Το πρόσωπο του Ιησού δημιούργησε στους συγχρόνους του και άφησε στους μεταγενέστερους το ερώτημα της ταυτότητας του: «ποιος είναι;». όσο και αν είναι δύσκολο σήμερα να αποκαταστήσουμε με απόλυτη ιστορική πειστικότητα τις πράξεις και τα λόγια του ιστορικού Ιησού, εκείνο που παραμένει αναμφισβήτητο για τον ερευνητή της Ιστορίας είναι ότι το πρόσωπο του Ιησού ήταν τόσο ασυνήθιστο στα μάτια των συγχρόνων του -ή τουλάχιστον εκείνων που το ακολούθησαν- και ήγειρε κάποιες αξιώσεις αυθεντίας, ώστε να δημιουργήσει το ερώτημα, από το οποίο θα γεννηθεί ο Χριστιανισμός. Τα Ευαγγέλια θέτουν το ερώτημα αυτό στα χείλη του ίδιου του Ιησού, όταν τον παρουσιάζουν να ρωτά τους μαθητές του: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;». Το ίδιο ερώτημα είναι η πηγή της Χριστολογίας, και η απάντηση του η γέννηση του Χριστιανισμού – της Εκκλησίας και της θεολογίας της.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι συνυφασμένη με τον κόσμο της σκέψης εκείνων που θα δώσουν την απάντηση. Ιδιαίτερα αν το ερώτημα δεν είναι απλώς διανοητικό αλλά υπαρξιακό, τότε η απάντηση δεν είναι δυνατή χωρίς αναφορά στα προβλήματα, στις προσδοκίες, στις ανάγκες του κόσμου στον οποίο απευθύνεται. Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός για κάθε συγκεκριμένη υπαρξιακή κατάσταση -αυτό είναι το χριστολογικό ερώτημα σε κάθε εποχή και στην αρχή του. Και η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι δυνατόν παρά να δωθεί με τα μέσα -τα νοήματα και τις εικόνες- που διαθέτει ο πνευματικός κόσμος σε κάθε δεδομένη κατάσταση.
Το πνευματικό και υπαρξιακό πλαίσιο των ανθρώπων, που πρώτοι επιχείρησαν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα περί Χριστού, το αποτελούσαν Ιουδαίοι της Παλαιστίνης που μιλούσαν την αραμαϊκή και προσδοκούσαν την έκβαση της Ιστορίας κατά έναν τρόπο λίγο ή πολύ αποκαλυπτικό. Αν και είναι πολύ πιθανό ο κύκλος του Ιησού να περιελάμβανε και δίγλωσσους Ιουδαίους, που μιλούσαν μαζί με την αραμαϊκή και την ελληνική, εν τούτοις βασικά το περιβάλλον του Χριστού και τις πρώτες κοινότητες των χριστιανών αποτελούσαν Ιουδαίοι της Παλαιστίνης με μητρική διάλεκτο την αραμαϊκή.
Στα αρχικά στάδια του Χριστιανισμού ο ρόλος του Ελληνισμού ήταν ασθενής, αν όχι ανύπαρκτος, η πρώτη Χριστολογία, που αναπτύσσεται στο καθαρά ιουδαϊκό περιβάλλον χρησιμοποιεί για την περιγραφή του Ιησού τίτλους και τρόπους σκέψης που χρησιμοποιούνται στην ιουδαϊκή παράδοση. Ο Ιησούς τοποθετείται στα πλαίσια της προφητικής παράδοσης του Ισραήλ ως ένας προφήτης του οποίου τα λόγια και τα έργα έχουν θεϊκή εξουσία. Η απόδειξη της θείας αυθεντίας του προφήτη αυτού θα δοθεί, όταν έρθει ο «υιός του ανθρώπου» -μορφή αποκαλυπτική και εσχατολογική, που αναμένεται να κρίνει τελικά την Ιστορία-, ο οποίος και θα δικαιώσει τον Ιησού εκ μέρους του ίδιου του θεού.
Η επιβεβαίωση της θείας αυθεντίας του Ιησού έρχεται με το γεγονός της Ανάστασης του. Η ιστορικότητα της ανάστασης του Ιησού δεν είναι πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με αντικειμενικές μεθόδους. Αυτό που βαρύνει στην ιστορία του θέματος αυτού είναι ότι μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη σταύρωση του Ιησού οι μαθητές του είχαν αμετακίνητα πεισθεί για το γεγονός της ανάστασης. Οι πρώτες ομολογίες της εμφάνισης του Ιησού μετά την ανάσταση στον Πέτρο και στους Δώδεκα και στους «πεντακοσίους αδελφούς» ανάγονται πιθανώς στο 33μ.Χ. δηλαδή πρόκειται για μια σπάνια στην Ιστορία ομολογία γεγονότος μέσα τρία μόλις χρόνια από την πραγματοποίησή του. Αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα ιστορικό γεγονός.
Ολόκληρη η ιστορία του Ιησού από εκεί και πέρα έχει ως βάση το γεογός αυτό και παραμένει ανεξήγητη χωρίς την αποδοχή του. Ο Χριστιανισμός στηρίζεται στην ανάσταση του Χριστού και από αυτήν -και τον Σταυρό- ξεκινάει η Χριστολογία. Γιατί αν και στην πιο απλή και φιλελεύθερη Χριστολογία ο Σταυρός ήταν η κατάληξη της ζωής του Ιησού, τότε δεν θα υπήρχε έδαφος γι’ αυτό που η ιστορία γνωρίζει ως Χριστιανισμό, για την Εκκλησία, γιατί ο Σταυρός θα αποδείκνυε ότι ο Ιησούς δεν είχε τη θεία εξουσία που αξίωνε. Η δυνατότητα της Χριστολογίας -και της Εκκλησίας-, δηλαδή της κατάφασης της θείας αυθεντίας του Ιησού, πηγάζει ιστορικά από την ανάστασή του.
Η σημασία της πίστης στην ανάσταση του Ιησού για την ιστορική πραγμάτωση του Χριστιανισμού είναι αποφασιστική από την πρώτη κιόλας στιγμή. Το ότι ο θεός κατέδειξε στον κόσμο ότι ο Ιησούς έχει θεία εξουσία αποτέλεσε τη βάση για να γίνει το πρώτο βήμα της Χριστολογίας στο ιουδαϊκό περιβάλλον της Παλαιστίνης: η ταύτιση του Ιησού με τον αποκαλυπτικό «υιό του ανθρώπου». Έτσι δεν είναι πλέον άλλος ο «υιός του ανθρώπου» που θα έρθει στο τέλος της Ιστορίας για να βεβαιώσει την θεία αυθεντία του Ιησού και άλλος ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ, αλλά το ίδιο πρόσωπο.
Ο πρώτος πυρήνας του Χριστιανισμού που αναπτύσσεται στους Ιουδαίους της Παλαιστίνης, δίνει την απάντηση στο ερώτημα περί Χριστού με σχήματα ιουδαϊκά: ο Ιησούς είναι ο προφήτης του Θεού που θα κρίνει την Ιστορία με θεία αυθεντία ως ο εσχατολογικός «υιός του ανθρώπου» της αποκαλυπτικής ιουδαϊκής προσδοκίας. Η πρώτη λοιπόν κοινότητα που δημιουργείται γύρω από την ομολογία αυτή βλέπει στον Ιησού τον αυθεντικό «διδάσκαλο» κα τον αναμενόμενο να επανέρθει ως κριτή της ιστορίας «κύριο». Η οροσδοκία του επανόδου του Ιησού συγκεντρώνει την κοινότητα στην πρόγευση της «αγαλλίασης», που δίνει η επάνοδος αυτή στη Θεία Ευχαριστία στην οποία η κραυγή maranatba («ο Κύριος εγγύς») κυριαρχεί ως η πιο αρχαϊκή Χριστολογία της πρώτης αραμαιοφώνου ιουδαϊκής κοινότητας.
Οι πρώτες ιουδαϊκές κοινότητες που μιλούν την αραμαϊκή, δεν θέτουν στην Χριστολογία τους ερωτήματα για την παρούσα κατάσταση του Ιησού, τόσο γιατί τον αναμένουν να επανέλθει από στιγμή σε στιγμή, όσο και για την ιουδαϊκή νοοτροπία τους είναι αρκετό ότι η ανάσταση απέδειξε τον Ιησού ηγέτη της Ιστορίας με εσχατολογική έννοια. Το πρόβλημα της θεότητας Ιησού είναι λυμένο για τον Ιουδαίο χωρίς το οντολογικό ερώτημα αρκεί να αποδειχθεί ότι αυτός ο Ιησούς είναι ο τελικός κριτής της Ιστορίας. Αλλά το κήρυγμα αυτό περί Ιησού γρήγορα μεταφέρεται στους Ιουδαίους που μιλούν ελληνικά και έχουν γεύση ελληνικής παιδείας, στους λεγόμενους «ελληνιστές». Αυτοί που θα μεταγγίσουν το πρώτο ελληνικό αίμα στον Χριστιανισμό και αυτοί που θα αποτελέσουν ιστορικά την πιο κρίσιμη και αποφασιστική καμπή στην ιστορία του Χρσιτανισμού, θα θέσουν την σφραγίδα τους και στα Ευαγγέλια.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους