Η σφαγή του Κομμένου ήταν μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην ιστορία της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στις 16 Αυγούστου 1943, στο χωριό Κομμένο που βρίσκεται στον νομό Άρτας και είναι χτισμένο κοντά στις όχθες του ποταμού Άραχθου.
Το Κομμένο Άρτας βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Άραχθου, κοντά στον Αμβρακικό κόλπο. Αποτελεί (από το 2010), ιστορική έδρα του Δήμου Νικολάου Σκουφά. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, είχε 626 κατοίκους. Κατά την απογραφή του 1940, ο πληθυσμός του ήταν 776 άτομα.
Τα γεγονότα πριν τη σφαγή
Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, μετέπειτα Γυμνασιάρχη και μάρτυρα κατηγορίας στη Δίκη της Νυρεμβέργης, ένα γερμανικό τζιπ με δύο στρατιώτες του τάγματος Φιλιππιάδας διενεργούσε περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Ξαφνικά εμφανίστηκε στην πλατεία του χωριού. Ο οδηγός του έχασε τον έλεγχο και το τζίπ ανατράπηκε από λακκούβα στο χωματόδρομο. Άλλοι δύο Γερμανοί επέβαιναν στο όχημα. Πριν κατακαθίσει η σκόνη που σήκωσε το όχημα οι κάτοικοι του χωριού και οι αντάρτες διαλύθηκαν. Ορισμένες θαρραλέες γυναίκες πρόλαβαν και έκρυψαν τα όπλα στα χόρτα πίσω από την ταβέρνα. Ένας Ελασίτης χειριστής του οπλοπολυβόλου επιχείρησε να σκοτώσει τους τρεις Γερμανούς που επέβαιναν στο ανοιχτό “Φόλκσβαγκεν”. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Το τζιπ με την βοήθεια των χωρικών επαναφέρθηκε στην κανονική θέση και οι στρατιώτες ελαφρά τραυματισμένοι επέστρεψαν στη Φιλιππιάδα όπου έδωσαν αναφορά. Ο επικεφαλής ταγματάρχης Φάλνερ (Falner) της μονάδας Φιλιππιάδας Πρέβεζας επικοινώνησε με το Στρατηγείο στα Ιωάννινα (στρατηγός Χούμπερτ Λαντς (Hubert Lanz)) και έλαβε την εντολή «να εξαφανίσει το χωριό από το χάρτη» σύμφωνα με εντολές του Αδόλφου Χίτλερ.
Στο γερμανικό όχημα, επέβαιναν ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, ένας υπασπιστής του και ο οδηγός, υποδεκανέας Άντον Μπάντερ.
Ο Ζάλμινγκερ είχε τραυματιστεί συνολικά 14 φορές σε διάφορες μάχες! “Αυτό που τον χαρακτήριζε δεν ήταν μόνο θάρρος και ηγετικές ικανότητες αλλά και υπέρμετρη φιλοδοξία για άνοδο και περισσότερες διακρίσεις” (Έριχ Σίντλερ, συμπολεμιστής του Ζάλμινγκερ, συνέντευξη, 1998).
O συγγραφέας Χέρμαν Φρανκ Μάγερ (γιος Γερμανού αξιωματικού πού εκτελέστηκε από Έλληνες αντάρτες), αναφέρει ότι στο βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα Στέφανου Παππά έχει κάποιες ανακρίβειες καθώς «ο Hubert Lanz δεν είναι ο εντολέας της «ισοπέδωσης» του Κομμένου, διότι αφίχθη στην Ήπειρο στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 ενώ η σφαγή έγινε στις 16 Αυγούστου 1943».
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, στις 12 Αυγούστου 1943 μια μικρή ομάδα ανταρτών μπήκε στο χωριό Κομμένο με σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων. Στη διάρκεια της παραμονής τους, μια αναγνωριστική ομάδα από δύο Γερμανούς μοτοσυκλετιστές μπήκε τυχαία στο χωριό και μόλις είδαν τους αντάρτες έφυγαν χωρίς να εμπλακούν μαζί τους. Οι κάτοικοι που αντιλήφθηκαν το γεγονός το ίδιο βράδυ διανυκτέρευσαν στην ύπαιθρο φοβούμενοι αντίποινα. Αντιπροσωπεία των κατοίκων την άλλη μέρα πήγε στον Ιταλό διοικητή της Άρτας με σκοπό να εξηγήσουν τα γεγονότα και να ζητήσουν την κατανόηση του για το συμβάν. Εκείνος τους καθησύχασε και τους διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Διαφορετική όμως ήταν η άποψη της Γερμανικής διοίκησης της 1ης Ορεινής Μεραρχίας που έδρευε στα Γιάννενα. Καθώς οι προσπάθειες των κατακτητών να πλήξουν το αντάρτικο είχαν ισχνά αποτελέσματα, οι Γερμανοί αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν παραδειγματική επιχείρηση αντιποίνων.
Αρκετοί κάτοικοι του Κομμένου, προβλέποντας ότι αυτό το γεγονός θα είχε οδυνηρές επιπτώσεις, εγκατέλειψαν το χωριό και κρύφτηκαν στη βαλτώδη περιοχή του Άραχθου. Παράλληλα, μια αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον πρόεδρο του χωριού Λάμπρο Ζορμπά, τον ιερέα Λάμπρο Σταμάτη και τον καθηγητή Στέφανο Παππά, πήγαν στην Άρτα για να εξηγήσουν στο ιταλικό αρχηγείο το συμβάν με τους Γερμανούς και το οπλοπολυβόλο. Ανέφεραν ότι οι αντάρτες όχι απλά δεν είχαν προσκληθεί από αυτούς αλλά ότι το χωριό υπέφερε από τις απαιτήσεις τους.
Κανείς απ’ όσους μετείχαν στη συνάντηση με τους προεστούς του Κομμένου δεν καταγόταν απ’ το χωριό, όλοι ήταν “ξένοι” και ανήκαν είτε στον ΕΛΑΣ είτε στον ΕΔΕΣ. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να τιμωρηθούν οι κάτοικοι του Κομμένου εξαιτίας της συμπεριφοράς των ανταρτών.
Στις 13 Αυγούστου 1943, η αντιπροσωπεία επέστρεψε στο Κομμένο, φέρνοντας ευχάριστα νέα. Η ιταλική διοίκηση τους διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κανένας φόβος για πιθανή αντεκδίκηση ή σκληρά αντίποινα και ότι δεν ευθυνόταν κάποιος απ’ το χωριό για την παρουσία των ανταρτών και του οπλοπολυβόλου στο Κομμένο. Δυστυχώς όμως για τους κατοίκους του μαρτυρικού Κομμένου, οι Γερμανοί είχαν τελείως διαφορετική άποψη απ’ τους συμμάχους τους (ως τότε…) Ιταλούς.
Το 98ο Σύνταγμα, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, αποτελούνταν από τρία τάγματα. Το τρίτο βρισκόταν υπό τις διαταγές του 30χρονου ταγματάρχη Ράινχολντ Κλέμπε. Ο 12ος λόχος αποτελούνταν από 120 άνδρες και διοικητής του ήταν ο 29χρονος υπολοχαγός Βίλι Ρέζερ.
Οι άνδρες του Συντάγματος ήταν στην πλειοψηφία τους μπαρουτοκαπνισμένοι, είχαν πολεμήσει στη Ρωσία και προέρχονταν από το Μαυροβούνιο όπου είχαν σκοτώσει “περίπου 10.000 κομμουνιστές ή λήσταρχους” (κατά τη ναζιστική ορολογία).
Είχαν στρατοπεδεύσει στις όχθες του Λούρου, στην περιοχή μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτας. Πήραν μέρος σε διάφορες “εκκαθαριστικές επιχειρήσεις” (δολοφονίες και σφαγές αμάχων στην πλειοψηφία τους δηλαδή), στη μαρτυρική και αδούλωτη Ήπειρο, από τις αρχές Ιουλίου ως τα μέσα Αυγούστου. Όμως τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων αυτών δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικά για τους αδίστακτους ναζί…
Η αναφορά της 12ης Αυγούστου, για την περιπέτεια του Ζάλμινγκερ στο Κομμένο, ήταν καταδικαστική για το χωριό (αν και έβριθε ανακριβειών…).
Όμως, στις 14 Αυγούστου 1943, η ηγεσία της μεραρχίας αποφάσισε και: “η ομάδα Ζάλμινγκερ έλαβε διαταγή να προετοιμάσει αιφνιδιαστική επιχείρηση κατά της διαπιστωμένης συμμορίας στο Κομμένο”.
Ο, τότε δεκανέας, Άλμπερτ Τσάντερ, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σφαγή, μιλώντας στον H.F. Mayer τη δεκαετία του 1990 είπε: “Ολόκληρος ο λόχος (12/98) μας, έπρεπε πρώτα να συγκεντρωθεί στο στρατόπεδο και μετά ο διοικητής του λόχου, Βίλι Ρέζερ, μας εξήγησε τους λόγους για την επιχείρηση εκδίκησης της επόμενης ημέρας. Μέσα στο χωριό δέχτηκε ο διοικητής του συντάγματός μας εχθρικά πυρά και γι’ αυτό έπρεπε να τιμωρηθεί το χωριό. Ο Ζάλμινγκερ το είπε (κατάπτυστο ψέμα όπως προκύπτει απ’ όσα αναφέραμε…). Το χωριό στο οποίο θα γινόταν η επιχείρηση βρισκόταν στα χέρια των ανταρτών. Ναι, και μετά μας είπαν ότι έπρεπε να καταστρέψουμε τα πάντα, επειδή οι Εγγλέζοι είχαν μόλις βομβαρδίσει την Κολωνία και αναρίθμητα γυναικόπαιδα είχαν βρει τον θάνατο κατά τον βομβαρδισμό” (χωρίς σχόλια…).
Ο Σίγκμουντ Κραν, που ανήκε τότε στο προσωπικό κουζίνας, ανέφερε: “Το πρωί έπρεπε να δώσω καφέ στους στρατιώτες που ήταν έτοιμοι για την πορεία. Τότε, είχε ακουστεί ότι έψαχναν εθελοντές για κάποια ειδική αποστολή. Παρουσιάστηκαν όμως εθελοντικά μόνο 12 με 15 άτομα κι έτσι ακυρώθηκε η πρώτη διαταγή και ύστερα από απόφαση του διοικητή του λόχου έπρεπε να προετοιμαστεί ολόκληρος ο 12ος λόχος του 98ου συντάγματος για την επικείμενη πορεία”.
Προφανώς, οι ελάχιστοι εθελοντές που παρουσιάστηκαν έκαναν τους Ζάλμινγκερ και Κλέμπε να δώσουν εντολή στον Ρέζερ να συμμετέχει με όλο του τον λόχο στην “επιχείρηση εκδίκησης”.
Η σφαγή
Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, η μηχανοκίνητη μονάδα ναζιστικών στρατευμάτων από τη Φιλιππιάδα, με την εντολή της Διοίκησης Ιωαννίνων, εισέβαλε στο χωριό Κομμένο της Άρτας τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, με το πρόσχημα των αντιποίνων για την ύπαρξη ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στην περιοχή. Το χωριό κοιμόταν ήσυχο μετά από γαμήλια γιορτή πού είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Στο χωριό υπήρχαν και ορισμένοι φιλοξενούμενοι από την Πρέβεζα. Την εποχή εκείνη πρακτικά το Κομμένο ανήκε στο Νομό Πρέβεζας με θαλάσσια επικοινωνία. Τα ναζιστικά στρατεύματα προέβησαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του άμαχου πληθυσμού. Έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν. Λίγοι ξέφυγαν με βάρκες στον Αμβρακικό Κόλπο. Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα. Συνολικά οι νεκροί της σφαγής ήταν 317 άτομα. Διασώθηκαν 440 άτομα. Η σφαγή του Κομμένου Άρτας είναι ισοδύναμη με αυτή των Καλαβρύτων και του Διστόμου. Ο αείμνηστος Στέφανος Παππάς, μετέπειτα γυμνασιάρχης, από το Κομμένο, νεαρός τότε επέζησε της σφαγής και έγραψε βιβλίο με πλήρη περιγραφή των γεγονότων. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του είναι το εξής: «Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Άλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα. Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παππάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης…».
Σύμφωνα με μια δεύτερη παραλλαγή των γεγονότων, το έργο της σφαγής ανατέθηκε στο 98ο Σύνταγμα του συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ. Το ξημέρωμα της 16ης Αυγούστου 100 άνδρες του 12ου λόχου με επικεφαλής των υπολοχαγό Ρέζερ οπλισμένοι με όλμους, πολυβόλα, χειροβομβίδες και αυτόματα όπλα περικύκλωσαν το χωριό. Η τελευταία εντολή που πήραν από τον Ρέζερ, σύμφωνα με μαρτυρία ενός από τους στρατιώτες, ήταν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Οι άντρες της Βέρμαχτ εκτέλεσαν κατά γράμμα την εντολή. Οι στρατιώτες σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Έμπαιναν στα σπίτια των αιφνιδιασμένων χωρικών και ξεκλήριζαν ολόκληρες οικογένειες. Χαρακτηριστικό είναι ότι 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέχρις ενός. Επί 9 ώρες οι Γερμανοί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν ότι υπήρχε στο διάβα τους. Όταν αποχώρησαν είχαν αφήσει πίσω τους 317 νεκρούς μεταξύ των οποίων 97 νήπια και παιδιά μέχρι 15 χρονών και 119 γυναίκες. H σφαγή έγινε μια μέρα μετά το πανηγύρι του χωριού για τη γιορτή της κοιμήσεως της παρθένου Μαρίας.
Μετά τη σφαγή
Ο επικεφαλής των δολοφόνων ταγματάρχης Φάλνερ εκτελέστηκε αργότερα στη Σερβία από παρτιζάνους αντάρτες του στρατάρχη Τίτο. Για τον υπολοχαγό Κόβιακ δεν υπάρχουν πληροφορίες.
Ο επικεφαλής Μέραρχος των Ναζί στα Ιωάννινα Χούμπερτ Λαντς παραπέμφθηκε και δικάσθηκε στη συνακόλουθη της Δίκης της Νυρεμβέργης γνωστής ως “Δίκη των ομήρων” (Hostages Trial) ή Δίκη του Λιστ ως εγκληματίας πολέμου, το 1947, και καταδικάστηκε σε 12 έτη κάθειρξης. Ωστόσο αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Ο Λαντς κατά τη δεκαετία του 1970 έλαβε μέρος σε τηλεοπτική συζήτηση με τον γνωστό από τη δράση του στην κατεχόμενη Ελλάδα Βρετανό στρατιωτικό Κρις Γουντχάους στην τηλεόραση της Κολωνίας (Köln) σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. Πολιτική αγωγή και μάρτυρας κατηγορίας στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ήταν ο Στέφανος Παππάς, με δικηγόρο τον καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωάννη Σιόντη, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Κράτους.
Ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ που με τη ψεύτικη αναφορά του έγινε αφορμή για τη σφαγή του Κομμένου, σκοτώθηκε μια μέρα πριν φύγει από την Ελλάδα, στην περιοχή του Λούρου όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε έπεσε σε κορμό που είχαν στήσει στον δρόμο οι αντάρτες του ΕΔΕΣ. “Το κεφάλι του δεν είχε αποκοπεί εντελώς, αλλά κρεμόταν ακόμη στο σώμα από ένα μόνο κομμάτι κρέας στο πίσω μέρος του λαιμού”.
Ο υπολοχαγός Λούντβιχ Βίλιμπαλντ Ρέζερ σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικού βομβαρδισμού στο Φράιμπουργκ στις 27 Νοεμβρίου 1944.
Ο ταγματάρχης Κλέμπε, από το 1946 ως το 1950, σπούδασε στο Μόναχο κτηνιατρική και έγινε διδάκτορας. Μετά το 1950, συμμετείχε στην ανασύσταση του γερμανικού στρατού, οργανώνοντας το 114ο τάγμα ορεινών καταδρομών στο Μίτενβαλντ. Το 1969, πήγε στην Αργεντινή, καθώς συνταξιοδοτήθηκε, ενώ το 1973-1974, πήγε στην Κίνα και την Ταϊβάν για να εκπαιδεύσει Κινέζους στρατιώτες στην τακτική των ορεινών καταδρομών. Πέθανε το 1992 σε ηλικία 79 ετών.
Η “δίκη” για τη σφαγή του Κομμένου
Στις 3 Δεκεμβρίου 1945, κατέθεσε σχετικά με την υπόθεση Κομμένο ο Ευστάθιος Νησιώτης καταγγέλλοντας ως υπεύθυνο τον στρατηγό φον Στέτνερ, διοικητή της μεραρχίας Εντελβάις, στην οποία ανήκε ο λόχος 12/98. Στις 12 Δεκεμβρίου 1945 και στις 9 Μαρτίου 1946, κατέθεσε ο καθηγητής Στέφανος Παππάς για τη σφαγή.
Το 1965 το ελληνικό ΥΠΕΞ παρέδωσε τις καταθέσεις των Παππά-Νησιώτη στην πρεσβεία της, τότε, Δυτικής Γερμανίας στην Αθήνα. Το 1968, ξεκίνησε μια “δίκη-παρωδία” υπό τη διεύθυνση του πρωτοδικείου Ι του Μονάχου.
Από τους μάρτυρες που κατέθεσαν, προέκυψε ότι “ο χαρακτηρισμός σφαγή δεν είναι επ’ ουδενί λόγω υπερβολή”.
Ο μοναδικός επιζώ από τους τρεις βασικούς υπεύθυνους της σφαγής, ο Κλέμπε, κατέθεσε το 1968.
Το πόρισμα της εισαγγελικής έρευνας: “Οι έρευνες έκαναν φανερό ότι ο κατηγορούμενος δρ Κλέμπε μπήκε στο χωριό μόνο μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης”. Μάλιστα, ο εισαγγελέας επαίνεσε (!) τον Κλέμπε, γιατί επέπληξε έντονα τον διοικητή του λόχου (τον νεκρό Βίλι Ρέζερ), μετά από όσα είδε! Έτσι… “με βάση τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να διακοπούν οι έρευνες κατά του κατηγορούμενου δρ Κλέμπε ελλείψει αποδείξεων”.
Ο Άλμπερτ Τσάντερ, ο δεινός πυροβολητής που θέρισε τουλάχιστο 19 άτομα στο Κομμένο, ανάμεσά τους και τους νεόνυμφους Θεοχάρη και Αλεξάνδρα, θεωρήθηκε “ότι εξαναγκάστηκε με τη βία να πράξει κατά τον τρόπο αυτό”.
Σήμερα
Ήδη από τη δεκαετία του ’60 Γερμανοί ιδιώτες έμαθαν για τη σφαγή του Κομμένου και επισκέφθηκαν το χωριό. Μάλιστα μια ευκατάστατη Γερμανίδα χρηματοδότησε την ανέγερση νέου Δημοτικού Σχολείου. Από τη δεκαετία του 1980 άρχισε να ασχολείται με τις θηριωδίες των Ναζί ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, ο οποίος και για το σχετικό βιβλίο του τιμήθηκε από την Κοινότητα Κομμένου.
Το έτος 2003, Γερμανοί ακτιβιστές παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων άπλωσαν πανό μέσα στο Μουσείο Περγάμου που βρίσκεται στο τέως Ανατολικό Βερολίνο με το σύνθημα «Καλάβρυτα- Δίστομο – Κομμένο. Να αναγνωρισθεί η σφαγή και να δοθούν αποζημιώσεις», στα Γερμανικά και Ελληνικά. Τελικά στις 30 Απριλίου 2004 ανακοινώθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ότι ο εισαγγελέας του Μονάχου άνοιξε το φάκελο της σφαγής του Κομμένου, και ο Πρόεδρος του Κομμένου Γεώργιος Παππάς δήλωσε ότι επιτέλους ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω διεκδικήσεις. Κάθε χρόνο στις 15-16 Αυγούστου γίνεται στο Κομμένο μνημόσυνο και τελετές σε ανάμνηση αυτής της θηριωδίας που δεν τιμά τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό.
Ο καθηγητής Αθανάσιος Γκότοβος στο βιβλίο του “Τσαμουριά”:
“Χαρακτηριστικές για τον συνδυασμό φίλτρου, λιτότητας και ψεύδους είναι οι επίσημες αναφορές των γερμανικών υπηρεσιών της εποχής για δύο από τα χειρότερα εγκλήματα πολέμου στην κατεχόμενη Ελλάδα, τη σφαγή στο Κομμένο και τη σφαγή στο Δίστομο. Και για τις δύο περιπτώσεις οι περιγραφές δεν ξεπερνούν τις δέκα γραμμές, εμφανίζουν τη σφαγή ως μάχη που έγινε μετά από επίθεση ένοπλων ανταρτών εναντίων των γερμανικών στρατευμάτων και παρουσιάζουν τους νεκρούς ως πεσόντες στη μάχη αντάρτες μαχητές”.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Σφαγή_του_Κομμένου
Πηγή: https://www.protothema.gr/stories/article/708391/16-augoustou-1943-i-sfagi-tou-kommenou-tis-artas/