Ύστερα από τη νίκη του επί του τελευταίου των Αρσακιδών και την κατάλυση του Παρθικού κράτους, το 224, ο ιδρυτής της δυναστείας των Σασανιδών Αρταξάρης εισήλθε θριαμβευτικά στην Κτησιφώντα, όπου στέφθηκε «βασιλεύς βασιλέων Αριανών». Πεντέμισι αιώνες μετά την πτώση της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών γεννιόταν μια νέα αυτοκρατορία, που εμφανιζόταν ως διάδοχος της ένδοξης παράδοσης, το κράτος των Σασανιδών.
Η διάλεκτος της Περσίδος επιβλήθηκε από τη νέα δυναστεία ως επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ η κάθαρση του ιρανικού πολιτισμού από κάθε κατάλοιπο ελληνιστικής επίδρασης επιδιώχθηκε συνειδητά. Το φεουδαρχικό σύστημα διοίκησης των Πάρθων βαθμιαία αντικαταστάθηκε από ένα απολυταρχικό συγκεντρωτικό σύστημα. Ολόκληρη η επικράτεια κηρύχθηκε ως μέρος της προσωπικής περιουσίας του βασιλέως των βασιλέων που όριζε τους «βασιλείς» των σημαντικότερων επαρχιών μεταξύ των στενών συγγενών του.
Οι διοικητές των υπόλοιπων τμημάτων της αυτοκρατορίας και οι ανώτατοι στρατιωτικοί και θρησκευτικοί αξιωματούχοι επίσης διορίζονταν από τον βασιλέα των βασιλέων, ενώ οι έξι σημαντικότερες αριστοκρατικές οικογένειες διατήρησαν το γόητρο τους σε όλη τη διάρκεια της σασανιδικής περιόδου και κατείχαν ορισμένα, αυλικά κυρίως, αξιώματα βάσει κληρονομικών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με την παράδοση, αμέσως μετά την αναρρίχηση του στον θρόνο ο Αρταξάρης έδωσε εντολή να συλλεγούν όλα τα κείμενα της Ασβέστας σε μια έκδοση εγκεκριμένη από την ζωροαστρική «εκκλησία». Τον επόμενο αιώνα ο Σαπώρης Β’ συγκάλεσε Σύνοδο υπό την προεδρία του «μεγάλου παντίφηκος», που όρισε το κείμενο της Ασβέστας και την διαίρεσε σε 21 βιβλία, τα οποία έκτοτε αποτέλεσαν «Γραφές» της ζωροαστρικής θρησκείας. Χαμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της σήμερα, η Ασβέστα των Σασανιδών ήταν ένα είδος γενικής εγκυκλοπαίδειας, που εκτός από κοσμολογικούς και εσχατολογικούς μύθους και ηθικές επιταγές, περιείχε ταξινομημένη κατά επιστήμες την «κατά κόσμον σοφίαν» των Περσών. Σε αυτό το βιβλίο προέτρεχαν οι νομικοί, ιατροί, φυσιολόγοι ή αστρονόμοι για να αντλήσουν κάθε γνώση σχετική με την επιστήμη τους.
Η ιρανική κοινωνία της εποχής των Σασανιδών ήταν ένας αυστηρά ιεραρχημένος οργανισμός με ανυπέρβλητα τα σύνορα των τάξεων. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις και με την άδεια του βασιλέως ήταν εφικτό το πέρασμα ενός ατόμου σε κοινωνική κατηγορία ανώτερη από αυτή που του όριζε η γέννησή του. Οι κάτοικοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις τάξεις: την εκκλησιαστική (asravan), τη τάξη των στρατιωτικών (arteshtaran), τους γραμματικούς (dibheran) και τον λαό (αγρότες=vastryoshan και χειρόνακτες αστούς=hutukhshan). Κάθε τάξη που περιελάμβαναν αρκετές διαβαθμίσεις είχε τον αρχηγό της που ανέθετε σε ειδικούς επιθεωρητές διάφορα καθήκοντα, όπως την ευθύνη εκπαίδευσης των μελών της τάξης σύμφωνα με τις κρατούσες παραδόσεις. Στην κορυφή της πιραμίδας βρίσκονταν οι «βασιλείς» ή τοπάρχες (shahrdaran), οι σατράπες και οι διοικητές (marzban) που ήταν απευθείας υπόλογοι στον βασιλέα στον βασιλέων.
Στη νέα θεοκρατική κοινωνία που αναφάνηκε έπειτα από τις μεταρρυθμίσεις του Αρταξάρη και του διαδόχου του Σαπώρη Α΄ η θρησκεία όπως ήταν επόμενο κατείχε δεσπόζουσα θέση. Η παρέμβαση του θείου ήταν αισθητή σε όλα τα επίπεδα του δημοσίου και ιδιωτικού βίου των Περσών και ενώ ο βασιλιάς έπαιρνε το στέμμα του από τα χέρια του θεού, ακόμη και ο τελευταίος υπήκοος αποδείκνυε με ευσυνείδητες ενέργειες την πεποίθηση πως η καθε πράξη κυβερνιόταν από τη θεία βούληση. Σε μια τέτοια κοινωνία ο κλήρος δεν αποτελούσε τάξη αργόμισθων αλλά ασχολούνταν αδιάκοπα με την εκτέλεση των αμέτρητων τυπικών και ουσιαστικών καθηκόντων που του επέβαλλαν οι πατροπαράδοτοι θεσμοί.
Η ορθόδοξη θρηκεία του κράτους των Σασανιδών ήταν ο παραδοσιακός μαζδαϊσμός με τις κυριότερες μεταρρυθμίσεις που τον 6ο π.Χ. αιώνα είχε επιφέρει ο Ζωροάστρης κυρίως στη σφαίρα της ηθικής. Εμπλουτισμένο από τους «μάγους» των επόμενων αιώνων με μια πολύπλοκη θεολογία, το δυϊστικό αυτό σύστημα παρουσίαζε την επίγεια ζωή ως πεδίο όπου δινόταν η αέναη πάλη ανάμεσα στις ισόρροπες δυνάμεις του φωτός και του σκότους, και τον μεταθανάτιο βίο ως τον χώρο της τελειωτικής απόδοσης δικαιοσύνης. Ο έντονα μεσσιανικός χαρακτήρας του ζωροαστρισμού έβρισκε την πλήρη έκφραση του στην εσχατολογική θεωρία της καταστροφής του υλικού κόσμου και του πνεύματος του κακού, που θα σήμαινε και την ανατολή της βασιλείας του αγαθού.
Πολλές ήταν οι αποκλίσεις από τον ορθόδοξο κανόνα που κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Σασανιδών εκδηλώθηκαν μέσα στους κόλπους της αυστηρά ιεραρχημένης κοινωνίας τους: ο ζερβανισμός, που στάθηκε στο καθαρά θεολογικό επίπεδο και χαρακτηρίστηκε αίρεση από την εποχή του Χοσρόη Α΄, ο μανιχαϊσμός, απαισιόδοξο μήνυμα γνωστικής φύσεως, η αυστηρή ηθική διδασκαία του οποίου είχε ευρεία απήχηση τόσο στη ρωμαϊκή όσο και στην κινεζική αυτοκρατορία, και ο μαζδακισμός, αίρεση που το κοινωνικό της περιεχόμενο την κατέστησε εξαιρετικά επίφοβο κίνημα για την αυτοκρατορία.
Εκτός από τις αιρέσεις που η ζωροαστρική «εκκλησία» σε συνδυασμό με την πολιτική ηγεσία κατόρθωνε πάντα να καταστέλλει, υπήρχε το πρόβλημα του Χριστιανισμού: από μια μειονότητα στα βορειοδυτικά κράσπεδα της αυτοκρατορίας τον 3ο αιώνα οι χριστιανοί σύντομα και σταθερά αυξήθηκαν σε αριθμούς και ισχύ και στους επόμενους αιώνες έφθασαν να αποκτήσουν οπαδούς μεταξύ των αριστοκρατικών γενών της αυτοκρατορίας.
Η γεωγραφική εξάπλωση του Χριστιανισμού ευνοήθηκε σημαντικά από την απολυταρχική τακτική των περσικών αρχών, οι οποίες κατά τους πολέμους ενατίον της Ρώμη και μετέπειτα του Βυζαντίου, προέβαιναν σε μαζικούς εξοικισμούς αιχμαλωτισμένων πληθυσμών της Μεσοποταμίας που αποστέλλονταν στα βάθη της αυτοκρατορίας για να χρησιμοποιηθούν στην καλλιέργεια άγονων περιοχών. Η ασυνεπής ή μάλλον αδιάφορη πολιτική των Μεγάλων Βασιλέων συνέβαλε ακόμη πειρσσότερο στη διάδοση του Χριστιανισμού.
Το κράτος των Σασανιδών δεν χαρακτηριζόταν όμως πάντοτε από θρησκευτική μισαλοδοξία. Είναι χχαρακτηριστικό ότι όταν το 529 ο Ιουστινιανός έκλεισε τη νεοπλατωνική Ακαδμία των Αθηνών, οι επτά φιλόσοφοί της πήραν τον δρόμο της Κτησιφώντος, όπου έγιναν δεκτοί με τιμές. Και όταν έπειτα από λίγο, δήλωσαν πώς η ατμόσφαιρα της εξωτικής αυλής τους ξένιζε ο Χοσρόης τους έστειλε με δώρα στην πατρίδα τους.
Η μεταχείριση των χριστιανών από τους Πέρσες και τα εσωτερικά προβλήματα της Αρμενίας ήταν δύο σταθερές αφορμές πολέμου μεταξύ Βυζαντινών και Περσών. Σπανιότερα όμως, οι λόγοι των συγκρούσεων ήταν στενά συνδεδεμένοι με δυναστικά προβλήματα των δύο αυτοκρατοριών καθώς δεν ήταν ασυνήθιστο πεθαίνοντας ο ένας μονάρχης να αφήνει επίτροπο του ανήλικου διαδόχου του τον μονάρχη της άλλης μεγάλης δύναμης, παραχωρώντας έτσι το δικαίωμα να επεμβαίνει στα εσωτερικά του κράτους του.
Τα βαριά μυρωδικά και οι πολύτιμοι λίθοι, τα βαρύτιμα μεταξωτά, τα καλλιτεχνήματα από ελεφαντόδοντο, τα καρυκεύματα κάθε είδους στα εδέσματα των βυζαντινών, ήταν προϊόντα που μετέφεραν στη ρωμαϊκή επικράτεια από την Περσία, την Κίνα και την Ινδία καραβάνια που διέσχιζαν το κράτος των Σασανιδών. Ο λιβανωτός που έκαιγε σε όλες τις εκκλησίες και η ατμόσφαιρα των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης με τα νέα ήθη και έθιμα οφείλονταν σε ανατολική, και συγκεκριμένα περσική επίδραση. Επί πλέον η αρχιτεκτονική, η μεταλλουργία και η κεραμεική των Βυζαντινών μαρτυρούν την αρκετά σημαντική επιρροή ανατολικών προτύπων στην τέχνη τους τόσο στο επίπεδο της επιλογής θεμάτων όσο και στον τομέα της τεχνικής. Φυσικά δεν μένει η παραμικρή αμφιβολία για την σημασία της ελληνορωμαϊκής παράδοσης στην τέχνη, την διανόηση και γενικότερα στον τρόπο ζωής των Περσών, όπως αργότερα και των Αράβων -ειδικά των Αββασιδών- που παρέλαβαν και αξιοποίησαν στο έπακρο την πολιτιστική κληρονομιά των λαών που υπέταξαν.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους