Επί Διοκλητιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου συντελέστηκε μια γενική «αποκατάσταση» και «ανανέωση» στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ύστερα από δεκαετίες κρίσεων. Η ενότητα της αυτοκρατορίας αποκαταστάθηκε, η αυτοκρατορική εξουσία σταθεροποιήθηκε εκ νέου και τα σύνορα της αυτοκρατορίας πρόσφεραν και πάλι ασφαλή προστασία ενατίον των βαρβάρων. Συγχρόνως όμως μέσα από τη μεγάλη αυτή μεταμόρφωση στη δομή του αυτοκρατορικού θεσμού, προήλθαν συνέπειες με απώτερες επιπτώσεις με κορυφαία την μετακίνηση της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο.

Η «δεσποτεία» των αυτοκρατόρων-θεών μεταμορφώθηκε σε δεσποτεία αυτοκρατόρων ελέω θεού, ο μοναρχικός θεσμός απέκτησε μια νέα πρωτεύουσα, μια νέα πολιτικο-στρατιωτική ηγετική τάξη, που αποτελείτο από τις κορυφαίες δυνάμεις της κρατικής υπαλληλίας και από τους ανώτερους αξιωματούχους του στρατού, κατέλαβε τη θέση που της ανήκε στο κράτος και την κοινωνία. Η διοίκηση του κράτους, ο στρατός, τα οικονομικά τέθηκαν σε νέα βάση και η χριστιανική Εκκλησία κέρδιζε ολοένα έδαφος όχι μόνο στις ψυχές αλλά και στο κράτος. Με την εξέλιξη αυτή δημιουργήθηκαν τα θεμέλια της χριστιανικής αυτοκρατορίας.
Η γενική κατάρρευση της ρωμαϊκής δύναμης στη Δύση στη διάρκεια ενός αιώνα (375-476μ.Χ.) πρέπει μάλλον να χαρακτηρισθεί ως «πτώση» παρά ως «κρίση», γιατί η διαδικασία αυτή, αντίθετα με την ιστορία του 3ου μ.Χ. αιώνα, δεν περιέκλειε πια ούτε διέξοδο ούτε δυνατότητες επανόρθωσης. Το γεγονός ότι στη Δύση το ρωμαϊκό κράτος δεν κατάφερε να αντέξει στην ορμή των μεταναστεύσεων των λαών τον 5ο μ.Χ. αιώνα ήταν αποτέλεσμα μιας προοδευτικά βαθύτερης αποξένωσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας, που προετοιμάσθηκε από την εξέλιξη του αυτοκρατορικού θεσμού στη διάρκεια του 3ου μ.Χ. αιώνα και επιτάθηκε με τη δημιουργία του ύστερου ρωμαϊκού κράτους επί Διοκλητιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Η πολιτική των δύο αυτών αυτοκρατόρων έβγαλε το κράτος τελικά από την κρίση της προηγούμενης περιόδου, αλλά συγχρόνως δημιούργησε αναπόφευκτα νέες εντάσεις και συγκρούσεις, οι οποίες έμελλε να έχουν αργότερα ολέθριες επιπτώσεις. Ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος δημιούργησαν ένα πανίσχυρο και πανταχού παρόν απολυταρχικό κρατικό σύστημα με γιγαντιαίο γραφειοκρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Τη συντήρηση αυτού του κράτους χρειάσθηκε να επωμισθούν με αυξημένες υποχρεωτικές λειτουργίες και εισφορές οι υπήκοοί του. Φαίνεται όμως πως οι μάζες των υπηκόων δεν ήταν πια διατεθειμένες να προσφέρουν εκούσια τις αναμενόμενες παροχές. Γι’ αυτό υποχρεώθηκαν με τον επαγγελματικό καταναγκασμό και την κληρονομικότητα των επαγγελμάτων να εκπληρώνουν τις καθορισμένες από το κράτος υποχρεώσεις τους.
Η αντίδραση τους ήταν η αναζήτηση καταφυγίου στις εκτεταμένες γαίες ενός μεγαλογαιοκτήμονα, στην υπηρεσία της Εκκλησίας ή του κράτους -στη διοίκηση, στο στρατό ή ακόμη και στους βαρβάρους. Το κράτος δεν κατάφερε ποτέ να χαλιναγωγήσει αυτό το ρεύμα φυγής. Η αυτοκρατορία χρειαζόταν από τη μια μεριά μεγαλό αριθμό φορολογουμένων, παράλληλα όμως ήταν αναγκασμένη να συμπληρώνει και να αυξάνει συνεχώς τις δυνάμεις της διοίκησης και του στρατού. Γι’ αυτό βρισκόταν συχνά στην ανάγκη να ανέχεται σιωπηρά την είσοδο στη διοίκηση και στον στρατό «βουλευτών», μελών των συντεχνιών, καθώς και αγροτών, με συνέπεια να μειώνεται συνεχώς ο αριθμός των φορολογουμένων και συγχρόνως να αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που έπρεπε να πληρωθούν από τις φορολογικές προσόδους.
Η κατάσταση αυτή υπονόμευε τον αυτοκρατορικό θεσμό. Το κράτος, τουλάχιστον στη Δύση, που δεν αντιπροσωπευόταν πια παρά από τον αυτοκράτορα και από μια μικρή πολιτικο-στρατιωτική ιθίνουσα τάξη, από το προσωπικό των γραφείων και τον στρατό, έγινε αυτοσκοπός. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν οι αυτοκράτορες άρχισαν να προσλαμβάνουν ολοένα και περισσότερους βαρβάρους στο στρατό. Έτσι το χάσμα μεταξύ του πληθυσμού της αυτοκρατορίας και του ξένου ήδη κρατικού μηχανισμού διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο. Για τα μέλη των «βουλών» και για τις μάζες του κατώτερου πληθυσμού των πόλεων και της υπαίθρου ο αυτοκρατορικός θεσμός δεν ήταν παρά ένα ανυπόφορο μισητό βάρος.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η πολιτική του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου δεν συνετέλεσε μόνο στην ανόρθωση του ρωμαϊκού κράτους μετά την σκλληρή μακρόχρονη κρίση. Μακροπρόθεσμα η πολιτική αυτή συνετέλεσε και στην παρακμή και στην κατάρρευση της ρωμαϊκής κρατικής τάξης. Παράλληλα μακροπρόθεσμα η πολιτική τους έγινε αιτία η ιστορία της ρωμαϊκής Δύσης και της ρωμαϊκής Ανατολής να ακολουθήσουν πολύ διαφορετικούς δρόμους.
Η δυαρχία του Διοκλητιανού με τον Μαξιμιανό και αργότερα η τετραρχία, παρά τα γενικής ισχύος μέτρα, σήμαινε την εγκαθίδρυση στη Δύση και στην Ανατολή δύο χωριστών κεντρικών διοικητικών μηχανισμών. Η διαίρεση αυτή διατηρήθηκε και επί Κωνσταντίνου. Το αποφασιστικό όμως βήμα ήταν η ίδρυση της «Νέας Ρώμης». Από τότε υπήρχαν δύο κέντρα του ρωμαϊκού κόσμου. Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α’ το 395μ.Χ. παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν επισημοποιήθηκε η διχοτόμηση του ρωμαϊκού κράτους, υπήρχαν στην πραγματικότητα αμετάκλητα δύο αυτοκρατορίες, μία με έδρα την Κωνσταντινούπολη και μία με έδρα την Ρώμη.
Το χάσμα μεταξύ κράτους και κοινωνίας ήταν βαθύτερο στην Δύση από ό,τι στην Ανατολή. Στην Ανατολή ο αυτοκρατορικός θεσμός είχε την υποστήριξη της Εκκλησίας και επειδή αυτή ήταν περισσότερο ακόμη συνδεδεμένη με το κράτος από ό,τι η Δύση, συνδέθηκε και με την μοναρχία περισσότερο από ό,τι στη Δύση.
Μεγάλη σημασία επίσης είχε το γεγονός ότι το ανατολικό κράτος, εξαιτίας της ευνοϊκότερης γεωγραφικής του θέσης προστατευόταν καλύτερα απέναντι στους βαρβάρους, μετά την έναρξη των μεταναστεύσεων των λαών (375μ.Χ.), σε αντίθεση με το δυτικό κράτος, του οποίου τα βόρεια σύνορα ήταν πολύ εκετεθειμένα. Έτσι το δυτικό ρωμαϊκό κράτος υπονομευμένο ολοένα και περισσότερο εκ των έσω, διοικούμενο από ασήμαντους και ανίκανους αυτοκράτορες, από αυλικούς και βαρβάρους μισθοφόρους, κατέρρευσε κάτω από την ορμή των μεγάλων μεταναστεύσεων των λαών, ενώ η αληθινή κληρονομιά του Κωνσταντίνου, η βυζαντινή αυτοκρατορία έμελλε να οδηγηθεί τον 6ομ.Χ. αιώνα προς την ανανέωση και να επιζήσει της δυτικής αυτοκρατορίας για μια χιλιετία περίπου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους