Οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 1920 διεξήχθησαν την 1η Νοεμβρίου κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων. Την απόφαση της διεξαγωγής τους έλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος ύστερα από συνεχή αιτήματα της αντιπολίτευσης και αφού είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία υπογραφής της συνθήκης των Σεβρών. Από τις εκλογές νικητής αναδείχθηκε η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις ενώ ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που πριν λίγους μήνες η Βουλή τον είχε ανακηρύξει «άξιον της Ελλάδος ευεργέτην και σωτήρα της πατρίδος» δεν εκλέχθηκε ούτε βουλευτής. Μετά την αποτυχία του αυτή ο Βενιζέλος κατέφυγε αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Όπως είχε δηλώσει θα εγκατέλειπε την πολιτική αν έχανε τις εκλογές.

Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου και η θριαμβευτική επάνοδος του Κωνσταντίνου μετά από δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου, παρείχε το έδαφος για ανοιχτή εκδήλωση των ενδοσυμμαχικών αντιδράσεων και την ανέλπιστη ενθάρρυνση των ανταγωνιστικών δυνάμεων της Ελλάδας. Η αποκατάσταση του Κωνσταντίνου στο θρόνο θα κρινόταν από τις Δυνάμεις της Συνεννοήσεως ως προσεπικύρωση των εχθρικών πράξεων του. Η διακοπή κάθε οικονομικής βοήθειας θα αποτελέσει το πρώτο βήμα. Η βρετανική εφεκτικότητα απέναντι στις ακραίες γαλλικές και ιταλικές θέσεις δεν θα απολήξει παρά στην ηπιότερη διατύπωση της ελληνικής καταδίκης σε πολιτική και οικονομική απομόνωση ή και στην επιβίωση αμυδρών ελπίδων για συμπαράσταση προορισμένων τελικά να διαψευσθούν.
Οι διεθνείς προϋποθέσεις για την οικοδόμηση του καθεστώτος των Σεβρών κατέρρεαν πράγματι ανεπανόρθωτα. Μετά την αποκατάσταση του Κωνσταντίνου στο θρόνο, οι επιφυλάξεις των ευρύτερων πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών κύκλων του Λονδίνου απέναντι στον έντονα φιλελληνικό προσανατολισμό της πολιτικής του Λόυντ Τζώρτζ εντείνονταν, η έκδηλη ροπή της γαλλικής κυβέρνησης για αναθεώρηση της στρατηγικής της στην Εγγύς Ανατολή αποκτούσε απτό περιεχόμενο ενώ εκδηλωνόταν απροσχιμάτιστα η ιταλική επίθεση στην εδαφική επέκταση της Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, το εθνικιστικό μέτωπο της Άγκυρας στην κρίσιμη φάση της οριστικής κατισχύσεως στο πολιτικό και της συστηματικής οργάνωσης στο στρατιωτικό πεδίο, επωφελούνταν από την ευνοϊκή συρροή θετικών εξελίξεων. Η σοβιετική ηγεσία διέβλεπε στην ενίσχυση του κεμαλικού κινήματος το μέσο για την ανάσχεση της βρεταννικής επιρροής. Παράλληλα η φροντίδα της κεμαλικής πτέρυγας να ενθαρρύνει την προοπτική μιας νέας μορφής, διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, απαλλαγμένης από το βάρος των διομολογήσεων, άφηνε ανοιχτό το πεδίο για την αποκατάσταση των σχέσεων ακόμα και με τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους.
Στο μεταίχμιο κρίσιμων επιλογών, η νέα ελληνική ηγεσία όφειλε να σταθμίσει τα διπλωματικά σε στενή συνάρτηση με τα κυρίως στρατηγικά δεδομένα. Η εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών προϋπόθετε την ικανότητα Ελλάδας να επιβάλλει την ισχύ της με στρατιωτικά μέσα. Η ανταπόκριση στο πρωταρχικό αυτό αξίωμα συνεχόταν με το κρίσιμο πολιτικοστρατιωτικό δίλημμα: οι ένοπλες ελληνικές δυνάμεις θα απέβλεπαν στην αμυντική κάλυψη της γεωγραφικής ζώνης της Σμύρνης ή θα επεξέτειναν την ακτίνα δράσης τους στη μικρασιατική ενδοχώρα με σκοπό να πλήξουν το κεμαλικό κίνημα στις εστίες του;
Η κρίσιμη επιλογή της νέας πολιτικής ηγεσίας -προέλαση ή άμυνα- θα βασιζόταν στην παράλληλη αποτίμηση των στρατιωτικών, των διπλωματικών και, αναπόφευκτα, των εσωτερικών πολιτικών δεδομένων. Στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η γραμμή Προύσας-Ουσάκ, προσωρινή σύμφωνα με τη σταθερή άποψη του Γενικού Επιτελείου, έπρεπε είτε να βελτιωθεί με την προώθηση προς τη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ είτε να εγκαταλειφθεί, εφόσον αποφασιζόταν η σύμπτυξη του μεώπου στην περιμετρική ζώνη της Σμύρνης. Το δίλημμα συνεχόταν με τις διπλωματικές εξελίξεις στο βαθμό που η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων αντιμετωπιζόταν ως μέσο πίεσης προς την κατεύθυνση της Άγκυρας, αν ιδίως κατέληγε να επιφέρει καίριο πλήγμα σε βάρος των Τούρκων ανταρτών.
Παράλληλα, η αποτίμηση του πιθανού αντίκτυπου στο επίπεδο της κοινής γνώμης δεν ενθάρρυνε οπωσδήποτε τη νέα κυβέρνηση να υιοθετήσει την ιδέα της σύμπτυξης του μετώπου ακόμη και όταν προτάθηκε, τον Ιανουάριο του 1921, από τον ίδιο τον Βενιζέλο. Ο εμπνευστής του τολμηρού οράματος της Μεγάλης Ελλάδας, χωρίς να έχει ειδικά υιοθετήσει την ιδέα της εσωτερικής συμφιλίωσης, είεση επιδείξει αυξημένη αίσθαη ευθύνης όταν, δύο μήνες μετά την εκλογική του ήττα, προσφερόταν να αναζητήσει πεδίο προσέγγισης με τη νέα κυβέρνηση: η γραμμή άμυνας του ελληνικού στρατού θα ήταν δυνατόν να συμπέσει με τα όρια της Συνθήκης των Σεβρών και να περιλάβει τα εδάφη της κοιλάδας του Μαιάνδρο. Εφόσον θα καλούνταν από την ελληνική κυβέρνηση, θα δεχόταν να αναλάβει ορισμένη αποστολή στο εξωτερικό.
Ο Δημήτριος Ράλλης, πρόεδρος της μεταβενιζελικής κυβέρνησης, ήταν έτοιμος να ανταποκριθεί θετικά στην πρωτοβουλία του παλαιού πολιτικού του αντιπάλου, αλλά ο ουσιαστικός ηγέτης του αντιβενιζελικού κινήματος, Δημήτριος Γούναρης, τον ανέτρεψε για να αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Η συμβιβαστική χειρονομία του Βενιζέλου, ικανή να αμβλύνει την οξύτητα των σκοπιμοτήτων της εσωτερικής πολιτικής, δεν απέληγε σε θετικό αποτέλεσμα.
Η επιλογή της Αθήνας έκλινε τελικά προς την υιοθέτηση της επιθετικής πολεμικής τακτικής. Η εξύψωση του μειωμένου κύρους της νέας ελληνικής κυβέρνησης στο εξωτερικό, η διατήρηση του υψηλού ηθικού των μαχομένων στρατευμάτων, η ένταση της πίεσης και, εδεχομένως, η εκκαθάριση της κατάστασης προτού ενισχυθεί περισσότερο το κεμαλικό καθεστώς, είχαν καίριο αντίκρισμα στη δραματική αυτή απόφαση.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Με πληροφορίες από: Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος