Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα

Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα στην αρχική φάση τους διέγραψαν τριακονταετή περίπου πορεία. Πρωτοεμφανίστηκαν δειλά κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ οριστική μορφή απέκτησαν κατά τα χρόνια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, όταν είχαν δημιουργηθεί στον τόπο οι απαραίτητες προϋποθέσεις για σταθερή διακυβέρνηση. Στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα διατηρήθηκαν επιβιώνοντας απλώς για να χάσουν την αρχική φυσιογνωμία και την ταυτότητά τους, στην εποχή λίγο μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856).

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αρχηγός του «αγγλικού» κόμματος

Πόσα ήταν λοιπόν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και ποια η επωνυμία τους; Ανάλογα με το περιεχόμενο και το ενδιαφέρον τους οι σύγχρονοι είχαν την τάση να διακρίνουν τρεις διαφορετικής υφής πολιτικούς σχηματισμούς. Άλλοτε αναφέρονται σε έναν, σχεδόν απεριόριστο, αριθμό από προσωπικές κλίκες, η καθεμιά από τις οποίες εκπροσωπούσε και συνάμα απέβλεπε στην προσωπική προβολή ενός συγκεκριμένου ηγέτη. Άλλοτε η πολιτική καθοριζόταν από τη διαπάλη των τριών κομμάτων, του «αγγλικού», του «γαλλικού» και του «ρωσικού», που είχαν αποκτήσει οπαδούς και επιρροή στις ελληνικές υποθέσεις, εξαιτίας του ρόλου των τριών αντίστοιχων Δυνάμεων στον Αγώνα. Τέλος, συχνά θεωρήθηκε πως μόνο δύο κόμματα λειτουργούσαν στο πολιτικό προσκήνιο, το κόμμα των «συνταγματικών» και το κόμμα των «καποδιστριακών» ή «κυβερνητικών».

Σε αυτό το ήδη περίπλοκο σχήμα έρχονται να προστεθούν και άλλες απόψεις που επισκοπούσαν την πολιτική πραγματικότητα μέσα από το πλέγμα τριών βασικών κοινωνικών ομάδων, με κύριο διακριτικό χαρακτηριστικό το διαφορετικό τρόπο ζωής. Η πρώτη διάκριση κοινωνικο-οικονομικού χαρακτήρα, ξεχώριζε στρατιωτικούς αρχηγούς και προεστούς. Η δεύτερη γεωγραφικής υφής, αναφερόταν στους γεωγραφικούς διαχωρισμούς που είχαν επικρατήσει στην εμπόλεμη Ελλάδα: Πελοπόννησος, Ρούμελη, Νησιά. Η τρίτη βασιζόταν στη διαφορά πολιτισμικής στάθμης ανάμεσα σε όσους είχαν προτιμήσει να συνταχθούν με τη φιλελεύθερη Δύση και σε εκείνους που είχαν παραμείνει πιστοί στη βυζαντινή παράδοση.

Σύμφωνα με τον πολιτικό Κωνσταντίνο Ζωγράφο και τον Γάλλο διπλωμάτη Θ. Πισκατόρυ, τα αποκαλούμενα κόμματα εκείνης της εποχής θεωρούνται ενώσεις βασιζόμενες από το ένα μέρος στην προσωπικότητα ενός ηγέτη με δύναμη και επιρροή και από το άλλο στις προσωπικές σχέσεις των μελών του. Θεωρούν επίσης ότι τα «πραγματικά» κόμματα για να υπάρξουν και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά πρέπει να διαθέτουν τρία βασικά χαρακτηριστικά: κατά κύριο λόγο να εκπροσωπούν ιδέες, δεύτερο να έχουν δομή και οργάνωση και τρίτο οπαδούς τους οποίους να μπορούν να κατευθύνουν. Ταυτόχρονα επιδιώκουν να δείξουν ότι όλες αυτές οι προϋποθέσεις, οι απαραίτητες για την ύπαρξη και λειτουργία των κομμάτων, ήταν ανύπαρκτες στις ελληνικές πολιτικές ενώσεις, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι για τον προσδιορισμό τους χρησιμοποιείται η επωνυμία «κόμματα».

Όσοι υποστήριζαν ότι τα ελληνικά κόμματα δεν είχαν ιδεολογικό περιεχόμενο μπορούσαν να επικαλεσθούν το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις απόψεις τις οποίες το καθένα εξέφραζε ή ότι οι συχνές μετακινήσεις και αποσκιρτήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο έδειχναν πως οι ανάγκες της στιγμής παρά οι πραγματικές πεποιθήσεις και η πίστη τους προς τη γραμμή του κόμματος έπαιζαν ρόλο στην ένταξή τους. Οι αρνητικές αυτές θέσεις μπορούσαν να αντικρούονται, χωρίς και να εξουδετερώνονται εντελώς, από το γεγονός ότι τα κόμματα, σε όλη τη διάρκεια τους έστω και ελάχιστα διαφοροποιημένα το ένα από το άλλο, διατήρησαν επίμονα τους αρχικούς τους προσδιορισμούς: συνταγματικοί-κυβερνητικοί, φιλελεύθεροι-συντηρητικοί, δυτικοί-παραδοσιακοί.

Προστασία, φατρία, κόμματα

Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα λειτουργούσαν εφαρμόζοντας το σύστημα της «προστασίας». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κοινωνική, οικονομική και πολιτική μονάδα θεμελιακής μορφής στη δομή της ελληνικής κοινωνίας στάθηκε η οικογένεια. Η οικογενειακή γη σπάνια μοιραζόταν και ο κλήρος εξακολουθούσε να καλλιεργείται κάτω από την εποπτεία του αρχηγού της οικογένειας. Η κτηματική περιουσία, γη, σπίτια, πηγές νερού κλπ. ακόμα και όταν γινόταν η κατανομή άμεσα στα μέλη της οικογένειας, έμενε στην ουσία ενιαία και συνεπώς η οικονομική αλληλεξάρτηση υπήρχε πάντα.

Ό,τι συνέβαινε με τη γη, που την καλλιεργούσαν από κοινού κάτω από την επίβλεψη και την οδηγία του αρχηγού της οικογένειας, συνέβαινε και με τις εμπορικές επιχειρήσεις των νησιών οι οποίες αποτελούσαν επίσης οικογενειακές υποθέσεις. Η διακυβέρνηση των καραβιών γινόταν σε επίπεδο οικογενειακό: ο επικεφαλής της οικογένειας κυβερνούσε το μεγαλύτερο και καλύτερο σκάφος, ενώ τα υπόλοιπα καράβια εμπιστευόταν στους γιους του και σε στενούς συγγενείς. Άλλα μέλη, φτωχότερα ή με μακρινότερη συγγένεια υπηρετούσαν ως πληρώματα.

Αν οι συγγενικοί δεσμοί και υλικά συμφέροντα συνέδεαν εκατό ή και περισσότερα άτομα σε μια ανεπτυγμένη ομάδα που θεωρούνταν ως μια οικογένεια, διαπιστώνεται επίσης η ύπαρξη καθιερωμένων ευρύτερων δεσμών χάρη στους οποίους οικογένειες ενώνονταν είτε οριζόντια σε μία «ένωση» ίσων ατόμων είτε σε μια ιεραρχημένη σχέση εξάρτησης ή και στα δύο. Βασικά οι σχέσεις αυτές ήταν τέσσερις: επιγαμίες, υιοθεσία, κουμπαριά, «αδελφική φιλία» (αδελφοποιτοί).

Στην επαρχία κάθε ευρύτερη ένωση των οικογενειών -κοινωνικά ισότιμων- από τις οποίες η καθεμιά είχε τις δικές της εξαρτημένες ομάδες και «πελατείες», μπορούσε να αναζητεί την «προστασία» μιας οικογένειας, ισχυρής λόγω πλούτου, κύρους ή ακόμα εξαιτίας κάποιας σημαντικής δημόσιας θέσης την οποία κατείχε. Αυτό το είδος της ένωσης, που περιοριζόταν κυρίως σε τοπικά πλαίσια, μπορεί να ονομασθεί «φατρία».

Στην προεπαναστατική Ελλάδα, οι φατρίες αναπτύσσονταν συνήθως μέσα στα όρια της ευρύτερης διοικητικής μονάδας ή περιοχής. Και εφόσον η τοπική αυτονομία αποτελούσε ένα από τα χαρακτηριστικά της οθωμανικής διοίκησης, οι αυτάρκεις διοικητικές μονάδες μπορούσαν να διαφέρουν κατά τα μεγέθη -από την ευρύτερη περιφέρεια της Πελοποννήσου στις μικρές περιοχές όπως η Μάνη και η Ύδρα. Με την Επανάσταση εντούτος το ελληνικό κράτος συμπεριλαμβάνοντας όλη τη μαχόμενη Ελλάδα, απέβη η αυτάρκης μονάδα, συνδυασμός όλων των μικρών, προεπαναστατικών διοικητικών περιοχών.

Αλλά οι όροι «φατρία» και «κόμμα» ανταποκρίνονται και σε μία άλλη διάκριση: οι «φατρίες» δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με κάποιο ιδιαίτερο σχήμα αρχών ή ιδεών. Τα «κόμματα» από το άλλο μέρος είχαν τουλάχιστον δημιουργήσει κάποια φήμη για κάποιου είδους τοποθέτηση, όσο ακαθόριστη κι αν ήταν, πάνω σε εθνικά θέματα, όπως η κοινωνική σύνθεση της κυβέρνησης, λαϊκή ή αριστοκρατική, ο προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής προς την Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, ενδεδειγμένη μορφή διακυβέρνησης, αντιπροσωπευτική ή αυταρχική.

Εφόσον ένα κόμμα μεγάλωνε συνήθως με βάση μία ή και έναν ορισμένο αριθμό από φατρίες και εφόσον τα χαρακτηριστικά της καθεμιάς εξαφανίζονταν με τρόπο σχεδόν ανεπαίσθητο μέσα στα χαρακτηριστικά της άλλης, η διατήρηση της διάκρισης, αποβαίνει συχνά δύσκολη παρ΄ όλο που είναι διάκριση χρήσιμη στη μελέτη και την ανάλυση του θέματος. Σύμφωνα με τα δύο κριτήρια, δηλαδή τη συμμετοχή σε κλίμακα εθνική και την ιδεολογική ταύτιση, δεν είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς σταθερούς κομματικούς σχηματισμούς ως περίπου το τέλος του 1820 και τις αρχές το 1830.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους