Οι κατακτήσεις του Βασιλείου Β΄ είχαν φέρει το βυζαντινό βόρειο σύνορο στον Δούναβη, από τη νότια όχθη του οποίου η αυτοκρατορία μπορούσε πια να ασκήσει άμεσα την πολιτική της προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Στο βρειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου του Αίμου οι ηγεμόνες της Κροατίας και της Διόκλειας είχαν αναγνωρίσει την Βυζαντινή επικυριαρχία. Στα βόρεια του Δούναβη η αυτοκρατορία συνόρευε με το ουγγρικό βασίλειο και κυρίως με το ημινομαδικό κράτος των Πατσινακών, που κατοικούσαν από τον 10 αιώνα στις πεδιάδες της Ρουμανίας και της νότιας Ουκρανίας.
Οι Πατσινάκες είχαν επανειλημμένες επιδρομές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, φθάνοντας καμιά φορά ως τη Θεσσαλονίκη. Οι επιδρομές αυτές που είχαν σκοπό τη λεηλασία, αποκρούσθηκαν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Φαίνεται όμως ότι κλόνισαν τη βυζαντινή διοίκηση. Το 1040, ενώ είχε ξεσπάσει η επανάσταση του Πέτρου Δελεάνου στη Βουλγαρία, η Σερβία επαναστάτησε υπό τον άρχοντα της Διόκλειας Στέφανο Βοϊσθλάβο (Vojislav). Επανειλλημμένες βυζαντινές εκστρατείες απέτυχαν οικτρά. Έτσι η αυτοκρατορία υπέστη τον πρώτο ακρωτηριασμό της στο βόρειο σύνορο.
Την ίδια εποχή εμφανίστηκε νέα αναπάντεχη απειλή εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι Ρως, οι οποίοι από την εποχή του εκχριστιανισμού τους διατηρούσαν άριστες εμπορικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς, κίνησαν το 1043 αιφνιδιαστική ναυτική εκστρατεία με 400 πλοία και έφθασαν στη Προποντίδα χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Η αυτοκρατορία βρέθηκε απροετοίμαστη, καθώς ο στόλος δεν βρισκόταν στην πρωτεύουσα.
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, αφού επανειλημμένα αποπειράθηκε να συνάψει ειρήνη, αντιμετώπισε τους εχθρούς, δημιουργώντας αυτοσχέδιο στολίσκο με όσα πλοία βρέθηκαν πρόχειρα. Χάρη στην τρικυμία και κυρίως στο υγρό πυρ ο βυζαντινός στολίσκος κατόρθωσε τελικά, μέσα από σκληρούς αγώνες, να απωθήσει τους Ρως, οι οποίοι, ενώ επέστρεφαν στην πατρίδα τους ηττήθηκαν για δεύτερη φορά από τα βυζαντινά στρατεύματα στην παραλία της Βάρνας.
Η ρωσική επίθεση του 1043, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, είχε ως αφορμή επεισόδια που είχαν συμβεί στη ρωσική παροικία της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Ρώσους εμπόρους, τα οποία είχαν καταλήξει στον φόνο ενός «επιφανούς» Ρώσου. Μπορεί όμως κανείς να υποθέσει ότι τα επεισόδια αυτά ήταν απότοκα του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εμπόρους των δύο κρατών.
Η βυζαντινή διπλωματία δραστηριοποιήθηκε για τα προβλήματα που παρουσιάζονταν στο Βόρειο σύνορο. Το 1046 υπογράφηκε συνθήκη με τους Ρως. Ανάμεσα στο 1040 και το 1050 ο Κωνσταντίνος Μονομάχος δώρισε στον βασιλιά των Ούγγρων Ανδρέα βασιλικό διάδημα, που σώζεται ως σήμερα και πιστοποιεί ότι οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν αγαθές. Στην βυζαντινοουγγρική προσέγγιση ίσως και να οφείλεται η επάνοδος της Σερβίας στη σφαίρα της βυζαντινής επιρροής. Γύρω στο 1052, ο Μιχαήλ, γιος του Βοϊσθλάβου, αναγνώρισε την επικυριαρχία των Βυζαντινών και δέχθηκε τον αυτοκρατορικό τίτλο του πρωτοσπαθάριου. Η έντονη διπλωματική δραστηριότητα, που σημειώθηκε από το 1046 και έπειτα, ίσως αποτελούσε μέρος της γενικότερης προσπάθειας γαι την υπεράσπιση του συνόρου στον Δούναβη.
Κατά τα μέσα του 11ου αιώνα οι Πατσινάκες πιέζονταν από ένα άλλο λαό, τουρκικής καταγωγής, τους Ούζους, οι οποίοι προχωρούσαν από την νότια Ουκρανία προς τον Δούναβη. Η αυτοκρατορία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τις εσωτερικές διαμάχες που είχαν αρχίσει ανάμεσα τους Πατσινάκες. Προσεταιρίσθηκε έτσι ένα μέρος από τον λαό αυτό, το οποίο εγκατέστησε στο σύνορο του Δούναβη, με τη μάταιη ελπίδα ότι οι νέοι σύμμαχοι, που τότε εκχριστιανίθσηκαν θα απέκρουαν τις επιθέσεις των συμπατριωτών τους. Τον Δεκέμβριο του 1046-Ιανουάριο 1047 ο Δούναβης πάγωσε και έτσι οι Πατσινάκες κατάφεραν να περάσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους στη Βουλγαρία, την οποία άρχισαν να λεηλατούν.
Η πρώτη αυτή εισβολή αποκρούσθηκε από τις τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι εισβολείς όμως δεν έφυγαν. Η κυβέρνσηη της Κωνσταντινούπολης προτίμησε να τους εγκατασήσει στις έρημες πεδιάδες της Σόφιαςς της Ναϊσού και της Ευτζαπέλου και αποπειράθηκε, χωρίς επιτυχία, να τους χρησιμοποιήσει ως συμμάχους στο ανατολικό μέτωπο.
Οι νεοφερμένοι μολονότι είχαν ενταχθεί στις διοικητικές δομές της αυτοκρατορίας, δεν είχαν καμία διάθεση να σταματήσουν τις επιδρομές τους προς τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες του νότιου Αίμου. Οι αυτοκρατορικές στρατιές, που στάλθηκαν εναντίον τους το 1049, 1050, 1053, ηττήθηκαν, ενώ οι Πατσινάκες ενισχύονταν από άλλους συμπατριώτες τους αλλά και από Ούζους, οι οποίοι άρχισαν σταδιακά να περνούν τον Δούναβη. Το βυζαντινό βόρειο σύνορο κλονιζόταν και φαίνεται πως και οι Ούγγροι προσπάθησαν να επωφεληθούν.
Η τάξη αποκαταστάθηκε για λίγο χάρη στην επιτυχημένη μεγάλη εκστρατεία που οδήγησε στην Βουλγαρία ο Ισαάκιος Α’ Κομνηνός. Η κρίση όμως συνεχιζόταν. Το 1064 αναφέρεται μεγάλη επιδρομή των Ούζων, οι οποίοι, αφού πέρασαν τον Δούναβη, λεηλάτησαν τις περιοχές της χερσονήσου του Αίμου ως την Θεσσαλονίκη και την κεντρική Ελλάδα. Το 1071 οι Ούγγροι πήραν το Βελιγράδι. Παρά τις δυσχέρειες όμως που αντιμετώπισε το Βυζάντιο στα χρόνια που ακολούθησαν, κατόρθωσε τελικά να διατηρήσει σχεδόν ανέπαφο το ευρωπαϊκό του σύνορο.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους