Η μεταφορά του κηρύγματος του Ιησού, της πρώτης δηλαδή Χριστολογίας, από την αραμαιόφωνη στη ελληνόφωνη ιουδαϊκή χριστιανική κοινότητα έφερε μαζί της ως πρώτο στοιχείο την καθαρά γλωσσική μετάφραση των όρων που χρησιμοποιούνταν στην αραμαϊκή γλώσσα σε σχέση με τη Χριστολογία. Έτσι ο τίτλος rabbi έγινε «διδάσκαλος», ο maran(a) «κύριος (ημών ή μου)», ο messiah «Χριστός», ο ben David «υιός Δαυίδ», ο ebbedh «παίς».
Αλλά στη μεταφορά αυτή υπήρχε και ένα άλλο σπουδαιότερο στοιχείο συνδεδεμένο με το γεγονός ότι οι ελληνιστές Ιουδαίοι χρησιμοποιούσαν την Παλαιά Διαθήκη όχι στο εβραϊκό πρωτότυπο αλλά στη μετάφραση των Εβδομήκοντα. Το ότι οι ελληνιστές Ιουδαίοι ήταν συνηθισμένοι στη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα συνετέλεσε στο να γίνουν κατά τη γλωσσική μεταφορά των χριστολογικών τίτλων ουσιαστικές μεταβολές στη σημασία των όρων, μεταβολές που χωρίς να αναιρούν τις προθέσεις της αρχικής αραμαϊκής Χριστολογίας, θέτουν τις βάσεις για τις χριστολογικές ομολογίες που επικράτησαν πια οριστικά στα Ευαγγέλια και στην Ιστορία. Οι βασικές και κεντρικές χριστολογικές ομολογίες είναι ότι ο Ιησούς είναι Κύριος και ότι είναι Χριστός.
Ο αραμαϊκός τίτλος που αντιστοιχεί στο ελληνικό «κύριος» σε σχέση με τη Χριστολογία των πρώτων αραμαϊκών χριστιανικών κοινοτήτων είναι κατά πάσα πιθανότητα ο τίτλος mari (maran) που έχει κεντρική θέση στην πρώτη Χριστολογία. Ο τίτλος αυτός στην καθημερινή χρήση του ήταν απλώς τίτλος ευγενούς προσφώνησης -κάτι σαν την προσφώνηση «κύριε» στην σύγχρονη ελληνική- χωρίς ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία.
Αντίθετα ένας άλλος όρος που μεταφράστηκε επίσης με τη λέξη «κύριος» στους Εβδομήκοντα, ο όρος adhonai, είχε για τους Ιουδαίους τόσο μεγάλη θρησκευτική σημασία ώστε δεν χρησιμοποιόταν -τουλάχιστον στους χρόνους της Καινής Διαθήκης- για ανθρώπους αλλά μόνο για τον Θεό. Το γεγονός αυτό απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα στην εξέλιξη της αρχικής Χριστολογίας, όταν οι πρώτοι Χριστιανοί εφάρμοσαν στο πρόσωπο του Ιησού τον 11Οο Ψαλμό με την φράση «είπεν ο Κύριος των Κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου». Το γεγονός ότι η μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί στον Ψαλμό αυτό την ίδια ελληνική λέξη τόσο για το yhwh, όσο και για το adhonai που αντιστοιχούν στο εβραϊκό πρωτότυπο, ανοίγει στους ελληνιστές Ιουδαίους τον δρόμο για την εφαρμογή στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού πολλών χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης που χρησιμοποιούν τον όρο «κύριος» για τον Θεό.
Έτσι σε συνδυασμό με την παράδοση της Ανάληψης του Ιησού στους ουρανούς και την ενθρόνισή του στα δεξιά του Θεού οι ελληνιστές Ιουδαίοι χριστιανοί φαίνεται να δίνουν την πρώτη μορφή στην ομολογία ότι ο Ιησούς είναι Κύριος, δηλαδή Θεός -μια ομολογία που προοριζόταν να εδραιωθεί τόσο στην Καινή Διαθήκη όσο και στην ιστορία της Εκκλησίας.
Η συμβολή των ελληνιστών στην θεμείωση της Χριστολογίας δεν ήταν απλώς ένα τυχαίο σύμπτωμα της χρησιμοποίησης της ελληνικής μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης. Η ιδέα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός υπάρχει ήδη στην Χριστολογία των αραμαϊκών κοινοτήτων με άλλη μορφή. Αλλά οι ελληνιστές Ιουδαίοι χριστιανοί με τη χρήση της ελληνικής μετάφρασης της Βίβλου και την κάποια εξοικείωσή τους με την ελληνική νοοτροπία κάνουν το πρώτο και καίριο βήμα προς μια οντολογική Χριστολογία. Βέβαια, η ολοκλήρωση αυτού του βήματος δεν ανήκει σε αυτούς, αλλά στους πρώτους Έλληνες που θα εγκολπωθούν τον Χριστιανισμό. Αυτό που προσφέρουν οι ελληνιστές Ιουδαίοι είναι μια απάντηση στο ερώτημα για την τωρινή θέση του Ιησού, απάντηση που προδικάζει ή μάλλον εμπεριέχει τη λατρεία του Ιησού από την Εκκλησία και το μαρτύριο προς χάριν Του, δηλαδή όλα τα στοιχεία μιας υπαρξιακής ομολογίας της θεότητας του Ιησού.
Παρόμοιες παρατηρήσεις ισχύουν και για τον τίτλο «Χριστός». Η ομολογία των αραμαϊκών κοινοτήτων ότι ο Ιησούς θα επανέλθει ως Χριστός και ότι υπέφερε ως ο Μεσσίας εφαρμόζεται τώρα από τους ελληνιστές Ιουδαίους χριστιανούς στην τωρινή κατάσταση του Ιησού: ο Ιησούς, ως «καθήμενος εν δεξιά του Πατρός» είναι ο Χριστός. Έτσι γίνεται κύρια προσπάθεια της απολογητικής των Χριστιανών αυτών να αποδείξουν από την Παλαιά Διαθήκη των Εβδομήκοντα ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ό,τι έγινε με τον τίτλο «Κύριος» γίνεται και με τον τίτλο «Χριστός»: ένα βήμα προς την οντολογική Χριστολογία και συγχρόνως η διαμόρφωση της πρώτης ομολογίας πίστεως που θα χρησιμοποιείται στο βάπτισμα των πρώτων Χριστιανών.
Η ομολογία Χριστός (εστί) Ιησούς ή Ιησούς (εστί) Χριστός, που αποτελεί το πρώτο βαπτισματικό σύμβολο στην ιστορία του Χριστιανισμού, οφείλεται στους πρώτους ελληνιστές Ιουδαίους χριστιανούς. Σε αυτούς οφείλεται και ο επιθετικός τίτλος, που προέκυψε από τον ρηματικό του βαπτισματικού συμβόλου, Ιησούς Χριστός, που επιβλήθηκε στην ιστορία ως ο κατεξοχήν τίτλος του ιδρυτή του Χριστιανισμού, καθώς και ο τίτλος Χριστιανοί, που δημιουργείται πρώτη φορά στις ελληνιστικές ιουδαϊκές χριστιανικές κοινότητες.
Ο ελληνιστικός ιουδαϊσμός είχε επίσης προετοιμάσει το έδαφος για τη χρησιμοποίηση ιδεών και εικόνων που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχική Χριστολογία, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι έννοιες της «σοφίας» και του «λόγου», δύο ιδέες που πέρασαν από τον ελληνικό μυθολογικό και φιλοσοφικό κόσμο στον ιουδαϊκό, διυλισμένες στην εβραϊκή σκέψη. Έτσι η έννοια της «σοφίας» παίρνει στα κείμενα του ελληνιστικού Ιουδαϊσμού τον χαρακτήρα της προϋπάρξεως και πολλές φορές του αυθυπόστατου προσώπου, που είναι «εικών» και «απαύγασμα» του Θεού. Το ίδιο ισχύει και για την έννοια του «λόγου», που θεωρείται σχεδόν συνώνυμος με τη «σοφία» και σε ελληνιστές Ιουδαίους συγγραφείς θεωρείται «δεύτερος θεός», «εικών Θεού» και μέσο δημιουργίας και αποκάλυψης.
Με όλα αυτά θεμελιώνεται η ιδέα της ενσαρκώσεως, της καθόδου δηλαδή του «υιού του Θεού» στη γη και της ενανθρωπήσεως, η οποία θα χρειασθεί την πρώτη επαφή του Χριστιανισμού με τους Έλληνες για να πάρει την πρώτη μορφή της.
Με πληροφορίες: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους