Το σώμα του Πατριάρχη

Ο πατριάρχης Ευγένιος προσπάθησε με παρακλήσεις, με προσφορές χρημάτων, με κάθε τρόπο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα να πετύχει την άδεια ενταφιασμού του πατριάρχη Γρηγορίου. Η Πύλη όμως επέμενε να ριχθεί το σώμα του πατριάρχη στη θάλασσα.

Το σώμα του Πατριάρχη
Το σώμα του Πατριάρχη ρίχνεται στη θάλασσα

Στις 10 Απριλίου το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, έφθασε στο Πατριαρχείο ο νέος μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης και κατευθύνθηκε στη μεγάλη αίθουσα το «μεγάλον συνοδικόν». Ανέβηκε τότε εκεί και ο πατριάρχης, Γρηγόριος Ε’, και συνδιαλεγόταν μαζί του, ενώ εκείνος έκρυβε τον λόγο της αποστολής του και την ταραχή του όσο μπορούσε. Έφθασαν σε λίγο και οι αρχιερείς που κατοικούσαν κοντά. Αμέσως ακούστηκε θόρυβος από άλογα στην αυλή και παρουσιάσθηκαν στην αίθουσα, σύμφωνα με τον Φιλήμονα, «μορφήν φέροντες τεράτων αγριωπών ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσήμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή, ο κεσεδάρης του υπουργού των εξωτερικών και άλλοι πολλοί…μέχρι πενήντα».

Ο πατριάρχης τότε κατάλαβε το λόγο της παρουσίας τους και ζήτησε να του φέρουν «τον τρίβωνα και το επανωκαλύμαυχον». Τα φόρεσε και αποσύρθηκε στο κάτω μέρος της αίθουσας. Ο μέγας διερμηνέας στάθηκε όρθιος και διάβασε διάταγμα παύσεως του πατριάρχη και εξορίας του. Ο Γρηγόριος, που δεν ήταν πια ούτε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ούτε πατριάρχης, στράφηκε προς την έξοδο της αίθουσας.

Τον περιστοίχισαν τότε οι Τούρκοι και ο κεσεδάρης τον οδήγησε στην αποβάθρα του Φαναρίου, όπου τον επιβίβασαν σε ακάτιο μαζί με τον ανηψιό του Δημήτριο και τον ιεροδιάκονο Αγάπιο, που τον συνόδευαν. Το ακάτιο, όμως, αντί να κατευθυνθεί προς το Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα), τον τόπο εξορίας του, σύμφωνα με το διάταγμα, στράφηκε προς το γυαλί-κιοσκιού, οπότε φάνηκε πως είχε αποφασιστεί η θανάτωση του πατριάρχη. Μετά την αποβίβαση τον έκλεισαν στην τρομερή φυλακή του μποσταντσήμπαση.

Μετά την καθαίρεση του Γρηγορίου του Ε’ έγιναν εκλογές μέσα σε κλίμα κατήφειας, θλίψεως και αγωνίας και νέος πατριάρχης εκλέχθηκε τελικά ο Ευγένιος ο Φιλιππουπολίτης. Μετά την αναχώρηση του νέου πατριάρχη από την Πύλη, οι Τούρκοι έβγαλαν από τη φυλακή τον Γρηγόριο, τον επιβίβασαν πάλι σε ακάτιο με συνεπιβάτη τον κοτσίμπαση (αρχιβασανιστή) και απομάκρυναν τους δικούς του συνοδούς. Το ακάτιο, κυκλωμένο από άλλα, με 4 έως 5 στρατιώτες το καθένα, κατευθύνθηκε πίσω στην αποβάθρα του Φαναρίου, όπου και αποβίβασαν τον πατριάρχη με τα χέρια δεμένα πίσω. Εκεί άγριο πλήθος Τούρκων ενόπλων και στρατιωτών είχε συγκεντρωθεί και περίμενε να παρακολουθήσει τη θανάτωση του αρχηγού των Ελλήνων, «ως πρώτου δήθεν και κύριου αρχηγού της Επαναστάσεως της Πελοποννήσου».

Εκεί ο Γρηγόριος προχώρησε λίγα βήματα, γονάτισε και έσκυψε το κεφάλι, περιμένοντας το μαχαίρι του δήμιου. Αλλά ο κοτσίμπασης του έδωσε λάκτισμα και του είπε «σήκω και προχώρα», και όπως ο πατριάρχης από το γήρας και την εξάντληση δεν μπορούσε να σηκωθεί, τον σήκωσε ο ίδιος. Δύο στρατιώτες τον υποβάσταζαν για να συνεχίσει την πορεία στον ανηφορικό δρόμο προς το Πατριαρχείο.

Όταν έφθασαν εκεί, χρειάστηκε να περιμένουν. Είχε αποφασισθεί για τον πατριάρχη θάνατος με απαγχονισμό και ως θέση η μεσαία από τις τρεις εξωτερικές θύρες του Πατριαρχείου. Ετοίμαζαν τότε την αγχόνη με δοκούς που έμπηγαν στον θριγκό του τοίχου επάνω από τη θύρα αυτή και δεν είχε τελειώσει ακόμη η εργασία. Κατά τον χρόνο της αναμονής ο πατριάρχης προσευχόταν. Όταν όλα συμπληρώθηκαν ο μποσταντσήμπασης έδωσε διαταγή στους δήμιους. Αυτοί τον έσυραν στην αγχόνη. Ο θάνατος του επήλθε αμέσως. Στο στήθος του αναρτήθηκε έγγραφο, που ανέφερε την αιτία της καταδίκης του και δεν ήταν άλλη από την Επανάσταση των ραγιάδων.

Το σώμα του πατριάρχη έμεινε στην αγχόνη επί τρεις μέρες. Πολλοί Τούρκοι περνούσαν για να δουν το θέαμα. Αρκετοί μάλιστα έρχονταν για τον σκοπό αυτό στην Κωνσταντινούπολη από γειτονικές περιοχές και οι περισσότεροι χλεύαζαν και φέρονταν υβριστικά. Υπήρξαν όμως και Τούρκοι που αποδοκίμασαν το έγκλημα.

Την Τρίτη, 12 Απριλίου, την ίδια ώρα που είχε γίνει ο απαγχονισμός, παραδόθηκε ο νεκρός στον όχλο, που τον περιέφερε τρεις φορές στην πλατεία του Φαναρίου, σέρνοντας τον στο λιθόστρωτο και τον εγκατέλειψε κοντά στη θάλασσα. Τότε οι δήμιοι τον τοποθέτησαν σε ακάτιο και τον έριξαν απέναντι στο ναύσταθμο στο μέσον του Κεράτιου κόλπου.

Το σώμα του πατριάρχη ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας, παρασύρθηκε ως τον Γαλατά και προς το βράδυ της 16ης Απριλίου βρέθηκε κοντά στο εκεί ελλιμενισμένο ελληνικό πλοίο με ρωσική σημαία του Κεφαλλονίτη Ιωάννου Σκλάβου. Ανασύρθηκε στο πλοίο όπου αναγνωρίστηκε από τον πρωτοσύγκελλο του πατριάρχη Σωφρόνιο, όπου είχε διαφύγει και επέβαινε σε αυτό.

Στις 11 Μαΐου έφτασε το πλοίο στην Οδησσό. Ειδοποιήθηκαν οι ρωσικές αρχές και έγινε πρόσθετη επίσημη αναγνώριση του νεκρού από τους Έλληνες πρόσφυγες, που πριν λίγες μέρες είχαν καταφύγει εκεί και γνώριζαν τον πατριάρχη. Η είδηση συγκλόνισε τους Ρώσους. Ο τσάρος Αλέξανδρος και η Ιερά Σύνοδος έδωσαν εντολή να γίνει μεγαλοπρεπής κηδεία του Γρηγορίου.

Η κηδεία έγινε στην Οδησσό στις 17 Ιουνίου με εξαιρετική επισημότητα και λαμπρότητα και πάνδημη συμμετοχή του λαού της περιοχής, ενώ το φρούριο της πόλης και τα πολεμικά πλοία, που είχαν υψώσει πένθιμες σημαίες, έριχναν από 101 κανονιοβολισμούς και τα εμπορικά, με πένθιμες σημαίες επίσης, από 51. Επακολούθησε τριήμερο προσκύνημα στον μητροπολιτικό ναό. Την 19η Ιουνίου, όπως γράφει ο Φιλήμων «μετενεχθείς ο νεκρός εις τον ελληνικόν ναόν της Αγίας Τριάδος, ετάφη εν μνήματι καινώ και καταντίκρυ της ωραίας πύλης του προς νότον παρεκκλησίου του Αγίου Σπυρίδωνος ως λείψανο ιερομάρτυρος».

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

    Αφήστε μια απάντηση

    Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *