Ο πόθος των Ελλήνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και μετά ήταν η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό όλων των ελληνικών περιοχών. Το 1881, εξήντα χρόνια μετά τον ξεσηκωμό, πραγματοποιήθηκε η προσάρτηση της Θεσσαλίας στο νέο ελληνικό κράτος.

Μετά το συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο συγκλήθηκε για να ανατρέψει όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούπολης (σύνθηκη που τερμάτισε τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 και καθιστούσε τη Ρουμανία, την Σερβία και το Μαυροβούνιο ανεξάρτητα κράτη, την Βουλγαρία αυτόνομη Ηγεμονία και τις Βοσνία και Ερζεγοβίνη αυτόνομες), η Πύλη προκάλεσε αμέτρητες δυσκολίες στο ζήτημα της διευθέτησης των βόρειων συνόρων της Ελλάδας, θέμα που προβλεπόταν στο δέκατο τρίτο πρωτόκολλο της συνθήκης.
Θεωρώντας ότι το πρωτόκολλο αποτελούσε απλώς υπόδειξη και όχι υποχρεωτική ρύθμιση, οι Τούρκοι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, που συμμετείχαν στην ελληνοτουρκική επιτροπή συνόρων στην Πρέβεζα, αντιτάχθηκαν στη γραμμή των συνόρων που είχε προτείνει η ελληνική πλευρά, επειδή ήταν της γνώμης ότι ήταν ασύμφορη από στρατηγική άποψη. Ενθάρρυναν επίσης τις διαμαρτυρίες των Αλβανών που με ενισχυμένη την εθνική τους συνείδηση και με την υποστήριξη του Αλβανικού Συνδέσμου που πρόσφατα είχε συσταθεί, υπέβαλλαν τα αιτήματά τους στο συνέδριο του Βερολίνου αμφισβητώντας τις αξιώσεις των Ελλήνων στην νότια Ήπειρο.
Το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε στη συνέχεια -χάρη στην πρωτοβολία του Salisbury- σε μια συνδιάσκεψη που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Και εδώ όμως η Πύλη πρόβαλε και πάλι λυσσαλέα αντίδραση στις ελληνικές αξιώσεις παρά το επιχείρημα που προέβαλε ο Salisbury όταν τα παλαιά σύνορα του 1832 παρουσίαζαν πάντα ελλείψεις, ότι είχαν αποτελέσει πηγή αδυναμίας για το σουλτάνο και ότι είχαν ενθαρρύνει την ανάπτυξη της ληστείας, γεγονός επιζήμιο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η τουρκική αναβλητικότητα οδήγησε τον Απρίλιο του 1879 στη δημιουργία της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου με πρόεδρο τον Λόρδο Rosebury και την υποστήριξη των Glastone, Dilke και Granville. Οι Άγγλοι φιλελεύθεροι ακολούθησαν αντιτουρκική πολιτική. Γι΄αυτό οι ελπίδες των Ελλήνων αναπτερώθηκαν για ακόμη μια φορά όταν ο Glastone ήρθε στην εξουσία τον Απρίλιο του 1880. Τον Μάιο ο βασιλιάς Γεώργιος επισκέφθηκε το Παρίσι και το Λονδίνο.
Οι Δυνάμεις συγκατάνευσαν να συγκαλέσουν μια συνδιάσκεψη στο Βερολίνο στην οποία αντιπροσωπεύθηκε η Ελλάδα, όχι όμως και η Τουρκία. Μια αγγλογαλλική πρόταση που υποβλήθηκε προέβλεπε να εκτείνεται η γραμμή των συνόρων από τις κορυφές του Ολύμπου ως τις εκβολές του ποταμού Καλαμά, ρύθμιση που έδινε τα Ιωάννινα στην Ελλάδα. Αλλά μια κυβερνητική κρίση που ξέσπασε στη Γαλλία άλλαξε την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας και αυτό ενθάρρυνε τους Τούρκους να απορρίψουν χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόταση για την χάραξη των συνόρων.
Η οργή στην Αθήνα ήταν μεγάλη. Μεγάλη ήταν και η απογοήτευση του βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος πιεζόμενος από τον Τρικούπη, υπέγραψε στις 8/20 Ιουλίου το διάταγμα της επιστράτευσης, εξουσιοδοτώντας τον να το δημοσιεύσει μόλις έκρινε ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή. Ο Τρικούπης το δημοσίευσε στις 5 Αυγούστου έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει τη διαβεβαίωση του λόρδου Granville, υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας, ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν είχε αντίρρηση.
Στις 5/17 Οκτωβρίου 1880 ο βασιλιάς Γεώργιος επέστρεψε στην Αθήνα. Οι νέες εκλογές που είχαν διεξαχθεί ευνόησαν τον Κουμουνδούρο που σχημάτισε κυβέρνηση στις 13/25 Οκτωβρίου. Αυτός όμως δεν βιάστηκε να προχωρήσει σε κήρυξη πολέμου. Ήλπιζε ακόμα, όπως και ο βασιλιάς Γεώργιος, ότι οι Δυνάμεις θα πίεζαν την Πύλη. Δεν άρχισε να κινείται δραστήρια παρά μόλις τον Ιανουάριο του 1881. Κάλεσε εφέδρους υπό τα όπλα και διέδωσε πλατιά φήμες ότι είχε γίνει συμφωνία Ελλάδας-Σερβίας. Παράλληλα εκτόξευσε δημόσια απειλές κατά της Τουρκίας και ενθάρρυνε εξεγέρσεις Αλβανών κατά του τουρκικού ζυγού. Η δράση του δεν άργησε να φέρει τα αποτελέσματά της.
Οι δυνάμεις που φοβούνταν μην ξεσπάσει πόλεμος, συγκλαλεσαν στα τέλη Φεβρουαρίου 1881, νέα συνδιάσκεψη σε επίπεδο πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ με την μεσολάβηση του Bismark, που έπαιξε για ακόμη μία φορά τον ρόλο του «ανέντιμου» μεσίτη, οι Τούρκοι προσφέρθηκαν να παραχωρήσουν στην Ελλάδα την Κρήτη στη θέση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Οι Έλληνες όμως απέρριψαν αυτήν τη προσφορά γιατί ήξεραν ότι με τον καιρό θα κέρδιζαν την Κρήτη, και άρχισαν να στέλνουν δυνάμεις στρατού στα βόρεια σύνορα μέσα σε ατμόσφαιρα παλλαϊκού ενθουσιασμού. Τελικά, οι Τούρκοι που πιέζονταν από τις Δυνάμεις, προσφέρθηκαν να παραχωρήσουν την Θεσσαλία και ένα μέρος της Ηπείρου.
Ο Κουμουνδούρος αποδέχθηκε αυτή την πρόταση στις 31 Μαρτίου/12 Απριλίου και τελικά συμφώνησε με τους όρους της συνήκης που υπογράφτηκε από τις Δυνάμεις και την Πύλη στις 12/24 Μαΐου 1881. Οι Δυνάμεις είχαν συνειδητοποιήσει ότι οι Τούρκοι ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν μάλλον παρά να κάνουν υποχωρήσεις στο θέμα της γραμμής του Καλαμά, επειδή ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν την Πρέβεζα, το κύριο λιμάνι των Ιωαννίνων, που εξουσίαζε την είσοδο του κόλπου της Άρτας.
Η νέα γραμμή που καθόριζε τα σύνορα της Ελλάδας άρχιζε λίγο βορειότερα από την κοιλάδα των Τεμπών και έφθανε ως τον κόλπο της Άρτας. Έτσι η Ελλάδα προσαρτούσε όλη σχεδόν της πεδιάδα της Θεσσαλίας με τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητές της, αλλά στην περιοχή της Ηπείρου αποκτούσε μόνο την περιφέρεια της Άρτας. Τα σύνορα αυτά άφηναν απέξω τον Όλυμπο στα ανατολικά και τα Ιωάννινα στα δυτικά.
Από στρατηγική άποψη παρουσίαζαν πολλές ελλείψεις από την ελληνική σκοπιά των πραγμάτων. Αν και οι Έλληνες αποκτούσαν στα δυτικά τον έλεγχο της Πούντας, που βρίσκεται απέναντι στην Πρέβεζα, δεν πέτυχαν να κερδίσουν μια γραμμή που να είναι εύκολο να την υπερασπίσουν. Στα ανατολικά δεν τους δόθηκε το στενό Καραλίκ, το οποίο θα εξασφάλιζαν το 1882 έπειτα από συνοριακά επεισόδια και από την ευνοϊκή απόφαση μια μεικτής επιτροπής.
Στην Αθήνα ο Τρικούπης και η αντιπολίτευση κατήγγειλαν τον Κουμουνδούρο ως προδότη, επειδή αποδέχτηκε την πρόταση για το διακανονιμσό του ζητήματος, που επισφραγίστηκε τελικά με την ελληνοτουρκική συμφωνία της 20ης Ιουνίου/2ας Ιουλίου. Ωστόσο η Ελλάδα αποζημιώθηκε για την επιστράτευσή της με σχεδόν 13.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 500.000 κατοίκους.
Οι Έλληνες της Κρήτης έμειναν ήσυχοι όλο αυτό το διάστημα για χάρη του κοινού συμφέροντος. Είχαν όμως αποκομίσει κάποια οφέλη από τη συνθήκη του Βερολίνου. Τον Οκτώβριο του 1878 η Πύλη ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στις Δυνάμεις και επέκτεινε τον Οργανικό Νόμο του 1868 προβαίνοντας σε νέες παραχωρήσεις -ενέργεια που έμεινε γνωστή ως σύμβαση της Χαλέπας, μια σύμβαση που ικανοποίησε περισσότερο τους χριστιανούς παρά τους μουσουλμάνους.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Με πληροφορίες από: Η ενοποίηση της Ελλάδας, Douglas Dakin