Φιλέλληνες στρατιωτικοί

Φιλέλληνες στρατιωτικοί του 1821 ήταν οι: Κάρολος Φαβιέρος, Τόμας Γκόρντον, Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν και ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς.

Φιλέλληνες στρατιωτικοί

Ο Κάρολος Φαβιέρος (1783-1855)

Φιλέλληνες στρατιωτικοί
Ο Κάρολος Φαβιέρος

Ο Κάρολος Φαβιέρος (Charles Nicolas Fabvier) ήταν Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός και διοικητής του τακτικού στρατού της Ελλάδας κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Θεωρείται ο ικανότερος και ο πλέον αγαπητός από όλους τους φιλέλληνες αξιωματικούς που αγωνίσθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών, στο διάστημα από το 1823 έως το 1828. Φορούσε φουστανέλα και στο κεφάλι έφερε σαρίκι, παρόμοιο εκείνων που φορούσαν οι στρατηγοί Νικηταράς και Μακρυγιάννης  και γενικά είχε προσαρμοσθεί στη ζωή των αγωνιστών τόσο πολύ, ώστε κανείς, όταν τον έβλεπε, δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί πως δεν ήταν Έλληνας.

Ο Κάρολος Φαβιέρος σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και συμμετείχε στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Το 1824 ήρθε στην Ελλάδα και αποβιβάστηκε στο Ναυαρίνο για να βοηθήσει την επανάσταση με το ψευδώνυμο Μπορέλ (De Borel) και «με τη σκέψη να ιδρύσει αγροτική και βιομηχανική αποικία για τους εξόριστους συναδέλφους του», Γάλλους και Ιταλούς βοναπαρτιστές, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ισπανία και Αγγλία. Επέστρεψε στην Αγγλία όπου συγκέντρωσε εθελοντές και το 1825 γύρισε ξανά στην Ελλάδα και στις 30 Ιουλίου ανέλαβε την διοίκηση του τέταρτου τακτικού στρατού στο Ναύπλιο. Στις αρχές Αυγούστου του 1826, μαζί με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος στη μάχη του Χαϊδαρίου όπου τελικά, εξ αιτίας διαφωνιών, οι Έλληνες ηττήθηκαν από τους Τούρκους. Στις 30 Νοεμβρίου 1826 ο Φαβιέρος με 530 άνδρες διέσπασε την πολιορκία της Ακρόπολης μεταφέροντας πολεμοφόδια και παρέμεινε πολιορκημένος εκεί μέχρι τις 24 Μαΐου 1827 οπότε και συνθηκολόγησε.

Ο Φαβιέρος, το 1826, πρωτοστάτησε για το κτίσιμο κάστρου, στο λόφο του στενού των Μεθάνων, πάνω στα ερείπια αρχαίας οχύρωσης που σήμερα φέρει το όνομά του. Το 1827 η Γ’ Ελληνική Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ανακήρυξε τον Φαβιέρο επίτιμο Έλληνα πολίτη. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου που διακόπηκε μετά από την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μωριά, συνοδεύοντας τον τακτικό γαλλικό στρατό προσφέροντας με τη γνώση του για την περιοχή.

Το 1828 μετά από διαφωνία του με τον Καποδίστρια έφυγε από την Ελλάδα για τη Γαλλία. Αργότερα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του στην Ελληνική Επανάσταση, ο βασιλιάς Όθωνας του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Ο Φαβιέρος χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους ειλικρινέστερους και ανιδιοτελείς φιλέλληνες επειδή πολλά παραδείγματα «δικαιοσύνης, στρατιωτικής ευσυνειδησίας και γενναιοφροσύνης» αρνούμενος να αναλάβει από την Ελληνική κυβέρνηση μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που είχε όταν πρωτοήρθε στη Ελλάδα, υπέρογκες αμοιβές κλπ. Με τον θάνατό του, από προβλήματα υγείας το 1855, κηρύχθηκε τριήμερο πένθος στον Ελληνικό στρατό και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε πένθιμα.

Ο Τόμας Γκόρντον (1788-1841)

Ο Τόμας Γκόρντον

Ο Τόμας Γκόρντον (Thomas Gordon) ήταν Σκωτσέζος συνταγματάρχης, μεγαλοκτηματίας και περιηγητής, ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους εθελοντές που ήλθαν στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στο Κέρνες, του Αμπέρντηνσιρ, στη Σκωτία. Ανήκε σε οικογένεια της οποίας ο γενάρχης εντοπίζεται χρονικά τον 17ο αιώνα. Σπούδασε στο Κολλέγιο Ήτον και στο Κολλέγιο Μπρεϊζνόους.

Η δράση του στον επαναστατημένο Ελληνικό χώρο ήταν σχετικά βραχεία: δύο ή τρεις μήνες το 1821 και ένα χρόνο περίπου μεταξύ 1826 και 1827. O Γκόρντον, ο οποίος ναύλωσε και εξόπλισε με δικά του έξοδα ένα πλοίο στη Μασσαλία, με το οποίο μετέφερε στην Ελλάδα φιλέλληνες και Έλληνες αγωνιστές έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα τον Αύγουστο του 1821 και έγινε δεκτός από τον Δημήτριο Υψηλάντη έξω από την πόλη της Τρίπολης. Ήταν ο πρώτος από τους Άγγλους φιλέλληνες που μπήκε στις τάξεις των ελληνικών δυνάμεων. Έλαβε ενεργό μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς αλλά οι απόψεις διίστανται για το αν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της ανθρωποσφαγής, μέρους της, ή τη συνόψισε μεταγενέστερα.

Μετά την άλωση διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη σφαγή αυτή. Καθώς αγνοήθηκε, αποσύρθηκε από τη στρατιωτική υπηρεσία. Το Νοέμβριο του 1821 πέρασε στη Ζάκυνθο και από εκεί επέστρεψε στη Σκωτία. Τον Νοέμβριο του 1822 η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση της Ερμιόνης απέστειλε επιστολή ζητώντας του να επιστρέψει. Αρνήθηκε, αλλά εντάχθηκε στην ελληνική επιτροπή του Λονδίνου (που σχηματίστηκε στις 3 Μαρτίου του 1823) και συνέβαλε με χρήματα και στρατιωτικές προμήθειες. Αρνήθηκε την πρόσκληση της επιτροπής να πάει στην Ελλάδα, επειδή ήταν εναντίον των Πελοποννήσιων οι οποίοι ήταν μέλη της κυβέρνησης και «τους θεωρούσε κοινούς ληστές», αλλά ως μέλος της επιτροπής υποστήριξε σθεναρά τον διορισμό του Μπάιρον.

Το 1826 οι Έλληνες βουλευτές στο Λονδίνο τον έπεισαν να επιστρέψει για την προώθηση της ενότητας και της στρατιωτικής πειθαρχίας. Έφτασε στο Ναύπλιο τον Μάιο του 1826 και διαπίστωσε ότι οι διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες είχαν σβήσει ακόμη και την εχθρότητα κατά των Τούρκων. Ο ίδιος είχε καλή υποδοχή και έφτασε εγκαίρως για να αποτρέψει τη διάλυση του τακτικού σώματος.

Επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα 11 Μαΐου του 1826, έχοντας μαζί του το τελευταίο ποσό, ήτοι 14.000 βρετανικές λίρες, από το δεύτερο δάνειο, για το οποίο διατήρησε τον απόλυτο έλεγχο διαχείρισής του. Η αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν να συνεργαστεί με τον Φαβιέρο για τον σχηματισμό τακτικού στρατού και να προετοιμάσει την άφιξη του Λόρδου Κόχραν. Κατά την αναχώρησή του ζήτησε να διατηρήσει την αποκλειστικότητα ως προς τη διαχείριση του χρηματικού αυτού ποσού. Ο Μακρυγιάννης του ζήτησε να αναλάβει την αρχηγία του στρατού, αλλά Γκόρντον του εξήγησε πως η Ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο, επειδή οι σχέσεις της μαζί του δεν ήταν αρμονικές. Τελικά με τη μεσολάβηση του Μακρυγιάννη προς τον Πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής Ανδρέα Ζαΐμη, έγινε δεκτό να αναλάβει την αρχηγία ο Γκόρντον. Έλαβε μέρος στις εχθροπραξίες του 1827 στην Καστέλλα του Πειραιά καλύπτοντας τη δαπάνη συγκρότησης των εκστρατευτικών σωμάτων. Συγκεκριμένα με το κύριο σώμα στρατού μετά από καθυστέρηση λόγω θυελλωδών ανέμων πέτυχε την κατάληψη του λόφου της Καστέλλα, χωρίς όμως να πετύχει την πρόελασή του προς την Ακρόπολη. Ο Γκόρντον παραιτήθηκε από το αξίωμά του και περιορίστηκε στο έργο της επιμελητείας μέχρι τον Ιούλιο του 1827, οπότε γύρισε στη Σκωτία.

Ο Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν (1775-1860)

Ο Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν

Ο Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν (Thomas Cochrane) ήταν Βρετανός αξιωματικός του ναυτικού και ένας από τους βρετανούς που έλαβαν μέρος στην ελληνική επανάσταση του 1821. Αποτέλεσε αρχηγό του ελληνικού στόλου στη θέση του Ανδρέα Μιαούλη, καθώς του ζητήθηκε από τους Έλληνες να βοηθήσει στην εκστρατεία τους, λόγω της καλής του φήμης στα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα.

Ο Τόμας Κόχραν διορίζεται, από την εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, με διάταγμά της την 3η Απριλίου, αρχιναύαρχος του ελληνικού στόλου στη θέση του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη. Αρχιστράτηγος, για τον στρατό της ξηράς, ορίζεται ο Άγγλος στρατηγός Ρίτσαρντ Τσερτς ή Τσωρτς στη θέση του Καραϊσκάκη. Η τετραρχία έπεισε την ελληνική αντιπροσωπεία να υπογράψει συμβόλαιο με τον Κόχραν, σύμφωνα με το οποίο θα εισέπραττε αμοιβή 57.000 λιρών. Ο Κόχραν δέχτηκε την πρόσκληση από την Ελλάδα για την ανάληψη της διοίκησης των θαλάσσιων δυνάμεών της, αποβλέποντας σε μια επικερδή σταδιοδρομία. Έτσι διορίστηκε ναύαρχος όλου του ξένου επικουρικού στόλου.

Η συμπεριφορά του προς την ελληνική κυβέρνηση υπήρξε ανάρμοστη και αλαζονική, αφού δεν συμμορφωνόταν με τις διαταγές της και δεν λάμβανε υπόψη του τη γνώμη των άλλων ναυάρχων. Επιπλέον, έφυγε τελείως απρόοπτα από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1827 και επέστρεψε έπειτα από έξι μήνες, προκειμένου να τακτοποιήσει τις οικονομικές υποθέσεις του.

Τελικός απολογισμός της δεκάμηνης παραμονής του στην Ελλάδα: Εκτός από το μισθό του, τις τριάντα επτά χιλιάδες λίρες που του δόθηκαν, άφησε πίσω του πάνω από 3.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους, ανυπολόγιστες υλικές ζημίες, στάχτη και αίμα. «Απ’ αυτόν περίμεναν πολλά, αν και μέχρι τέλους δεν έκαμε τίποτε». Ο Δ. Κόκκινος, σε αρκετά σημεία του 6τομου έργου του «Η Ελληνική Επανάστασις», κατηγορεί ευθέως τον Κόχραν ότι, με τη νοοτροπία του να υπόσχεται έκτακτα χρηματικά έπαθλα, με επιλεκτικό τρόπο σε επί μέρους ομάδες Ελλήνων μαχητών, οι οποίοι έως τότε ήταν συνηθισμένοι να πολεμούν ανιδιοτελώς (πέρα από τα τροφεία τους) για την απελευθέρωση της πατρίδας τους, τους διέφθειρε και επιπλέον έσπειρε, άθελά του, έριδες και άσκοπους ανταγωνισμούς.

Ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (1784-1873)

Φιλέλληνες στρατιωτικοί
Ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς

Ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (Sir Richard Church) ήταν φιλέλληνας, Βρετανός στρατιωτικός από την  Ιρλανδία που υπηρέτησε στην υπηρεσία της Βρετανίας, του Βασιλείου των Δύο Σικελιών και της Ελλάδας και πολιτικός της Ελλάδας. Ήταν στον στρατό από πολύ νέος, από το 1801. Πολέμησε από το 1805 στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στην Ισπανία, στην Αίγυπτο, στη Σικελία, στην  Κορσική και στα Ιόνια νησιά, όπου συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μια στρατιωτική μονάδα από Έλληνες μέχρι το 1813. Το 1817 μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά Φερδινάρδου του Α΄ των Δύο Σικελιών. Το 1827 τον κάλεσαν οι Έλληνες για να αναλάβει την αρχιστρατηγία του στρατού ξηράς, ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη. Στη συνέχεια έλαβε τις θέσεις του αρχηγού της Δυτικής Ελλάδος, Σύμβουλου της Επικρατείας, πληρεξούσιου στην Α΄ Εθνική Συνέλευση των Αθηνών το 1843 και γερουσιαστή το 1844. Πέθανε στην Αθήνα το 1873 και τάφηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org/wiki

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *