Η περιορισμένη εθνική κυριαρχία αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό του νέου ελληνικού κράτους. Το φαινόμενο αυτό, που κάνει να συγχέονται τα όρια μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, θέτει δύο σημαντικά και αλληλένδετα ερωτήματα. Το πρώτο σχετικά με τη μορφή που πήρε η κυριαρχία και η επέμβαση των Δυνάμεων, το δεύτερο αναφορικά με τα χαρακτηριστικά εκείνα του ελληνικού κράτους, της κοινωνίας και της γεωγραφικής θέσης του στην ανατολική Μεσόγειο, που το έκαναν ευάλωτο στην ξένη επιρροή και την επέμβαση. Οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις που διαδραμάτισαν αυτό το ρόλο στην οθωνική περίοδο, ήταν η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία.

Η επιρροή τους στην Ελλάδα άρχισε κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η κύρια αιτία που ώθησε τις τρεις αυτές μεγάλες Δυνάμεις να εμπλακούν τόσο πολύ στις ελληνικές υποθέσεις, πράγμα που δεν έκαναν η Πρωσία και η Αυστρία, οφείλεται περισσότερο από κάθετι άλλο στην γεωγραφική θέση της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο. Ο έλεγχος πάνω στα ελληνικά εδάφη ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα για κάθε Δύναμη που επεδίωκε να κυριαρχήσει στην ανατολική Μεσόγειο ή που ήθελε να εμποδίσει μία άλλη να το πετύχει.
Ήδη στα 1820, η Βρετανία, Γαλλία και η Ρωσία έδειχναν άμεσο ενδιαφέρον για την περιοχή. Η Βρετανία, γιατί θεωρούσε την ανατολική Μεσόγειο ένα συνδετικό κρίκο με τις κτήσεις της στην Ινδία. Η Ρωσία, γιατί επιδιώκωντας από τον 18ο αιώνα κιόλας δυνατότητες ελλιμενισμού των πλοίων της, αναζητούσε διέξοδο για τη Μεσόγειο. Η Γαλλία, επειδή, έχοντας δημιουργήσει από την εποχή των Σταυροφοριών, συμφέροντα εμπορικά και πολιτσιμικά σε αυτόν τον χώρο, ήθελε με κάθε τρόπο να τα διατηρήσει.
Οι άλλες δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις, Πρωσία και Αυστρία, ενώ δεν είχαν την εποχή εκείνη άμεσα συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο, ενδιαφέρονταν, όπως και οι άλλες τρεις Δυνάμεις, για την τύχη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Θεωρούσαν ότι ο δαμελισμός ή η διάλυσή της ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν ευρωπαϊκό πόλεμο και οπωσδήποτε να ανατρέψουν την ισορροπία των δυνάμεων σε αυτήν την περιοχή.
Η κηδεμονία των τριών Δυνάμεων είχε την προέλευσή της σε δύο παράγοντες: στα στρατηγικά συμφέροντα τους στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου από το ένα μέρος και στην επιτυχημένη προσπάθεια της ηγεσίας των επαναστατημένων Ελλήνων να τις εμπλέξουν στο ελληνικό ζήτημα. Με αυτόν τον τρόπο η εξωτερική πίεση θα υποχρέωνε την οθωμανική αυτοκρατορία να συγκατατεθεί στην εγκαθίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Η πολιτική αστάθεια ήταν ενδημική ασθένεια στην ελευθερωμένη Ελλάδα και συνιστούσε μια από τις αιτίες που προκαλούσαν επέμβαση. Αν δεν υπήρχε όμως κάποια δύναμη αρκετά ισχυρή ώστε να λειτουργεί ως «αντίπαλο δέος», το σύστημα της «πελατείας» έτεινε σε μια ευρεία, καλά υπολογισμένη, διαρκώς ρευστή και συνεπώς ασταθή ισορροπία δυνάμεων. Η οθωμανική εξουσία είχε λειτουργήσει ανέκαθεν ως «αντίπαλο δέος».
Μέσα στην επανάσταση το αντιστάθμισμα αυτό εξουδετερώθηκε και όλες οι προσπάθειες που έγιναν από εσωτερικές δυνάμεις να το αντικαταστήσουν δεν μπόρεσαν να ευοδωθούν εξαιτίας των αντιδράσεων και των ενεργειών του συστήματος της «πελατείας». Έτσι ο ανοιχτός ανταγωνισμός, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που εκπροσωπούσαν το σύστημα είχε ως αποτέλεσμα την προσφυγή στον ξένο παράγοντα, τη φορά αυτή στον ευρωπαϊκό. Επειδή όμως οι μεγάλες Δυνάμεις ήταν ανταγωνιζόμενες κιόλας η μία την άλλη, πολύ συχνά αντί να είναι πηγή σταθερότητας προκαλούσαν με τις πράξεις τους μεγαλύτερη αστάθεια.
Άλλη αιτία που προκαλούσε την επέμβαση των τριών Δυνάμεων ήταν η επισφαλής δημοσιονομική κατάσταση του νέου κράτους και τα χρέη προς τους ξένους. Οι ξένοι κεφαλαιούχοι τότε μόνο δέχονταν να παρέχουν δάνεια στην Ελλάδα όταν αυτά ήταν εγγυημένα από τις Δυνάμεις. Έτσι, οι τελευταίες παρακολουθούσαν στενά τα δημοσιονομικά ελληνικά πράγματα, επέβαλλαν τους όρους τους και ασκούσαν τον οικονομικό έλεγχο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ξένων δανειστών. Κάποτε μάλιστα η πίεση ασκήθηκε και με στρατιωτικά μέσα όπως έγινε έπειτα από τον Κριμαϊκό πόλεμο, όταν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις δεν δέχονταν να αποσύρουν τα στρατιωτικά τους τμήματα από τον Πειραιά, εφόσον εκρεμμούσε ο επιδιωκώμενος οικονομικός διακανονισμός.
Μια ακόμη αιτία που ευνούσε την ξένη επέμβαση είχε την αφορμή της στην Μεγάλη Ιδέα, απώτατη επιδίωξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Μόνο που η επιδίωξη αυτή δεν ήταν δυνατόν να προωθείται παρά μόνο σε περιόδους κρίσεων του Ανατολικού Ζητήματος και σε στιγμές που την οθωμανική αυτοκρατορία απειλούσε κάποιο άλλο κράτος, με το οποίο η Ελλάδα μπορούσε να συνεργάζεται αν τα συμφέροντα της εναρμονίζονταν με τα δικά του.
Κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου υπήρχαν δύο τέτοιες περιπτώσεις, χαρακτηριστικές και για τις επιπτώσεις τους πάνω σε ένα μικρό και ανίσχυρο κράτος που επιχειρούσε να επηρεάσει με τις ενέργειες του τη διεθνή τάξη. Η πρώτη αναφέρεται στην κρίση του Ανατολικού Ζητήματος των ετών 1839-1841. Μέσα σε αυτήν την περίοδο ξέσπασε η κρητική εξέγερση, ενώ ταυτόχρονα ο Όθων αντιμετώπισε σοβαρά το ενδεχόμενο να πολεμήσει εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εφόσον η Γαλλία θα υποστήριζε ανοιχτά τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου στη σύγκρουση με τον σουλτάνο.
Η δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στον Κριμαϊκό πόλεμο, όταν η Ελλάδα αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον των Τούρκων που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Ρωσία. Το αποτέλεσμα ήταν εξουθενωτικό για τους Έλληνες: επιβολή αποκλεισμού των ελληνικών λιμανιών τον Μάιο του 1854, κατοχή του Πειραιά από γαλλοβρετανικά στρατιωτικά τμήματα. Η Γαλλία και η Αγγλία που είχαν βγει στον πόλεμο στο πλευρό της Τουρκίας και ενατίον της Ρωσίας, υποχρέωσαν την Ελλάδα να αποδεχθεί πολιτική ουδετερότητας, αλλαγή της ελληνικής κυβέρνησης και πριν αποσύρουν τον στρατό τους στα 1857, επέβαλαν τον οικονομικό διακανονισμό των ελληνικών δανείων.
Η γαλλοβρετανική επέμβαση των ετών 1854-1857, ο προηγούμενος ναυτικός αποκλεισμός του Πειραιά εξαιτίας του Δον Πατσίφικο, έδειξαν πόσο τρωτό και εκτεθιεμένο ήταν το νέο ελληνικό κράτος στην κηδεμονία των Δυνάμεων που ασκούσαν το ναυτικό έλεγχο στην ανατολική Μεσόγειο. Από το 1832 και ύστερα έγινε φανερό ότι κάθε ευρωπαϊκή ναυτική δύναμη μπορούσε να το κηδεμονεύει χωρίς πολλή δυσκολία να επιβάλει τις θελήσεις της επιδεικνύοντας τη θαλάσσια ισχύ της, όταν η έμμεση πολιτική πίσεη και η διπλωματία δεν έφερναν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Κάτι ακόμα που ευνοούσε την ξενική εξάρτηση ήταν οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και τούτο γιατί τα σημαντικότερα ελληνικά συμφέροντα ήταν συνδεδεμένα με την οθωμανική αυτοκρατορία, όπου ζούσε η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Οι σχέσεις με το Πατριαρχείο, οι εμπορικές ανάμεσα σε ελλαδικούς και σε αλύτρωτους Έλληνες, υποθέσεις αναφερόμενες σε απαιτήσεις -αντίθετες συχνά προς τα μακροπρόθεσμα ελληνικά συμφέροντα- άλλων εθνοτήτων που συνυπήρχαν μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όλα προϋπέθεταν, για την εξομάλυνση και διευθέτησή τους, συνεννοήσεις και συνεργασία με την τουρκική κυβέρνηση. Το γεγονός ότι ελάχιστοι Τούρκοι ζούσαν στην Ελλάδα μείωνε στο έπακρο το ενδιαφέρον της τουρκικής κυβένησης γαι τον διακανονισμό των ελληνοτουρκικών διαφορών. Επιπλέον η ελληνική εμμονή στην προώθηση της Μεγάλης Ιδέας είχε αρνητική απήχηση στις σχέσεις των δύο κρατών.
Αν σε αυτά τα δεδομένα προστεθεί η οικονομική καχεξία και η στρατιωτική αδυναμία του ελληνικού κράτους, γίνεται εύκολα κατανοητή η διαπραγματευτική μειονεκτικότητα του απέναντι στο οθωμανικό κράτος. Την αδυναμία αυτή προσπαθούσε να αναπληρώσει επιδιώκωντας τη βοήθεια των Δυνάμεων. Φυσικά η υποστήριξη δεν γινόταν ποτέ χωρίς τίμημα: επεμβάσεις στη σύνθεση των ελληνικών κυβερνήσεων, αντίδραση στην ελληνική εξωτερική πολιτική, που απέβλεπε στην επέκταση των ελληνικών συνόρων, αποτελούσαν συνήθεις τρόπους με τους οποίους οι Δυνάμεις έκαναν αισθητή τη θέλησή τους. Έμμεσος, όχι όμως λιγότερο αποφασιστικός στάθηκε ο ρόλος των Δυνάμεων στην πραγματοποίσηση των επαναστάσεων του 1843 και του 1862, ιδίως ως προς τις συνέπειες τους.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους