Το βασίλειο της Μακεδονίας μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου σύντομα έχασε τον έλεγχο των αχανών ασιατικών εκτάσεων, αλλά διατήρησε την κυριαρχία του στην κυρίως Ελλάδα έως ότου καταλύθηκε από τους Ρωμαίους μετά τους Μακεδονικούς Πολέμους (215 – 148 π.Χ.). Το πολίτευμα των Μακεδόνων επηρεάστηκε από το καθεστώς που επικράτησε στα νέα ελληνιστικά κράτη. Το έδαφος είχε παρασκευασθεί από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Και οι δύο κατέστησαν τον βασιλικό θεσμό ισχυρότερο από ό,τι τον παρέλαβαν με τη δύναμη και την ακτινοβολία της προσωπικότητάς τους.

Κατά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η μακεδονική βασιλεία βρισκόταν πολύ κοντά στην απολυταρχία. Κατά τους πολέμους για τη διαδοχή σημειώθηκε παλινδρόμηση, η συνέλευση του μακεδονικού στρατού είχε αρκετές ευκαιρίες να αναλάβει τον παραδοσιακό ρόλο της, ενώ οι τελευταίοι Αργεάδες παραμερίστηκαν από την εξουσία και θανατώθηκαν. Ο Κάσσανδρος παρ’ όλο που του έλειπε το στοιχείο της νομιμότητας κατάφερε τελικά να επικρατήσει και να προσφέρει στον εαυτό του τον τίτλο «βασιλεύς της Μακεδονίας». Αυτός ο τίτλος συνέδεσε τον Κάσσανδρο με το μακεδονικό παρελθόν και τον διέκρινε από όλους τους νέους εστεμμένους που τιτλοφορούνταν «βασιλείς».
Όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέλαβε την Μακεδονία, μετά τον θάνατο του Κάσσανδρου, δεν πήρε τον ίδιο τίτλο, αλλά διατήρησε αυτόν που ήδη είχε, του «βασιλέως». Έτσι δήλωσε ότι η Μακεδονία ήταν τμήμα της επικράτειας του και ότι η βασιλεία του είχε προσωπικό χαρακτήρα. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής υπήρξε για την Μακεδονία ένας Μονάρχης αντίστοιχος των Λαγίδων στην Αίγυπτο και των Σελευκίδων στην Ασία. Η μακεδονική βασιλεία παρασύρθηκε στην απολυταρχία στην εποχή του Δημητρίου του Πολιορκητή και του Φιλίππου Ε’, αλλά συνδέθηκε με την εθνική παράδοση επί Αντιγόνου Γονατά και Δημητρίου Β’ του Δώσωνος.
Αντίθετα με ό,τι συνέβη στη Μακεδονία, οι Μολοσσοί δεν άλλαξαν καθόλου το καθεστώς που διαμόρφωσαν πριν από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όσον καιρό διατήρησαν ακόμη τη βασιλεία. Κατά τις μέσες δεκαετίες του 4ου π.Χ. αιώνα το κράτος των Μολοσσών ήταν ένα «κοινόν», στο οποίο συμμετείχαν ένδεκα φύλα, Άμυμνοι, Αρκτάνες, Γενοαίοι, Εθνέσται, Κέλαιθοι, Μολοσσοί, Ομφάλαι, Ονόπερνοι, Πειαλείς, Τριπολίται ή Τρπόλισσοι, Τριφύλαι. Στην κυβέρνηση του «κοινού» συμμετείχαν οι βασιλείς των Μολοσσών και αιρετοί άρχοντες: «προστάτες», «γραμματιστές» και εκπρόσωποι των ομόσπονδων φύλων.
Η εξουσία των βασιλέων ήταν περιορισμένη. Δεσμεύονταν από νόμους και αναλάμβαναν την υποχρέωση να τους τηρήσουν. Μετά το 331π.Χ το «κοινόν των Μολοσσών» εντάχθηκε σε έναν οργανισμό που λεγόταν «κοινό των Ηπειρωτών», αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια συνομοσπονδία με επικεφαλής τον βασιλιά των Μολοσσών και ένα συμβούλιο, στο οποίο αντιπροσωπεύονταν τα συμπράττοντα κράτη. Αυτό το συμβούλιο λάμβανε αποφάσεις όχι μόνο στρατιωτικού, αλλά και πολιτικού χαρακτήρα. Η «συμμαχία» άρχισε να εκδίδει νομίματα, ενώ τα κράτη που την συγκροτούσαν, Μολοσσοί, Θεσπρωτοί, Κασσωπαίοι, Χάονες κ.α. έπαψαν να εκδίδουν τα δικά τους.
Μέσα στη συμμαχία η θέση των Μολοσσών βασιλέων εξασθένησε περισσότερο. Το 317π.Χ. το συνομοσπονδιακό συμβούλιο εξόρισε τον βασιλιά Αιακίδη και έδωσε το στέμμα στον Νεοπτόλεμο Β’, ο οποίος ήταν ακόμα ανήλικος. Ο Αιακίδης επέστρεψε το 313π.Χ. στην χώρα του διά της βίας, αλλά νικήθηκε από τον μακεδονικό στρατό και έχασε τη ζωή του. Τότε οι Μολοσσοί εξέλεξαν βασιλιά τους τον Αλκέτα, που έγινε αυτόματα ηγεμών της ηπειρωτικής ομοσπονδίας. Αλλά μερικούς μήνες αργότερα οι Ηπειρώτες τον θανάτωσαν μαζί με δυο του παιδιά, γιατί φερόταν με σκληρότητα. Ο Πύρρος, γιος του Αλκέτα, που γλίτωσε τη σφαγή ανέβηκε στον θρόνο ενώ ήταν μόλις 12 ετών, με την ένοπλη επέμβαση του Γλαυκία, βασιλιά των Ταυλαντίων, το 307π.Χ. και εξώσθηκε έπειτα από πέντε χρόνια από τον Κάσσανδρο, βασιλιά των Μακεδόνων.
Οι Μολοσσοί ανακάλεσαν τον Νεοπτόλεμο Β’. Το 297π.Χ. ο Πύρρος αποβιβάσθηκε στην Ήπειρο με στρατιωτική και χρησματική υποστήριξη του Πτολεμαίου Α’ και έγινε συμβασιλιάς του Νεοπτόλεμου για ένα ή δύο χρόνια, ώσπου αυτός δολοφονήθηκε.
Ο Πύρρος ενσωμάτωσε στην ηπειρωτική συνομοσπονδία τους Τυμφαίους, Παραυαίους, Ατιντάνες, Αμβρακιώτες, Αμφιλοχίους. Η συνταγματική θέση του έχει προκαλέσει συζητήσεις. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι έγινε απόλυτος μονάρχης. Για άλλους τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το καθεστώς του «κοινού των Μολοσσών» και ο οργανσιμός της «συμμαχίας των Ηπειρωτών» δεν άλλαξαν επί Πύρρου: Όταν επανήλθε οριστικά στη χώρα του ο Πύρρος, πήγε με τον Νεοπτόλεμο Β΄ στην Πασσαρώνα και έδωσε μαζί με εκείνον τον καθιερωμένο όρκο ότι θα βασιλεύσει σύμφωνα με τους νόμους.
Το μοναδικό επίσημο κείμενο του κράτους των Μολοσσών από την εποχή του Πύρρου είναι συντεταγμένο όπως και τα δημόσια κείμενα του ίδιου κράτους: η απόφαση έχει ληφθεί από τους Μολοσσούς, δηλαδή τους αιρετούς άρχοντες του «κοινού», χωρίς συμμετοχή του βασιλιά, που ούτε καν μνημονεύεται. Χαρακτηριστική επίσης είναι η επιγραφή που τοποθετήθηκε κάτω από τα λάφυρα που έστειλε ο Πύρρος από την Ιταλία μετά την εκστρατεία του: «βασιλεύς Πύρρος και Απειρώται και Ταραντίνοι από Ρωμαίων και των συμμάχων». Αν ο Πύρρος είχε γίνει απόλυτος μονάρχης αυτή η επιγραφή δαν θα μνημόνευε χωριστά τους Ηπειρώτες. Οι διάδοχοι του Πύρρου υπήρξαν ασθενείς εσωτερικά και εξωτερικά. Η βασιλεία έχασε περισσότερο έδαφος de facto και καταλύθηκε βίαια το 323π.Χ.
Μεπληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους