος δεν έχει ελπίδα σωτηρίας. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, η Νέμεσις γενεαλογείται ως κόρη του Ωκεανού ή της Δίκης, εκπροσωπώντας την αυστηρότερη μορφή της ως τιμωρού της αλαζονείας και της ασέβειας.

Νέμεσις

Κατά τα Κύπρια Έπη, η Νέμεσις προσπάθησε να αποφύγει το Δία, αλλά ο Δίας ενώνεται μαζί της, μεταμορφωμένος σε κύκνο, και έτσι μεταμορφώνεται σε χήνα, γεννά ένα αυγό, από όπου προήλθε στον κόσμο η Ωραία Ελένη, που αργότερα υιοθετήθηκε από τη Λήδα.

Οι αρχαιότεροι και σημαντικότεροι τόποι λατρείας της Νεμέσεως ήταν τα ιερά του Ραμνούντα στην Αττική και στη Σμύρνη. Στον Ραμνούντα, όπου οι λατρευτικές εκδηλώσεις είχαν εδραιωθεί ήδη από την αρχαϊκή εποχή, χτίστηκε ναός αφιερωμένος στη θεά μετά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, αφού σε αυτήν είχε αποδοθεί η συντριβή των Περσών στους Μηδικούς πολέμους. Εκεί γίνονταν γυμνικοί αγώνες ανδρών και εφήβων, λαμπαδηφορίες καθώς και θεατρικές παραστάσεις.

Στη Σμύρνη η λατρεία της Νεμέσεως συνδέεται με τη διπλή απεικόνιση της, ιδιαιτερότητα που έχει δεχτεί πολλές ερμηνείες. Έτσι λέγεται ότι αιτία γι΄ αυτό το φαινόμενο ήταν η ίδρυση της δεύτερης πόλης, της Νέας Σμύρνης, οπότε οι δύο Νεμέσεις εκπροσωπούσαν την παλαιά και νότερη πόλη, ότι πρόκειται για παράδειγμα διδύμων, όπως Νέμεσις-Θέμις, Νέμεσις-Αιδώς και Νέμεσις-Αδράστεια, και ότι ανάγεται σε αντιλήψεις για διπλασιασμό της δύναμης (όπως Διόσκουροι και άλλες μορφές).

Εκτός από την ευρύτερη διάδοση της λατρείας της Νεμέσεως στον ελληνικό χώρο, κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. η Νέμεσις βρίσκει απήχηση και στην Αλεξάνδρεια, όπου συνδέθηκε με την Ίσιδα, ως προστάτρια του δικαίου, νομοθέτης και τιμωρός. Επίσης η Νέμεσις, ως νέμεσις θανόντων, συνδεόταν με το δίκαιο των νεκρών, ιδιαίτερα των δολοφονημένων, από όπου συνάγεται και ο χθόνιος τύπος της ως Ερινύς, μάλιστα στην Αθήνα υπήρχε ειδική εορτή των νεκρών, τα Νεμέσια, την 5η μέρα του μήνα Βοηδρομιώνα.

Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, και ιδιαίτερα στους αυτοκρατορικούς χρόνους, η λατρεία της Νεμέσεως διαδόθηκε ευρύτατα στη Μικρά Ασία καθώς και σε άλλες ρωμαϊκές επαρχίες, με αλλοιωμένο βέβαια το καθαρά ελληνκό ύφος. Αυτό οφειλόταν στην επίδραση του ελληνιστικού-ανατολικού συγκρητισμού και στους βασικότερους φορείς αυτής της διάδοσης, που ανήκαν κυρίως σε μετακινούμενες ομάδες, όπως στρατιώτες, σκλάβοι, απελεύθεροι, αθλητές, με επικίνδυνους όρους διαβίωσης και τάσεις δεισιδαιμονίας. Αυτό το κλίμα ευνόησε τη σταθεροποίηση της λατρείας της Νεμέσεως στους χώρους θεάτρων, αμφιθεάτρων και τσίρκων, όπου η θεά με τονισμένη την δαιμονική της υπόσταση και ως προστάτρια του μέτρου και των κανονισμών, είναι αυτή που καταστρέφει τον αντίπαλο και προσφέρει στον πιστό της την προστασία και τη νίκη.

Το όνομα Νέμεσις προέρχεται από το νέμω, δηλαδή απονέμω, και έχει την έννοια της απόδοσης της δικαιοσύνης στο πλαίσιο ενός ηθικού νόμου τον οποίο οι θνητοί απαγορεύεται να υπερβούν. Η υπέρβαση θεωρείται ως ασέβεια (ύβρις) στους θεούς, που αποδοκιμάζεται με το αίσθημα της νεμέσεως, καθώς αυτό αφυπνίζεται με κάθε υπερβολή, δυσαρμονία και παράβαση.

Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, η Νέμεσις μπορεί να ερμηνευτεί ειτε ως απλή προσωποποίηση της ιδέας της ανταπόδοσης είτε ως κάποια μορφή αρχαίας αττικής λατρείας, με την οποία ταυτίστηκε μια τοπική θεότητα του Ραμνούντα, που οικειοποιήθηκε αυτό το ρόλο που πιθανώς συγγένευε με την Άρτεμη-Αφροδίτη. Ως τιμωρός της ύβρεως, τηρητής του μέτρου και εχθρός της υπερβολικής ευτυχίας ή τύχης, έχει σύμβολα τον πήχη, τα χαλινάρια, τη ζυγαριά και τον τρόχο, ιδιαίτερα μετά τη σύνδεση της με τη θεά Τύχη. Η μεγάλη εξάπλωση της λατρείας της Νεμέσεως δεν αποσκοπούσε μόνο στην αφύπνιση του σχετικού ανθρώπινου αισθήματος, αλλά κυρίως στην ανακούφιση από τη δυστυχία, γι΄ αυτό και χαρακτηριζόταν ως αλεξίκακος και επήκοος.

Με πληροφορίες από: Παγκόσμια Μυθολογία