Μετά από μακροχρόνιους και σκληρούς πολέμους που οδήγησαν στον σχηματισμό της ιταλικής ομοσπονδίας, η Ρώμη δικεδικούσε μια θέση ανάμεσα στα κράτη του 3ου π.Χ. αιώνα. Η Αίγυπτος συνήψε πρώτη διπλωματικές σχέσεις με την Ρώμη, ενώ στην Ελλάδα οι Συμπολιτείες αλλά και οι ανεξάρτητες πόλεις-κράτη υπολόγιζαν τη Ρώμη ως ενδεχόμενο σύμμαχο στις μεταξύ τους διαφορές. Η εξωτερική πολιτική της Ρώμης και οι βλέψεις της στη Μεσόγειο έθιγαν περισσότερο τα συμφέροντα μιας άλλης δύναμης της εποχής, που κυριαρχούσε στη Μεσόγειο με τον ισχυρό της στόλο, της Καρχηδόνας. Αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής των δύο κρατών και ιδιαίτερα η επιθυμία τους να επικρατήσουν στην Σικελία, ήταν οι Καρχηδονιακοί Πόλεμοι.
Ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος (264-241π.Χ.) διεξήχθη κυρίως στη Σικελία. Ενώ οι Έλληνες τη Σικελίας βοήθησαν τους Ρωμαίους να περιορίσουν την επεκτατική πορεία της Καρχηδόνας στο νησί από την άλλη πλευρά ούτε οι ελληνικές μοναρχίες της Ανατολής ούτε η Μακεδονία ούτε η υπόλοιπη Ελλάδα έλαβαν μέρος σε αυτή, διότι δεν τους επηρέαζε άμεσα η έκβαση του πολέμου.
Στον συγκεκριμένο πόλεμο οι Ρωμαίοι ναυπήγησαν πρώτη φορά στόλο και, παρά την αντίσταση των Καρχηδονίων, επικράτησαν και υπέγραψαν ειρήνη που υποχρέωνε τους Καρχηδονίους να εγκαταλείψουν τη Σικελία και να πληρώσουν πολεμική αποζημίωση. Μετά τη σύναψη της ειρήνης η Ρώμη προσάρτησε και την Σαρδηνία και την Κορσική, καταφέροντας σημαντικό οικονομικό πλήγμα στην Καρχηδόνα, καθώς τα νησιά αυτά δεν αποτελούσαν μόνο σιτοβολώνες για την Καρχηδόνα, αλλά και βασικές πηγές από τις οποίες προμηθεύονταν χαλκό, σίδηρο και άλλα μέταλλα.
Προκειμένου να αναπληρώσει τις απώλεις αυτές η Καρχηδόνα προσπάθησε να επεκτείνει τις κτήσεις της στην Ισπανία. Με πρωτεργάτη τον εξαίρετο στρατηλάτη Αννίβα, οι Καρχηδόνιοι κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος των παραλίων της Ιβηρικής Χερσονήσου. Ο Αννίβας, μέσω των Πυρηναίων και έχοντας εξασφαλίσει την βοήθεια των Γαλατών, διέσχισε τη νότια Γαλλία και την οροσειρά των Άλπεων και εισέβαλε στην Ιταλία, όπου διεξήχθη ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος (218-201π.Χ). Οι απώλειες των Ρωμαίων ήταν πολλές (ιδιαίτερα στις μάχες τη λίμνη Τρασιμένη και στις Κάννες). Ωστόσο, ο Αννίβας δεν σχεδίαζε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να πολιορκήσει τη Ρώμη. Περιμένοντας βοήθεια από την Καρχηδόνα, την Ισπανία και τον Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας, συνέχισε να υποτάσσει τους συμμάχους της Ρώμης στην κεντρική και νότια Ιταλία.
Ο αγώνας των Ρωμαίων έξω από την Ιταλία είχε στόχο να τεθούν εμπόδια σε κάθε αποστολή ενισχύσεων του εχθρού. Δραστικά μέτρα έλαβε η Ρώμη για να αντιμετωπίσει το βασιλιά της Μακεδονίας και σύμμαχο του Αννίβα, Φίλιππο Ε’. Δημιούργησε στην Ελλάδα ένα ισχυρό συνασπισμό εναντίον του Φλίππου, επικεφαλής του οποίου ήταν οι Αιτωλοί, και υποσχέθηκε σε αυτούς χρήματα και στρατιωτική υποστήριξη.
Το τέλος του Β’ Καρχηδονιακού Πολέμου κρίθηκε όταν οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αφρική. Με διοικητή των ρωμαϊκών στρατευμάτων τον Σκιπίωνα, τον επονομαζόμενο Αφρικανό, ο καρχηδονιακός στρατός νικήθηκε το 202π.Χ. στη Ζάμα και υπέγραψε ταπεινωτική ειρήνη, σύμφωνα με την οποία παραχωρούνταν στην Ρώμη όλες οι κτήσεις της Καρχηδόνας στην Ισπανία, ολόκληρη η Σικελία, ενώ η Καρχηδόνα υποχρεώθηκε να καταστρέψει όλο τον πολεμικό της στόλο και να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση.
Ο Γ’ Καρχηδονιακός Πόλεμος (149-146π.Χ.) είχε ως αιτία την οικονομική ανάπτυξη της Καρχηδόνας και την επιτυχημένη της προσπάθεια για αύξηση της παραγωγικότητας στις αφρικανικές της κτήσεις. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της Ιταλίας έβλεπαν με δυσαρέσκεια την εξαγωγή του κρασιού και του λαδιού από την Αφρική στη Δύση κκαι ήθελαν να περιορίσουν την παραγωγή της Αφρικής αποκλειστικά στα σιτηρά που είχαν μεγάλη ζήτηση στην Ιταλία.
Έτσι, χωρίς να δοθεί η παραμικρή αφορμή από την Καρχηδόνα, οι Ρωμαίοι την προκάλεσαν πάλι σε πόλεμο, κατέστρεψαν με αρχηγό τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό (εγγονός του Σκιπίωνα του Αφρικανού) την πόλη της Καρχηδόνας και εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της. Η γη πέρασε στα χέρια των πλουσίων Ρωμαίων γαιοκτημόνων, οι οποίοι στη συνέχεια τη νοίκιασαν. Η περιοχή γύρω από την Καρχηδόνα προσαρτήστηκε στο ρωμαϊκό κράτος ως επαρχία με το όνομα Africa.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους