Ο Βενιζέλος έκανε το πρώτο βήμα προς την εγκατάλειψη της ουδετερότητας στις 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου, όταν πρότεινε στις Δυνάμεις της Entente σχέδιο που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να συμμετάσχει στον πόλεμο. Πρότεινε τη δημιουργία βαλκανικού συνασπισμού κατά της Αυστρο-Ουγγαρίας, με την εκχώρηση της Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Αλβανίας στην Σερβία, μέρους της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα και της Αυλώνας με την ενδοχώρα της στην Ιταλία.

Το σχέδιο αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Βενιζέλος δεν ενδιαφερόταν πια για τη διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος όπως είχε καθοριστεί με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την προϋπόθεση ότι μια νέα διευθέτηση δεν θα έβλαπτε τα συμφέροντα της Ελλάδας. Αν πετύχαινε το σχέδιο του Βενιζέλου, θα εξασφάλιζε στη χώρα ικανοποιητικό αμυντικό σύστημα ασφαλείας. Ο Βενιζέλος ήταν επίσης πεπεισμένος ότι η Τουρκία τελικά θα έπαιρνε το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων, και ότι αργά η γρήγορα η Ελλάδα θα ήταν αναγκασμένη να πολεμήσει κατά της Τουρκίας για το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου. Γι΄ αυτό προτιμούσε να πολεμήσει η Ελλάδα σε αυτή τη φάση στο πλευρό της Entente, ελπίζοντας με τον τρόπο αυτό να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των διεκδικήσεων της.
Οι Δυτικοί Σύμμαχοι είδαν ευνοϊκά το σχέδιο του Βενιζέλου, το οποίο παρέμεινε χωρίς συνέχεια, κυρίως γιατί η Ρωσία ενδιαφερόταν περισσότερο για τον άμεσο συμβιβασμό της Σερβίας και της Βουλγαρίας, με την παραχώρηση εδαφών στη δεύτερη.
Ο Βενιζέλος όταν είδε ότι τα σχέδιά του για ένα βαλκανικό συνασπισμό είχαν αποτύχει και επιθυμώντας να εξασφαλίσει τη θέση της Ελλάδας κατά της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, σε στιγμή μάλιστα που η στάση της δεύτερης γινόταν ολοένα και πιο απειλητική, έκανε ένα βήμα πιο πέρα στις 5/18 Αυγούστου, προτείνοντας στις δυνάμεις της Entente την ενεργό συνεργασία της Ελλάδας, με τον όρο ότι η χώρα θα γινόταν δεκτή ως σύμμαχος. Αλλά και πάλι απέτυχε. Κανείς από τους συμμάχους δεν ήταν διατεθειμένος την εποχή εκείνη να δεχθεί την Ελλάδα ως σύμμαχο, ούτε ήταν διατεθειμένος να υποσχεθεί βοήθεια στην Ελλάδα σε περίπτωση βουλγαρικής ή τουρκικής επίθεσης.
Ενδιαφέρονταν κυρίως να κρατήσουν τα βαλκανικά κράτη ουδέτερα ή να σχηματίσουν βαλκανικό συνασπισμό, εχθρικό προς τις Κεντρικές Δυνάμεις. Φοβούνταν ότι η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτή τη φάση πιθανόν να αποξένωνε την Τουρκία και τη Βουλγαρία, γεγονός που αναπόφεκτα θα απομόνωνε την Ρουμανία. Ήταν φανερό ότι σκοπός της Ελλάδας ήταν η εξασφάλιση βοήθειας από τους Συμμάχους, για την περίπτωση που θα δεχόταν επίθεση από την Τουρκία.
Η βρετανική κυβέρνηση την εποχή εκείνη ανησυχούσε σοβαρά για τη στάση των μουσουλμάνων των Ινδιών και της Αιγύπτου, επειδή φοβόταν ότι ένας πόλεμος κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας θα είχε σοβαρό αντίκτυπο μεταξύ των εκατομμυρίων μουσουλμάνων υπηκόων της Βρετανίας. Οι σύμμαχοι γενικά φοβούνταν ότι η συμμετοχή της Ελλάδας θα προκαλούσε την άμεση έξοδο της Τουρκίας στον πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και θα οδηγούσε σε βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας. Έτσι οι Σύμμαχοι συμφώνησαν ότι η έξοδος της Ελλάδας στον πόλεμο ήταν ανεπιθύμητη, ενόσω η Βουλγαρία και η Τουρκία έμεναν ουδέτερες.
Οι Σύμμαχοι όχι μόνο δεν ήθελαν την Ελλάδα ως σύμμαχο σε αυτή τη φάση, αλλά ήταν διατεθειμένοι να εγγυηθούν την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, ανα παρέμενε ουδέτερη, εγγύηση πουσήμαινε ότι η Ελλάδα δεν θα είχε πολλές πιθανότητες να ικανοποιήσει τις διεκδικήσεις της στην Θράκη και στη Μικρά Ασία. Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η πολιτική της Entente προς τη Βουλγαρία, πολιτική που γινότνα όλο και πιο απειλητική για τα συμφέροντα της Ελλάδας, επειδή η Ρωσία επέμενε στην πολιτική των εδαφικών παραχωρήσεων στη Βουλγαρία με αντάλλαγμα την ενεργό συνεργασία της. Όπως ήταν φυσικό, ο Βενιζέλος θορηβήθηκε από την τροπή των πραγμάτων, παρά τις διαβεβαιώσεις των Συμμάχων ότι δεν είχαν δώσει υποσχέσεις στη Βουλγαρία σε βάρος της Ελλάδας.
Ήταν αναπόφευκτο η πολιτική του Βενιζέλου υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο να προκαλέσει ρήξη στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Στρέιτ και ο βασιλιάς όχι μόνο ήταν αντίθετοι στην πολιτική του Βενιζέλου, αλλά δεν έδειχναν καμία συμπάθεια για τη θέση της Σερβίας. Η ελληνοσερβική συμμαχία ήταν κατά την άποψη τους ένα αναγκαίο κακό που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα, εξαιτίας του κινδύνου από τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Επρόκειτο για βαλκανική συμμαχία που θα έπαυε να ισχύει στην περίπτωση που εξωβαλκανικές δυνάμεις εμπλέκονταν σε ένα γενικό βαλκανικό πόλεμο.
Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι το ζήτημα της αντίδρασης της Ελλάδας σε πρίπτωση επίθεσης της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας, ως συμμάχου των Κεντρικών Δυνάμεων, δεν αποτελούσε αποφασιστικό παράγοντα. Αυτό που επεδίωκε στη φάση αυτή ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente για να αποφύγει η χώρα την απομόνωση. Αν η Βουλγαρία ενεργούσε μόνη ή ως σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Βενιζέλο.
Για τον Κωνσταντίνο, τον Στρέιτ και το Γενικό Επιτελείο, αντίθετα η διαφορά αυτή είχε τεράστια σημασία. Η έξοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο ως συμμάχου των Κεντρικών Δυνάμεων θα άλλαζε ριζικά τις σχέσεις μεταξύ των Βαλκανικών χωρών, επειδή η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να μην πολεμήσει κατά της Γερμανίας και επομένως κατά των συμμάχων της Γερμανίας.
Το χάσμα που χώριζε τον Βενιζέλο και τον Στρέιτ ήταν αγεφύρωτο και οδήγησε στην παραίτηση του δεύτερου στις 5/18 Αυγούστου, την ίδια μέρα που ο Βενιζέλος προσέφερε στους Συμμάχους τη συνεργασία της Ελλάδας. Ο λόγος για τον οποίο ο βασιλιάς αποδέχθηκε μια πολιτική που ήταν διαμετρικά αντίθετη με τις πεποιθήσεις τους, υπήρξε θέμα αμφιλεγόμενο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κωνσταντίνος θα προτιμούσε να αποπέμψει τον Βενιζέλο από την εξουσία. Η απόφασή του να μην προκαλέσει ανοιχτή αναμέτρηση θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί σε πολιτική αδυναμία. Είναι επίσης πιθανό, ότι ο βασιλιάς περίμενε την έκβαση του πολέμου στο Δυτικό μέτωπο -έκβαση που φαινόταν ότι δεν θα αργούσε και ότι θα ήταν υπέρ της Γερμανίας. Οποιαδήποτε όμως κι αν ήταν τα κίνητρα του βασιλιά, ένα πράγμα ήταν σαφές: τόσο ο ίδιος όσο και ο Βενιζέλος ακολουθούσαν διαφορετική πορεία, γεγονός που προμήνυε κινδύνους για το μέλλον.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους