Η ψυχή του έθνους των Ελλήνων

Κανένα έθνος στη διαδρομή των αιώνων δεν έχει να παρουσιάσει τόση πολυμορφία πολιτικών διαρθρώσεων και πολιτιστικής δημιουργικότητας όση το ελληνικό. Δεν είχε κόμη δύσει η αρχαία «πόλις« και είχε ήδη από το βορειότερο ελλαδικό χώρο ανατείλει μια νέα μορφή πολιτικής ζωής. Ο παλαιός όμηρος στην πόλη του Επαμεινώνδα και ο γιος του, ο παλαιός μαθητής του Αριστοτέλη στη Μίεζα, θεμελίωσαν μια νέα ελληνική ζωή, μέσα σε ένα νέο ελληνικό χώρο. Μέσα σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια άλλαξε εντελώς η εικόνα του ελληνισμού. Δεν άλλαξε μόνο ο χάρτης ούτε μόνο οι τύποι των πολιτευμάτων ούτε το νόημα των πόλεων ούτε οι ανώτατοι σκοποί των πολιτειών. Άλλαξε η ψυχή του έθνους των Ελλήνων.

Η ψυχή του έθνους των Ελλήνων

Με την κατάκτηση του Ανατολικού κόσμου, ο Αλέξανδρος μετέφερε την ιστορία του Ελληνικού έθνους σε ένα νέο επίπεδο. Η μικρή Ελλάδα έγινε η ελληνική ανατολική οικουμένη. Οσοδήποτε και αν δεν ήταν δυνατόν να μεταβληθούν οι γηγενείς πληθυσμοί του απέραντου αυτού κόσμου, η πολιτική ηγεσία τους περιήλθε σε ελληνικά χέρια. Την πολιτική ηγεσία παρακολούθησε και η δημιουργική δύναμη και η λαμπηδόνα του ελληνικού πνεύματος. Θεωρώντας αυτές τις εξελίξεις διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μορφή του Ελληνισμού. Ένα κοινό στρώμα στη βάση, όπου κείνται όλα τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους, συνεχίζεται από τους περασμένους αιώνες, νέες όμως εκφάνσεις του αναδύονται, ενώ εκείνο το βασικό σώζεται αμετάβλητο.

Φανερώθηκε τότε κατ’ εξοχήν το μοναδικό προνόμιο του Ελληνισμού, να υφίσταται η πορεία του βαθιές αλλαγές, αλλά να διατηρείται η βαθύτερη ουσία του ανέπαφη. Από την ίδια νερομάνα πηγάζουν ο αρχαϊκός, ο κλασικός και ο λεγόμενος ελληνιστικός Ελληνισμός. Η ίδια και εδώ χαρακτηριστική ροπή προς τη μορφή, τα ίδια πρωτεία στη δύναμη του λόγου, η ίδια καταξίωση της εγκοσμιότητας και προπαντός η ίδια ροπή για προσωπική ελευθερία και στη σκέψη και στην πράξη.

Ως δημιουργός και φορέας του ελληνικού, και κατά συνέπεια το ευρωπαϊκού πνεύματος, εισδύει ο Έλλην των ελληνιστικών χρόνων ως την κοιλάδα των μεγάλων ποταμών και ως τις πηγές σχεδόν του Νείλου. Από τον κόσμο τούτο, τον φορτωμένο με τους δικούς του πολιτισμούς, μπορεί ο Έλλην να πήρε πολλά, αλλά τα συνδάσε με τα δικά του πλούτη χωρίς να πειραχθεί κατά βάθος η ελληνικότητά του.

Κατακτήσεις εξίσου μεγάλες και αιφνίδιες όπως του Αλέξανδρου γνωρίζει πολλές η ιστορία. Οι περισσότερες έρχονται και παρέρχονται, όπως μια θύελλα πάνω από τον ωκεανό. Αντίθετα, στην περίπτωση της κατάκτησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις κυριότερες τουλάχιστον περιοχές, και ιδίως στα μεγάλα κέντρα, η ελληνική διείσδυση είχε φθάσει σε σημείο που να μην μπορεί πια το ελληνικό στοιχείο να αποσπαθεί από τη γηγενή βάση των γηγενών πληθυσμών.

Τούτο το βαθύτερο ριζοβόλημα σε ένα μεγάλο μέρος του ελληνιστικού κόσμου εξηγείται από πολλά αίτια. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ότι, μολονότι ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες ξεκίνησαν για μια εκδικητική εκστρατεία, γαι την κατάλυση του περσικού κράτους, γρήγορα προχώρησαν από την αρνητική αυτή θέση προς καθαρά θετικούς στόχους.

Ο Αλέξανδρος, αλλά και όσοι είχαν εμποτισθεί από το πνεύμα του, δεν θέλησαν απλώς να καταλύσουν ένα κράτος, αλλά να ιδρύσουν ένα νέο, που ενώ έμελλε να είναι κατά βάση ελληνικό, θα διατηρούσε από τα προηγούμενα κράτη και σχήματα όσα ήταν σκόπιμο να διατηρηθούν, σε τρόπο ώστε τελικά να δημιουργηθεί κράτος με μικτή σύνθεση, αλλά με σαφώς προεξάρχοντα ελληνικό χαρακτήρα. Είχε έτσι ξεπερασθεί το στενό ελλαδικό πνεύμα και έμπαινε μέσα στην ιστορία των Ελλήνων, για πρώτη φορά, ένα στοχείο οικουμενικότητας και υπερεθνικής ενότητας των ανθρώπων.

Για να πετύχει το ριζοβόλημα των Ελλήνων στις ξένες αυτές χώρες, με την τόσο ποικίλη εθνική σύνθεση έπρεπε εκτός από την ίδρυση νέων πόλεων στις πιο κατάλληλες θέσεις να ανοιχθεί διάπλατα η ψυχή των κατακτητών προς τα ήθη και τα έθιμα και προπαντός προς τις θρησκείες των κατακτημένων πληθυσμών.

Γενικά, οι Ελληνιστικοί χρόνοι μπορούν να χαρακτηρισθούν ως χρόνοι των μεγάλων συγκρητισμών. Πάνω από τους ειδικότερους συγκριτισμούς που συντελέστηκαν σε διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικές ψυχικές περιοχές, δύο βασικοί συγκρητισμοί πρέπει να εξαρθούν: η πληρέστερη συγχώνευση των βορείων και των νοτίων Ελλήνων από τη μια και όλων αυτών η σύμμιξη με τους λαούς που κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος από την άλλη. Μεταξύ βορείων και νοτίων Ελλήνων υπάρχει βιολογική ταυτότητα, ταυτότητα θρησκείας, σχετική μόνο διαφορά ψυχοσύνθεσης, καθώς και του είδους των ελληνικών διαλέκτων. Διαφορές όμως υπάρχουν και στην πολιτειακή διάρθρωση και στην παιδευτική στάθμη.

Στους ελληνιστικούς χρόνους με την πυκνή επικοινωνία και τη μοιραία ανάμιξη των κατοίκων οι διαφορές αυτές όσο και να είναι δυνατόν, αδυνατίζουν, όπου δεν εξαφανίζονται. Οι νότιοι Έλληνες λησμόνησαν την αληθινή πόλη και οι βόρειοι εγκολπώθηκαν τη νοθευμένη πόλη ως ιδέα και προσπάθησαν να τη πραγματοποιήσουν, έστω και ως ένα κενό ομοίωμα, στο μακεδονικά βασίλεια της Ασίας και της Αφρικής.

Ωστόσο, ανεπαίσθητες ήταν οι διαφορές ανάμεσα στις φυλές του ελληνικού εθνους, αν τις αντιπαραβάλουμε με τις βασικές αντιθέσεις που χώριζαν Ελλάδα και Ανατολικό κόσμο, και που ο Αλέξανδρος, έκφραση του ελληνικού κόσμου, θέλησε να υπερνικήσει και αυτές, για να φθάσει στη σύνθεση αυτών των δύο ανθρωπίνων μορφών ζωής, με πάντα όμως επικρατέστερο το ελληνικό στοιχείο. Κανείς δεν μπορεί να πει σήμερα ως που θα έφτανε κατά την επιβολή αυτής της σύνθεσης και τι με αυτήν θα κατόρθωνε.

Οι Διάδοχοι του δεν εγκατέλειψαν αυτήν την πολιτική, αλλά την περιόρισαν ως εκεί που ήταν απαραίτητα ως την ομαλή συμβίωση των δύο στοιχείων και την απρόσκοπτη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, τονίζοντας περισσότερο από ό,τι ο Αλέξανδρος την υπεροχή του ελληνικού στοιχείου. Η πολιτική των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γενικά όλων των Ελλήνων, απέναντι στις εθνότητες που κατέκτησαν υπήρξε σταθερή και γι’ αυτό απέδωσε. Ελάχιστες υπήρξαν οι αντιδράσεις των εθνοτήτων αυτών εναντίον τους. Επί τρεις αιώνες οι Έλληνες σε όλο τον μεσανατολικό χώρο δεν είχαν σημαντικές συγκρούσεις με τους κατακτημένους λαούς.

Στην κυρίως Ελλάδα, όπου το ήταν διάφορο το κλίμα, αλλά όπου και πάλι η αυτόνομη πόλη πλάι στις μεγάλες μοναρχίες δεν μπορούσε να επιζήσει, εφευρέθηκε το σχήμα της Συμπολιτείας που επέτρεπε τον σχηματισμό στρατών με περισσότερους άνδρες και περισσότερα εφόδια. Η εξαφάνιση της απόλυτης αυτονομίας της ελληνικής πόλης, του βασικού αυτού στοιχείου της ελληνικής πολιτικής ζωής, αποτελεί ένα τα πιο σημαντικά γεγονότα γενικά της πολιτικής ιστορίας. Επειδή έλειψε η «πόλις» πολλοί νόμισαν ότι έλειψαν και οι Έλληνες. Έλειψαν όμως οι πολίτες μόνο, δεν έλειψαν οι Έλληνες.

Όταν οι πολίτες πάψουν να είναι και στρατιώτες, τότε οι οποιοιδήποτε στρατιώτες γίνονται ρυθμιστές και της πολιτικής εξουσίας, χωρίς να γίνονται πολίτες. Την πολιτική εξουσία ασκούν τότε όχι οι πόλεις, όχι οι πολίτες, αλλά οι στρατοί. Επί πενήντα σχεδόν χρόνια από τον θάνατο Μεγάλου Αλεξάνδρου στρατοί διατρέχουν τον απέραντο χώρο που είχε σχηματίσει αυτός με τις κατακτήσεις του και στόλοι αυλακώνουν τις θάλασσες του με αδιάκοπα μεταβαλλόμενες τύχες και αδιάκοπα μετασχηματιζόμενους συνδυασμούς ώσπου κάποτε άρχισε να καταλαγιάζει αυτή η τρικυμία του πολέμου, για να μπορέσουν τρεις προπαντός, οι πιο τυχεροί, να στερεώσουν την απόλυτη εξουσία τους σε ένα τμήμα ο καθένα της απέραντης κληρονομιάς που είχε αφήσει ο Μέγας Αλέξανδρος.

Μέσα στους αχανείς εκτεταμένους αυτούς χώρους οι συντακτικοί νόμοι της άλλοτε κυρίαρχης πόλης γίνονται νόμοι απλώς μιας λιγότερο ή περισσότερο αυτοδιοικούμενης κοινότητας, καθώς η κυρίαρχη εξουσιαστική βούληση από την αγορά μετοίκησε στα στρατόπεδα, που ήταν συγχρόνως και η αυλή των πολιτικών ηγετών. Ενώ όμως όλο και πιο σπάνια εμφανίζονται οι πόλεις ως αυτοδύναμες και αυτοτελείς πολιτικές μονάδες και μεταβάλονται όλο και συχνότερα σε κύτταρα τεράστιων πολιτικών οργανισμών.

Ωστόσο μέσα σε αυτά τα νέα πολιτικά σχήματα, που από την αρχή του 3ου π.Χ. αιώνα άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται, ο στρατιώτης κατακτητής χωρίς να είναι και πολίτης έμεινε κατά τα κύρια γνωρισματά του Έλλην. Ένας νέος τύπος Έλληνα αλλά ταυτόχρονα συνεχιστής, και κατά τον πολιτισμό, και κατά τα ήθη, του Έλληνα πολίτη των κλασικών χρόνων. Με τις αρετές του κατόρθωσε να βάλει γνήσια ελληνική σφραγίδα στο νέο κόσμο και να εδραιώσει πολιτείες, που επί αιώνες διέθεταν μεγάλες πολιτικές και πολιτιστικές ελληνικές δυνάμεις, υλικό και πνευματικό πλούτο και μεγάλη, σε όλη την οικουμένη, επιβολή.

Στηριγμένοι στην στρατιωτική τους επικράτηση στην εισρροή αποίκων από την Ελλάδα και στις καινούργιες πόλεις τους, γενικά στην κυρίαρχη πολιτική και πολιτιστική τους θέση, οι Έλληνες, σε σύντομο διάστημα, μετέβαλαν στην σύσταση του Ανατολικού κόσμου, τον μεταμόρφωσαν σε κόσμο που δίκαια ονομάστηκε ελληνιστικός. Το κύριο κέντρο του Ελληνισμού μεταφέρθηκε την Ανατολή. Η Αθήνα δεν έσβησε, αλλά χλώμιασε μπροστά στη λάμψη της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, του Περγάμου και της Ρόδου.

Πολιτική εξουσία και πολιτιστικές δυνάμεις μετακινήθηκαν προς ανατολάς, εκεί όπου αιώνες συνετελείτο η σύζευξη των ελληνικών στοιχείων με ποικίλα ανατολικά, ώσπου να σημάνει η μεγάλη ιστορική στιγμή, όπου για αιώνες συζεύχθησαν ελληνικό πνεύμα και Χριστιανισμός.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους