Κατά τη διάρκεια της κρίσης που έπληξε τον 3ο μ.Χ αιώνα την ρωμαϊκή αυτοκρατορία η ρωμαϊκή κοινωνία διχάστηκε σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα και εξαιτίας του θρησκευτικού ζητήματος. Ο Χριστιανισμός που κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα δεν είχε κατορθώσει να προσελκύσει στους κόλπους του παρά μια μικρή μόνο μειονότητα του ρωμαϊκού κράτους, διαδόθηκε κατά τον επόμενο αιώνα σε σημαντικό βαθμό, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του κράτους και στη βόρεια Αφρική, αλλά και στην Ιταλία, στην Ισπανία και τη Γαλατία. Μόνο στις βόρειες παραμεθόριες επαρχίες ήταν ακόμη περιορισμένος ο αριθμός των οπαδών του.
Ο κυριότερος λόγος αύξησης της απήχησης του Χριστιανισμού πρέπει να αναζητηθεί ακριβώς στην κρίση του ρωμαϊκού κράτους. Η χριστιανική θρησκεία υποσχόταν παρηγοριά στην αθλιότητα της επίγειας ζωής και σωτηρία στην μετέπειτα ζωή. Εξάλλου οι θεολόγοι του Χριστιανισμού έσπευδαν να ερμηνεύσουν όλα τα κακά που συνέβαιναν ως θεία δίκη με μια θεωρία που γινόταν αποδεκτή από πολλούς.
Υπήρχαν και στις άλλες θρησκείες πνευματικά ρεύματα ικανά να θέλξουν ευρείς κύκλους και τα οποία ήταν ασυμβίβαστα με τον Χριστιανισμό. Η νεοπλατωνική φιλοσοφία που απευθυνόταν μόνο σε μια ολιγάριθμη τάξη ανθρώπων δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί ανταγωνιστής του Χριστανισμού στις μεγάλες μάζες. Πρόσφερε όμως και αυτή εντυπωσιακές ερμηνείες για την κρίση της αυτοκρατορίας και η επίλεκτη μειονότητα των διανοοούμενων εθνικών είχε ενθουσιαστεί με την απαιτητική της διδασκαλία. Οι μάζες επηρεάστηκαν έντονα από τις λαϊκές μυστηριακές λατρείες της Ανατολής, κυρίως από την λατρεία του ηλιακού θεού Μίθρα που για τους χριστιανούς δεν ήταν παρά μια ειδωλολατρική θρησκεία.
Τέλος υπήρχε και μια ακόμη θρησκευτική κίνηση, η οποία όμως δεν μπορούσε να προσελκύσει τις λαϊκές μάζες όσο οι ανατολικές μυστηριακές λατρείες, είχε όμως για τους αυτοκράτορες, για την ιθίνουσα τάξη και για το στρατό μεγάλη πολιτική όσο και ηθική σημασία. Γι΄αυτό και η βίαιη αντίδραση των χριστιανών προς αυτήν έκανε αναπόφευκτη τη σύγκρουση της χριστιανικής εκκλησίας με το ρωμαϊκό κράτος. Πρόκειται για την προσπάθεια της «δεσποτείας» και των δυνάμεων που την στήριζαν, να αναζωογονήσουν την επίσημη ρωμαϊκή θρησκεία και να επιβάλουν, στενά δεμένη με αυτή, την λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα.
Η άρνηση των χριστιανών να ενδώσουν στις απαιτήσεις της θρησκευτικής αυτής πολιτικής σήμαινε για τους ρυθμιστικούς παράγοντες της εξουσίας ότι οι χριστιανοί ήταν εχθροί του κράτους. Η προκατάληψη αυτή οδήγησε με μεγάλη ευκολία στο συμπέρασμα ότι την ευθύνη για τις μεγάλες συμφορές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την είχαν οι χριστιανοί, επειδή ακριβώς δεν ήταν πρόθυμοι να θυσιάζουν στους θεούς για τη σωτηρία του αυτοκράτορα, από την οποία ήταν εξαρτημένη η «σωτηρία» του κράτους.
Αναπόφευκτη συνέπεια της αδιαλλαξίας μεταξύ των δύο απόψεων ήταν οι διωγμοί των χριστιανών. Μεμονωμένοι διωγμοί χριστιανών είχαν γίνει και παλαιότερα επανειλλημένα σε διάφορες περιοχές του κράτους γιατί η πίστη τους θεωρήθηκε για λόγους πολιτικής ασφαλείας αθέμιτη θρησκεία. Αλλά έπειτα από μια απόφαση του Τραϊανού σταμάτησε η συστηματική δίωξη των χριστιανών και έτσι κατά το πρώτο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα μπόρεσαν οι χριστιανικές κοινότητες να αναπτυχθούν ουσιαστικά ελεύθερα σε πολλές περιοχές.
Στα μέσα όμως του 3ου μ.Χ. αιώνα η στάση των αυτοκρατόρων απέναντι στους χριστιανούς μεταβλήθηκε ριζικά. Ο Δέκιος καταγόταν από την Παννονία, δηλαδή από μια περιοχή όπου ο Χριστιανισμός δεν είχε ακόμη κατακτήσει έδαφος, και όπου η συνείδηση της ρωμαϊκής παράδοσης και κυρίως στον στρατό, ήταν εξαιρετικά ισχυρή. Το 250μ.Χ. διέταξε ο αυτοκράτορας ότι οι υπήκοοι του κράτους όφειλαν να τελούν θυσίες στους αρχαίους θεούς. Η εκτέλεση της διαταγής θα ελεγχόταν επίσημα. Πολλοί χριστιανοί συμμορφώθηκαν με το αυτοκρατορικό διάταγμα, πολλοί όμως αρνήθηκαν να πρσφέρουν θυσίες στους ειδωλολατρικούς θεούς. Οι τελευταίοι τιμωρήθηκαν με βασανιστήρια και με θάνατο.
Τον πρώτο αυτό συστηματικό διωγμό των χριστιανών στην ιστορία του ρωμαϊκού κράτους ακολούθησε και δεύτερος, από το 257μ.Χ., επί Ουαλεριανού, που σταμάτησε μόνο όταν ο αυτοκράτορας συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Πέρσες. Τρίτος διωγμός διατάχθηκε από τον Αυρηλιανό, λίγο πριν το θάνατό του, το 275μ.Χ. αλλά δεν συνεχίστηκε. Οι δύο μεγάλοι διωγμοί του Δέκιου και του Ουαλεριανού, αν και δεν διήρκησαν πολύ, στοίχησαν πολλά θύματα. Οι εσωτερικές αυτές συγκρούσεις δημιούργησαν ένα ακόμη ρήγμα μεταξύ των υπηκόων του κράτους. Και μολονότι από το 260μ.Χ. η Εκκλησία γνώρισε τέσσερις δεκαετίες ησυχίας, η σύγκρουση μεταξύ ειδωλολατρείας και Χριστιανισμού δεν είχε ακόμη οριστικά σιγάσει.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους