Οι αντάρτες του Ορχομενού
Βρισκόμαστε στα μαύρα χρόνια της κατοχής. Ο λαός μας υποφέρει τα πάνδεινα. Όσο μπορεί οργανώνεται κι όσο μπορεί προσπαθεί να αντισταθεί στο θηρίο του Ναζισμού. Έτσι και στην περιοχή της Σκριπούς, αργότερα Ορχομενός, οι κάτοικοι οργανώνονται και σκέφτονται, πώς μπορούν να βοηθήσουν την πατρίδα που στενάζει κάτω από την μπότα του αδίστακτου κατακτητή. Μόλις λοιπόν οι κάτοικοι της περιοχής, οι Ορχομένιοι ακούνε ότι οι Ιταλοί, το ένα θηρίο του φασισμού, συνθηκολόγησαν, αποφασίζουν να πάνε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιβαδειάς, όπου υπήρχε ιταλική φρουρά, για να πάρουν τα όπλα των Ιταλών. Στο σταθμό του τρένου, οι Ορχομένιοι ζητούν από τους Ιταλούς να τους παραδώσουν τον οπλισμό τους. Οι Ιταλοί αποφασίζουν να έλθουν σε επαφή με το Ιταλικό Στρατηγείο και από εκεί τους δίνουν εντολή να παραδοθούν στους Γερμανούς, στους οποίους θα δώσουν και τον οπλισμό τους. Οι Ορχομένιοι φεύγουν άπρακτοι και γυρνούν στον Ορχομενό.
Οι Γερμανοί στον Ορχομενό
Οι Γερμανοί φθάνουν στον Ορχομενό τις βραδινές ώρες της 9ης Σεπτεμβρίου. Ένα τμήμα του Γερμανικού στρατού παραμένει στον Ορχομενό και ετοιμάζει τη φωτιά και την καταστροφή του Ορχομενού, ενώ ένα άλλο τμήμα με τρία τανκς προχωρεί προς το Τζαμάλι έχοντας διπλή αποστολή: α) Να ενεργήσει αναγνωριστικά και να ελέγξει πόσο μεγάλη δύναμη ανταρτών υπήρχε στην περιοχή. β) Να αναγκάσει όσους κατοίκους είχαν φύγει προς εκείνη την κατεύθυνση να γυρίσουν πίσω.
Τα τρία τανκς περνάνε μπροστά από την εκκλησία της Μεγαλόχαρης, η οποία δεσπόζει μέσα στην πόλη του Ορχομενού. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τα τρία Γερμανικά τανκς, το ένα μετά το άλλο και ο Γερμανικός στρατός προσπερνάνε την εκκλησία της Θεομήτορος και απομακρύνονται γύρω στα πεντακόσια πενήντα μέτρα. Ξαφνικά όμως, το πρώτο τανκ ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου. Δεν προχωρεί πια, ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Το δεύτερο τανκ δοκιμάζει να περάσει δίπλα στο πρώτο, αλλά πέφτει σε ένα μικρό χαντάκι, μια «σούδα», όπως λένε οι κάτοικοι της περιοχής και ακινητοποιείται. Το τρίτο τανκ στρίβει λίγο και δοκιμάζει να περάσει μέσα από ένα χωράφι, αλλά και αυτό το περιμένει η ίδια τύχη.
Τρία τανκς ακινητοποιημένα, δεν μπορούν να προχωρήσουν μπροστά, αλλά ούτε και κατορθώνουν να γυρίσουν πίσω. Τα τανκς που διέσχιζαν τα ποτάμια και τις ερήμους της Βόρειας Αφρικής, μένουν ακίνητα, «παράλυτα», σε ένα ίσιωμα. Μάταια αγωνίζονται οι Γερμανοί να τα μετακινήσουν. Βρίσκουν κάποιους Ορχομένιους κρυμμένους μέσα στις καλαμιές και τους αναγκάζουν κι αυτούς να βοηθήσουν, αλλά κι αυτοί δεν καταφέρνουν τίποτα. Κανένα αποτέλεσμα. Τα τανκς παραμένουν ακίνητα. Λες και κάποια αόρατη δύναμη τα τραβά προς τα έγκατα της γης και τα εμποδίζει να προχωρήσουν.
Η ημέρα του θαύματος
Ξημερώνει η 10η Σεπτεμβρίου και ο επικεφαλής αξιωματικός, που λέγεται Όφμαν, συνοδευόμενος από κάποιους στρατιώτες και μερικούς Ορχομένιους επιστρέφει πίσω στον Ορχομενό, αναζητώντας βοήθεια. Στην περιοχή του Ορχομενού ζούσε τότε ο Σέρβος Γιαννάτζης Δανιηλάτος, ο οποίος γνώριζε πάρα πολύ καλά τη γερμανική γλώσσα. Αυτόν τον άνθρωπο, λοιπόν, αναζητεί ο Όφμαν, ώστε να μπορέσει να συνεννοηθεί και να ζητήσει βοήθεια. Αφού τον βρήκε, τον ρώτησε αν υπάρχει κάποιο τρακτέρ στην περιοχή για να τραβήξει τα τανκς.
Πράγματι, εκείνη την εποχή υπήρχε ένα και μοναδικό τρακτέρ στην περιοχή, το οποίο, μάλιστα, άνηκε στον Γεωργικό Συνεταιρισμό και το οποίο οδήγησε ένας άλλος κάτοικος του Ορχομενού, ο αείμνηστος Νικόλαος Γούλας. Αφού παρέλαβαν το τρακτέρ, επέστρεψαν στον τόπο που είχαν ακινητοποιηθεί τα τανκς. Με τη βοήθεια του τρακτέρ τα τανκς ξεκίνησαν αμέσως να κινούνται. Ο Όφμαν έκπληκτος φωνάζει «Θαύμα! Θαύμα! Τα τανκς κινήθηκαν σαν να ήταν άδεια σπιρτόκουτα» και συνεχίζει «Όλη νύχτα προσπαθούσαμε να τα κινήσουμε και τίποτα δεν μπορούσαμε να κάνουμε και τώρα πριν προλάβει καλά-καλά το τρακτέρ να βάλει μπροστά, το κάθε ένα από τα τανκς κινήθηκε.»
Η ομολογία του Γερμανού αξιωματούχου
Αμέσως μετά ο Όφμαν απευθυνόμενος στο Γιαννάτζη τον ρωτάει «Σας παρακαλώ, τι έχετε εδώ στον Ορχομενό;» Ο Γιαννάτζης του μίλησε για το θησαυρό του Μινύα, το θολωτό τάφο που ανακάλυψε ο μεγάλος ιστορικός Ερρίκος Σλήμαν. Ο Γερμανός δεν έδειξε καθόλου ενδιαφέρον και δείχνοντας με το χέρι του την εκκλησία ρώτησε «Τι εκκλησία είναι αυτή;». Ο Γιαννάτζης, μη γνωρίζοντας να του πει στα Γερμανικά «η Κοίμησις της Θεοτόκου», του εξήγησε «Είναι που έφυγε η Παναγία και πήγε στους ουρανούς». Αμέσως ο Όφμαν ζήτησε επιτακτικά να επισκεφθεί την εκκλησία.
Ο Όφμαν μαζί με τους στρατιώτες του, το Γιαννάτζη και τους Ορχομένιους που βοήθησαν να μετακινηθούν τα τανκς πορεύθηκαν προς την εκκλησία. Στο μεταξύ, στην εκκλησία έφτασαν και άλλοι Ορχομένιοι που έμαθαν τα γεγονότα. Ειδοποιήθηκε ο εφημέριος της Παναγίας, ο αείμνηστος παπά-Σεραφείμ Παπαπαναγιώτου και μαζί του κατέφθασε και ο εφημέριος του Ευαγγελιστή Λουκά παπά-Μάρκος Αρμακόλας. Σχεδόν ταυτόχρονα έφθασαν στην εκκλησία ο Πρόεδρος της Σκριπούς Δημήτριος Γκικόπουλος και ο Πρόεδρος της Πετρομαγούλας Δημήτριος Βούτσας.
Αφού μπήκαν όλοι στην εκκλησία, ο Όφμαν, προχωρώντας μπροστά από τους υπόλοιπους, κοίταζε δεξιά κι αριστερά τις εικόνες που ήτανε κρεμασμένες στους τοίχους και στο τέμπλο, δίνοντας την εντύπωση πως κάτι αναζητούσε κι έψαχνε. Αφού διέσχισε το παρεκκλήσιο του Αποστόλου Πέτρου και τον κυρίως ναό έφθασε στο παρεκκλήσι του Αποστόλου Παύλου. Εκεί, μόλις αντίκρισε το τέμπλο, γονάτισε έντρομος και έδειξε την εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στερεωμένη σε αυτό. Πρόκειται για μια ωραιότατη εικόνα Ρωσικής τεχνοτροπίας, στην οποία η Παναγία που εικονίζεται, όπου κι αν σταθείς, σε παρακολουθεί με το γεμάτο αγάπη βλέμμα της. Δείχνοντας, λοιπόν, την εικόνα αυτή της Παναγίας ο Όφμαν αναφώνησε: «Αυτή η γυναίκα σας έσωσε· να την τιμάτε και να τη δοξάζετε».
Αφιερώματα στην Παναγία από τον Γερμανό
Σε ένδειξη σεβασμού προς την Παναγία, ο Όφμαν πρόσφερε ορισμένα χρήματα στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Συγκεντρώθηκαν και άλλα χρήματα και με τα χρήματα αυτά, έγιναν δύο λάβαρα. Το ένα απεικόνιζε την Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ το δεύτερο αποτέλεσε την πρώτη απεικόνιση του θαύματος της Παναγίας.
Οι Ορχομένιοι για να ευχαριστήσουν τον Όφμαν και τους Γερμανούς στρατιώτες του, που όχι μόνο δεν τους πείραξαν, αλλά άφησαν και χρήματα στην εκκλησία της Μεγαλόχαρης, τους έκαναν μεγάλο τραπέζι και οι Γερμανοί έτρωγαν και έπιναν μέχρι το απόγευμα.
Αργά το απόγευμα οι Γερμανοί έφευγαν προς την ίδια κατεύθυνση από την οποία ήλθαν, με τις κάννες των πυροβόλων στα τανκς τους κατεβασμένες σε ένδειξη πένθους και αποτυχίας. Στον Ορχομενό που ήλθαν, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους και δεν εκτέλεσαν την αποστολή τους, γιατί νικήθηκαν από την Παναγία.