Οι πρώτες μεγάλες αναμετρήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων με τους Οθωμανούς άρχισαν δέκα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ως την εποχή αυτή η Ευρώπη έμενε αδρανής στον τουρκικό επεκτατισμό, προσπαθώντας κυρίως να εξασφαλίσει τη διακίνηση των εμπορικών της πλοίων στις ελληνικές θάλασσες παρά να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τον κίνδυνο.

Ωστόσο, σοβαρές προστιβές είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα και ιδίως από τις αρχές του 15ου αιώνα, κυρίως μεταξύ της Βενετίας και των τουρκικών προφυλακών στην ελληνική χερσόνησο. Οι προστριβές αυτές ξεκινούσαν από ναυτικά επεισόδια, τα οποία προκαλούσε η πειρατική δραστηριότητα των Τούρκων στο Αιγαίο. Η κατάσταση έγινε κρίσιμη μετά την επικράτηση των Οθωμανών στα παράλια του Ελλησπόντου, γεγονός που απείλησε άμεσα την ελεύθερη διαπόρθμευση των Στενών και την απρόσκοπτη διεξαγωγή του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Εύξεινου και Αιγαίου.
Όλα αυτά οδήγησαν σε αναπόφευκτες αντιθέσεις των Γενουατών και των Βενετών από τη μια και των Τούρκων από την άλλη. Οι αντιθέσεις αυτές προκάλεσαν και την πρώτη πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του βενετικού και του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία της Καλλίπολης (1416). Ενώ όμως η εντυπωσιακή νίκη του βενετού ναυάρχου Πέτρου Loredan έδειξε την αδιαφιλονίκητη ακόμη υπεροχή των Ευρωπαίων στη θάλασσα και επέβαλε, έστω και πρόσκαιρα, την βενετική κυριαρχία στον έξω από τον Ελλήσποντο θαλάσσιο χώρο, τα μετέπειτα πολεμικά γεγονότα προδιέγραψαν ζοφερό το μέλλον των «φράγκικων» κτήσεων στην Ανατολή.
Η πολιτική της Βενετικής Δημοκρατίας έναντι των Οθωμανών διαμορφώθηκε ουσιαστικά με βάση τα εμπορικά συμφέροντα της στην Ελληνική Ανατολή. Από το 1430 και έπειτα μια σειρά από στρατιωτικές ήττες της Βενετίας από τους Τούρκους ανάγκασε την Γαληνοτάτη Δημοκρατία να προσανατολιστεί στην υιοθέτηση «ρεαλιστικής» πολιτικής έναντι των οθωμανικών επεκτάσεων, με την οποία επεδίωκε την όσο το δυνατόν διαρκέστερη «αναβολή του δεινού» , της αναπόφευκτης βενετικής αναδίπλωσης. Η πολιτική αυτή (που συμφωνούσε με την καθιερωμένη ήδη και από τις άλλες ιταλικές δημοκρατίες μακιαβελλική τακτική του πολιτικού καιροσκοπισμού) σταθεροποιήθηκε μετά τις αποτυχίες των «σταυροφορικών» χριστιανικών συνασπισμών.
Τα πλαίσια της βενετικής πολιτικής έναντι των Τούρκων άρχισαν να καθορίζονται επίσημα με τις υπογραφές των βενετοτουρκικών συνθηκών το 1446, 1451 και 1454. Οι συνθήκες αυτές εξασφάλιζαν κατ΄αρχήν τα εμπορικά προνόμια των Βενετών στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, αλλά δεν κατοχύρωναν την ακεραιότητα των αποικιακών κτήσεων της Γαληνοτάτης, επιβράδυναν απλώς την οθωμανική επέκταση.
Από τον πρώτο βενετοτουρκικό πόλεμο ως τις αρχές του 18ου αιώνα οι υπογραφές τουρκοβενετικών συνθηκών έκλειναν τις περιόδους εχθροπραξιών με επισημοποίηση σχεδόν πάντοτε (μοναδική εξαίρεση η Συνθήκη του Κάρλοβιτς, 1699) των βενετικών απωλειών και της ενσωμάτωσης τους στην οθωμανική επικράτεια. Οι Βενετοί στις πολεμικές τους αυτές επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ελαφρούς ιππείς, τους stradioti, που ήταν κυρίως Έλληνες από τις βενετικές κτήσεις και τις τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Οι Έλληνες την περίοδο των βενετοτουρκικών πολέμων
Πολύ δύσκολος κατά τις περιόδους των πολέμων αυτών ήταν ο ρόλος των Ελλήνων των τουρκοκρατούμενων περιοχών. Από τη μία υφίσταντο όλες τις καταστροφές που προκαλούσε η παρουσία πολυάριθμων στρατευμάτων και γενικά τις αναστατώσεις εξαιτίας των εχθροπραξιών. Συχνά ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται σε διάφορους τομείς του τουρκικού στρατού και να προκαλούν -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- το θάνατο σε συμπατριώτες τους της αντίπαλης πλευράς.
Από την άλλη ενδιαφέρονταν να έρθουν σε επαφή με το χριστιανικό στρατόπεδο, και εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις, να προκαλέσουν ένοπλη επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, με σκοπό την εκδίωξη των Τούρκων. Οι επαφές αυτές συνδυάζονταν κατά κανόνα με προσπάθειες για τη διοργάνωση επαναστατικών κινημάτων τα οποία ξεκινούσαν από την ελπίδα της δυτικής βοήθειας.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις ελληνικών επαναστατικών κινημάτων που έδωσαν την δυνατότητα στους Βενετούς να δημιουργήσουν υπολογίσμα μέτρα αντιπερισπασμού, ευνοϊκά για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Παρ΄ όλα αυτά η συμβολή των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε μόνο για τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των χριστιανικών δυνάμεων: αμέσως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών οι δυτικοί εγκατέλειπαν στην τύχη τους τούς επαναστάτες.
Οι Βενετοί μάλιστα, όταν κατόρθωναν να αποκαταστήσουν τις ειρηνικές τους σχέσεις με τους Τούρκους, αντιδρούσαν συστηματικά στις αντιτουρκικές ενέργειες των Ελλήνων, καταδιώκωντας με πάθος τους πρωταγωνιστές τους. Οι τελευταίοι, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν συμπαραστάτες, στρέφονταν προςτους πολιτικούς αντιπάλους της Βενετίας στην Ιταλία -τον πάπα και κυρίως τους Ισπανούς- δημιουργώντας με την τακτική τους αυτή νέες αφορμές προστριβών και κάποτε διπλωματικών περιπλοκών μεταξύ των άλλοτε συμμάχων. Η κατάσταση αυτή όχι μόνο ανέκοψε τη μακρόχρονη και επίπονη πορεία των ραγιάδων προς την ελευθερία, αλλά επηρέασε αποφασιστικά και τους πολιτικούς τους προσανατολισμούς, ιδίως κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους