Όλα τα πολιτικά μέτρα που περιγράφει στις «Πράξεις» του ο Οκταβιανός Αύγουστος αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ελεύθερης πολιτείας. Έπειτα από επανειλλημένες δηλώσεις του, ήδη κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, ότι θα επέστρεφε τις έκτακτες εξουσίες του στη Σύγκλητο και στον δήμο, το θέμα ήχθη ενώπιον της Συγκλήτου στις 13 Ιανουαρίου του 27π.Χ. Ο Οκταβιανός δήλωσε ότι οι εμφύλιοι πόλεμου είχαν τελειώσει και ότι δεν ήταν πια αναγκαίο να διατηρεί τις έκτακτες εξουσίες. Τις απέδιδε λοιπόν στη Σύγκλητο και στον δήμο και δεν ήθελε πια να είναι παρά απλός πολίτης και συγκλητικός.
Κανείς στην Σύγκλητο όμως δεν πήρε στα σοβαρά αυτές του τις δηλώσεις. Καθένας είχε πλήρη συνείδηση ότι η πλήρης αποχώρηση του νικητή των εμφυλίων πολέμων σήμαινε ότι θα οδηγούσε άμεσα σε νέες εσωτερικές ταραχές. Εξάλλου δεν ήταν δυνατόν να υπολογισθεί πως θα αντιδρούσαν οι διάφορες στρατιωτικές μονάδες στις επαρχίες σε περίπτωση αποχώρησης του Οκταβανού. Γι΄αυτό πείσθηκε από τη Σύγκλητο να αναλάβει ένα μέρος της ευθύνης των κοινών και τελικά συγκατένευσε να διατηρήσει από την άμεση εξουσία του οριμένες επαρχίες με το νομικό σχήμα της ανθυπατικής εξουσίας. Αυτές οι περιοχές ήταν η Ισπανία, η Γαλατία, η Συρία, περιοχές όπου βρίσκονταν σταθμευμένες οι ισχυρότερες στρατιωτικές μονάδες. Καμία εχθρική κίνηση δεν μπορούσε να ορμηθεί από τις επαρχίες εναντίον του.
Εξίσου εξασφαλισμένος ήταν και στο εσωτερικό, στην Ιταλία και τη Ρώμη, αφού εξακολουθούσε να διατηρεί την υπατεία και μπορούσε έτσι να κατευθύνει τις εσωτερικές εξελίξεις. Ενώ λοιπόν φαινομενικά παραιτήθηκε από μερικούς νομικούς τίτλους και αποδέχθηκε μια σημαντική, υποτίθεται, μείωση της δύναμής του, στην πραγματικότητα κέρδισε πολύ περισσότερα. Η βάση της άσκησης των εξουσιών δεν ήταν πια οι αυθαίρετες εξουσίες που είχε διά τηςβίας αποσπάσει από τα υπάρχοντα σώματα, αλλά εξουσίες που διά της βίας σχεδόν του επέβαλε η Σύγκλητος.
Την επομένη της 13ης Ιανουαρίου του 27π.Χ. ο Οκταβιανός τιμήθηκε με την προσωνυμία Augustus (Αύγουστος, Σεβαστός) που τον ανέβαζε σε μια θεϊκή σφαίρα. Έτσι η μορφή του εξυψώθηκε πάνω από άλλες ηγετικές προσωπικότητες του παρελθόντος ενώ παράλληλα αποφεύχθηκε κάθε συσχετισμός του Οκταβιανού με τον τίτλο του βασιλέως και με το όνομα του Ρωμύλου, που είχαν αρχικά σκεφθεί να του δώσουν.
Με την πολιτική πράξη του 27π.Χ δεν είχε βέβαια πλήρως ολοκληρωθεί η διαμόρφωση της «ηγεμονίας». Ακόμη και ο Αύγουστος δεν ήξερε ακριβώς πως έπρεπε να διαμορφωθεί. Στην πραγματικότητα η μεταμόρφωση συντελέστηκε με βραδύ ρυθμό μέσα στις πρώτες δεκαετίες. Η πρώτη μεταβολή συνετέλεστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν το 23π.Χ. ο Οκταβιανός ασθένησε και παραιτήθηκε από την υπατεία, την οποία διατηρούσε από το 31π.Χ, συνολικά 11 φορές, περισσότερες από οποιονδήποτε άλλον. Έπειτα ανέλαβε την υπατεία άλλες δύο φορές ως τον θάνατό του, για να εισαγάει τους δύο θετούς γιους του στην πολιτική.
Η σημαντικότερη όμως μεταβολή του 23π.Χ. αφορούσε τη σχέση του Αυγούστου με τις επαρχίες και τη θέση του απέναντι στους διοικητές οι οποίοι όπως και ο Αύγουστος είχαν τυπικά ανεξάρτητη εξουσία και διορίζονταν από την Σύγκλητο, αφού προηγουμένως καθοριζόταν με κλήρωση η περιοχή της ευθύνης τους. Τώρα πια του παραχωρήθηκε «μείζονα» ανθυπατική εξουσία, δηλαδή εξουσία ανώτερη των άλλων διοικητών. Με αυτόν τον τρόπο ο Αύγουστος μπορούσε να επεμβαίνει, όποτε το έκρινε απαραίτητο στις υποθέσεις των συγκλητικών επαρχιών. Ως το τέλος της αρχής του (14μ.Χ.) το κέντρο βάρος της δύναμης του αυτοκράτορα στις επαρχίες μετατέθηκε ακόμη σαφέστερα προς όφελός του.
Από τον Αύγουστο καθορίστηκαν και τα βασικά χαρακτηριστικά της ηγεμονίας. Κατά την περίοδο που ακολούθησε συντελέστηκε η τελική διαμόρφωση και η παραπέρα εξέλιξη αυτής της βασικής δομής που τελικά υπέστη ριζική μεταβολή επί των Σεβήρων (3ος μ.Χ. αιώνας). Η νομική βάση της δημαρχικής εξουσίας, της μείζονος ανθυπατικής εξουσίας, καθώς επίσης και ορισμένων ειδικών εξουσιών παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη. Ενισχύθηκε όμως η ουσιαστική επιβολή της αυτοκρατορικής βούλησης και διαμορφώθηκαν οι εξωτερικοί τύποι του αυτοκρασορικού αξιώματος, σε συνεχή συαχετισμό βέβαια με το παραδοσιαλό σχήμα της διατήρησης των πολιτειακών κανόνων και με την ιδέα του ηγεμόνα ως πρώτου των πολιτών.
Ο δέυτερος πόλος αυτού του συσχετισμού των δυνάμεων ήταν η Σύγκλητος και οι εκπρόσωποί της από τους οποίους, επειδή ακριβώς η Σύγκλητος επιζούσε του αυτοκράτορος, εξαρτιόταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η μετά θάνατον εκτίμηση του εκάστοτε μονάρχη. Το βασικό αυτό για την ηγεμονία θέμα διατρέχει ολόκληρη την αυτοκρατορική εποχή, παρ’ όλο που η αντίδραση της Συγκλήτου αμβλύνθηκε κάπως, αφού σε τελική ανάλυση δεν την ενδιέφερε κυρίως παρά η διαφύλαξη των προνομίων και του κύρουςτης.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Εθνους