Θευδέριχος ο Αμαλός, βασιλιάς των Οστρογότθων

Μετά την πτώση της Ρώμης ο Οδόακρος, αρχηγός της στρατιάς της Ιταλίας, ορίστηκε πατρίκιος από τον Λέοντα Α΄. Τον Οδόακρο διαδέχτηκε το 493 ο Θευδέριχος ο Αμαλός και οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία. Η οριστική αυτή εγκατάσταση των Οστρογότθων στην Ιταλία σήμανε το τέλος των ετεροβαρών συνθηκών με τις οποίες η αυτοκρατορία αναγκαζόταν να εγκαταστήσει στα εδάφη της βάρβαρους φοιδεράτους (ομόσπονδους).

Θευδέριχος ο Αμαλός

Αφού κατέλαβαν την Δαλματία πρώτα, οι Οστρογότθοι έκαμψαν την αντίσταση του Οδόακρου στην ιστορική γραμμή του Ισοντίου (Isonzo). Μετά από τετράχρονες αμφίρροπες μάχες και πολιορκίες ο Θευδέριχος κατέλαβε την Ραβέννα, έσφαξε με δόλο τον γενναίο Οδόακρο και τον γιο του και έμεινε μόνος κυρίαρχος στην Ιταλία, το 493. Οι Οστρογότθοι ανακήρυξαν βασιλιά τον Θευδέριχο χωρίς να περιμένουν το διάταγμα του νέου αυτοκράτορα Αναστασίου (ο Λέων Α΄ είχε ήδη πεθάνει).

Ο Θευδέριχος ήταν πάντα βασιλιάς των Γότθων και Ρωμαίος πατρίκιος, πρώην ύπατος. Ο Θευδέριχος δεν νομοθετούσε, αλλά δημοσίευε μόνο διατάγματα. Στα νομίσματα που έκοβε στη μία όψη απεικονιζόταν η μορφή του αυτοκράτορα και στην άλλη το δικό του μονόγραμμα. Η σύγκλητος εξακολουθούσε να υπάρχει, οι ύπατοι να ονομάζονται κανονικά στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη κάθε χρόνο. Οι Γότθοι υπάκουαν στους δικούς τους αξιωματούχους και οι μικτοί γάμοι με Ρωμαίους ήταν απαγορευμένοι. Έτσι, το οστρογοτθικό βασίλειο αποκτούσε μια ιδιαίτερα προνομιακή θέση απέναντι στην αυτοκρατορία, παρ’ όλο τον αρειανισμό του.

Ο οστρογοτθικός κίνδυνος έγινε για την αυτοκρατορία πολύ περισσότερο αισθητός από τον βανδαλικό κίνδυνο, παρ’ όλο που μετά την εγκατάσταση στην Ιταλία, οι Οστρογότθοι ούτε σε πειρατείες επιδόθηκαν, ούτε σε επιδρομές. Η νέα απειλή προερχόταν από το ότι οι Οστρογότθοι έδειχναν να έχουν κατακτήσει την Ιταλία για πάντα και η όλο και μεγαλύτερη ακτινοβολία του κράτους του Θευδέριχου έτεινε να υποκαταστήσει την αίγλη της αυτοκρατορίας απέναντι στα βαρβαρικά κράτη της Δύσης.

Η κατάκτηση της Ιταλίας από τους Οστρογότθους είχε διαρκέσει από το 488 ως το 493. Όσο ζούσε ο Λέων Α΄ που με δική του πρωτοβουλία ο Θευδέριχος είχε αναλάβει να πολεμήσει τον Οδόακρο, η συμφωνία του 488 βρισκόταν σε ισχύ και ο Θευδέριχος πίστευε ότι σε όλες τους τις ενέργειες ο αυτοκράτορας ήταν σύμφωνος. Πριν ακόμη υποχρεώσει σε παράδοση τον Οδόακρο και πριν λάβει την συγκατάθεση από τον νέο αυτοκράτορα Αναστάσιο, ο Θευδέριχος «απέθεσε το ένδυμα της φυλής του και φόρεσε το βασιλικό ως επικυρίαρχος ήδη Γότθων και Ρωμαίων» σύμφωνα με τον Ιορδάνη.

Μια σειρά από πράξεις όπως αυτή συντελούσαν στην εκμηδένιση της θεωρητικής υποτέλειας, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αυτοκρατορικής πολιτικής απέναντι στην βαρβαροκρατούμενη Δύση. Μαζί με την Ιταλία, ο Θευδέριχος κατέκτησε και τη Σικελία, που οι Βάνδαλοι είχαν παραχωρήσει στον Οδόακρο και που τώρα κληρονόμησε ως διάδοχός του.

Γύρω στο 495 ο Αμαλός ηγεμόνας έστειλε πρεσβεία στον ειδωλολάτρη βασιλιά των Φράγκων Χλωδοβίκο και ζήτησε σε γάμο την αδελφή του Αυδοφλέδα. Μετον γάμο αυτό ο Θευδέριχος πίστευε ότι θα εξασφάλιζε τη συμμαχία των Φράγκων, που από το 486 είχαν καταλύσει τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλλία.

Με τον Γονδεβαύδο, πατρίκιο και στρατηλάτη των Γαλλιών, οι Οστρογότθοι είχαν περισσότερες δυσκολίες. Ενώ πολεμούσαν ακόμη τον Οδόακρο, μεταξύ 491 και 493, μια επιδρομή των Βουργούνδων από την Προβηγκία που κατείχαν έφτασε ως την κοιλάδα του Πάδου με αποτέλεσμα την απαγωγή 6.000 περίπου αιχμαλώτων. Για να απελευθερώσει τα θύματα της επιδρομής αυτής ο Θευδέριχος έστειλε στον Γονδεβαύδο ως πρεσβευτή τον επίσκοπο Τικίνου (Παβίας) Εννόδιο, και οι Βουργούνδοι δέχθηκαν την πρότασή του χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς να ζητήσουν λύτρα.

Τότε ο Θευδέριχος άρπαξε την ευκαιρία: μία από τις κόρες του, η Αριάγνη παντρεύτηκε τον διάδοχο του βουργουνδικού θρόνου Σιγισμούνδο, ενώ η άλλη η Θευδιχούσα, παντρεύτηκε τον Αλάριχο Α’, βασιλιά των Βησιγότθων. Ο βασιλιάς των Βάνδαλων δέχτηκε να παντρευτεί την αδελφή του Θευδέριχου Αμαλαφρίδα, που θα του απέδιδε το φρούριο Λιλύβαιο στην Σικελία.

Ως τις αρχές του 6ου αιώνα ο Θευδέριχος έδειχνε να έχει εξουδετερώσει κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο για το κράτος του από τη Δύση. Αν το σύστημα που χρησιμοποιούσε η αυτοκρατορία για να προσεταιρισθεί τους βαρβάρους ήταν η θεωρητική υποτέλεια, το σύστημα των δυναστικών γάμων που εφάρμοζε ο Θευδέριχος κινδύνευε να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματικό στην πράξη. Οι βάρβαροι άρχισαν να ενώνονται.

Η πολιτική αυτή του Θευδέριχου συνάντησε έναν απροσδόκητο αντίπαλο στο πρόσωπο του απολίτιστου ακόμα Φράγκου βασιλιά Χλωδοβίκου, που φαίνεται ότι αδιαφορούσε ακόμα για τη συμμαχία ανάμεσα στους βαρβάρους που επεδίωκε ο Θευδέριχος ή προσπαθούσε να επιτύχει την επιβολή της δικής του ηγεμονίας στην Δύση. Σε αυτήν την δεύτερη προσπάθειά του ο Χλωδοβίκος φαίνεται ότι είχε, αν όχι την ώθηση, σίγουρα την έγκριση του αυτοκράτορα Αναστασίου.

Γύρω στο 500 οι Φράγκοι λεηλάτησαν την χώρα των Βουργούνδων και δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν βεβαιώθηκαν για τη στρατιωτική αδυναμία του βασιλιά Γονδεβαύδου που δέχτηκε υποχρεωτικά να παραχωρήσει την ανηψιά του Κλοτίλδη στον Χλωδοβίκο. Ο Θευδέριχος έμεινε ουδέτερος στη σύρραξη αυτή, γεγονός όμως είναι ότι καιροσκοπούσε, προσπαθώντας να βρει κάποιο πρόσχημα για να αποσπάσει την Προβηγκία από τους ανίσχυρους Βουργούνδους, που ήταν όμως υποτελείς στον αυτοκράτορα Αναστάσιο. Έτσι, οι σχέσεις ανάμεσα στο οστρογοτθικό βασίλειο και την ανατολική αυτοκρατορία που ποτέ δεν ήταν άριστες, ψυχράνθηκαν ακόμα περισσότερο.

Το 500 ο Θευδέριχος ήταν απόλυτος κύριος της Ιταλίας, έχοντας προσδέσει στην πολιτική του τους βαρβάρους ηγεμόνες της Δύσης με δεσμούς αίματος, ρυθμίζοντας όπως ήθελε τα εκκλησιαστικά ζητήματα του βασιλείου του, σε μια εποχή που οι θρησκευτικές έριδες ρύθμιζαν την κοινωνική συνείδηση, ο αρειανός αρετικός Θευδέριχος θα μπορούσε να επιχειρήσει, τώρα που ήταν ισχυρότατος, εκέινο που δεν είχε κατορθώσει όταν ήταν ακόμη περιπλανώμενος φύλαρχος της χερσονήσου του Αίμου: να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Για την ολοκλήρωση της τρομερής αυτής απειλής δεν έλειπε παρά μόνο ένας ισχυρός στόλος, όπως ήταν ο βανδαλικός. Ευτυχώς για την αυτοκρατορία οι Βάνδαλοι δεν έδειχναν πια να είναι διατεθειμένοι να εμπλακούν σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Για την αντιμετώπιση του κινδύνου που συνεπαγόταν η οστρογοτθική ηγεμονία πάνω στη βαρβαρική Δύση η αυτοκρατορία έψαχνε να βρει συμμάχους ισχυρούς και ακατάβλητους. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος που βρισκόταν στο θρόνο ήδη από το 491 ήταν ικανός και επιδέξιος. Τους συμμάχους αυτούς ο αυτοκράτορας κατάλαβε ότι έπρεπε να τους βρει ανάμεσα στους βαρβάρους της Δύσης. Και σε αυτόν τον σκοπό, την καταπολέμηση της οστρογοτθικής ηγεμονίας στη Δύση, έμελλε να αφιερώσει ο Αναστάσιος ολόκληρη την εξωτερική του πολιτική.

Αν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος η αυτοκρατορία δεν μπορούσε παρά να ειρηνεύσει με τους βαρβάρους για να διατηρήσει τα σύνορά της, τώρα, που το μεγάλο κύμα των εισβολών δείχνει να έχει κοπάσει, ξαναγίνεται επιθετική και αποβλέπει στην παλινόρθωση της κυριαρχίας της στη Δύση. Από την άποψη αυτή, η βασιλεία του Αναστασίου δεν είναι παρά μια εισαγωγή στην εποχή του Ιοσυτινιανού.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους