Τα μέρη του χριστιανικού ναού

Τα μέρη του χριστιανικού ναού είναι: το φράγμα του πρεσβυτερίου, η σολέα, το σύνθρονο, η Αγία Τράπεζα, η κρύπτη ή κατάβαση, η κατάθεση ή εγκαίνιο, η θάλασσα ή χωνευτήριο, το κιβώριο, η τράπεζα μαρτύρων ή αγαπών, η τράπεζα προσκομιδής, ο άμβωνας.

Τα μέρη του χριστιανικού ναού
Τετρακιόνιο κιβώριο Αγίας Τράπεζας και η Αγία Τράπεζα στο κέντρο

Το φράγμα του πρεσβυτερίου είναι ο ανατολικός χώρος, που βρίσκεται αμέσως μπροστά από τη κόγχη και προορίζεται αποκλειστικά για τον κλήρο και την τέλεση της μυστηριακής λατρείας. Το τμήμα αυτό του μεσαίου κλίτους του ναού αποχωρίζεται από το υπόλοιπο με τετράγωνο ή ορθογώνιο με σχήμα Π φράγμα. Από τον 5ο αιώνα το φράγμα του πρεσβυτερίου, καθώς και ολόκληρος ο χώρος που εγκλείεται από αυτό, υπερυψώνεται, τοποθετείται σε στυλοβάτη, «βατήρα», «βήμα» εξ ου και η ονομασία του ιερού ως «Βήμα». Από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, το φράγμα γίνεται ευθύγραμμο και επεκτείνεται στα πλάγια κλίτη.

Η σολέα είναι ο στενόμακρος και ευρύς ορθογώνιος χώρος μπροστά από την κεντρική πύλη του φράγματος του πρεσβυτερίου. Ο χώρος αυτός περιβαλλόταν από κιγκλίδες και χρησίμευε για να στέκονται οι διάκονοι και οι αναγνώστες, αλλά και οι ανώτεροι αξιωματούχοι, κατά τη διάρκεια των ακολουθιών. Στο χώρο αυτό υπήρχαν οι θρόνοι του αυτοκράτορα και του επισκόπου. Στη Δύση η σολέα χρησίμευε και για τους χορούς των ψαλτών.

Μέσα στο χώρο του ιερού Βήματος, υπάρχουν δύο βασικές λειτουργικές κατασκευές: το σύνθρονο και η Αγία τράπεζα. Στο σύνθρονο κάθονταν οι κληρικοί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Καταλαμβάνει ολόκληρο το χώρο της ημικυκλικής κόγχης και συνήθως έχει τη μορφή βαθμιδωτού ημικυκλίου. Στη μέση του σύνθρονου κατασκευάζεται ο επισκοπικός θρόνος, κινητός ή μόνιμος. Αμέσως μπροστά από τον χώρο της κόγχης του ιερού Βήματος είναι το ιερότερο σημείο του ναού, γιατί εδώ τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Για την ιερή αυτή τελετουργία χρειάζεται μια τράπεζα, επάνω στην οποία αποτίθενται τα τίμια δώρα. Η τράπεζα αυτή αποκαλείται «Αγία Τράπεζα», «Μυστική Τράπεζα» ή απλώς «θυσιαστήριον», υπαινισσόμενη την αναίμακτη θυσία.

Η κρύπτη ή κατάβαση είναι υπόγειος νεκρικός θάλαμος κάτω από την κόγχη του ιερού Βήματος, όπου τοποθετείται σαρκοφάγος με σκήνωμα ή άγια λείψανα. Σε μερικούς ναούς υπάρχουν κάτω από την Αγία Τράπεζα μικροί θάλαμοι που δεν εξέχουν του δαπέδου του ναού και είναι προσιτοί με κλίμακες. Σχετίζονται και αυτοί με τη λατρεία ιερών λειψάνων.

Στην Ανατολή αντί της κρύπτης συνηθέστερη ήταν η κατάθεση ή εγκαίνιο, δηλαδή η καθιέρωση του ναού με την τοποθέτηση ιερών λειψάνων σε μικρό όρυγμα αμέσως κάτω από την Αγία Τράπεζα. Οι μικροί αυτοί λάκκοι έχουν σχήμα ορθογώνιο ή σταυρικό. Οι πλευρές τους επενδύονται συχνά με μαρμάρινες πλάκες. Στο εσωτερικό τους τοποθετείται κιβωτίδιο σε σχήμα σαρκοφάγου ή μικρό αγγείο με άγια λείψανα που καθαγίασαν το ναό την ημέρα των εγκαινίων.

Η θάλασσα ή χωνευτήριο ήταν μικρά ανοίγματα ή κοιλότητες που βρίσκονται κάτω ή ανατολικά της Αγίας Τράπεζας και χρησίμευαν για τη συγκέντρωση των υγρών, με τα οποία έπλεναν την Αγία Τράπεζα και τα ιερά σκεύη ή χρησιμοποιούνταν σε άλλες τελετουργικές νίψεις. Τα υγρά αυτά θεωρούνταν ιερά και δεν έπρεπε να ρίχνονται στην αποχέτευση. Τα ορύγματα αυτά ταυτίζονται με τις γνωστές από τις πηγές «θάλασσες». Στα μεταγενέστερα χρόνια επιβιώνει με την ονομασία χωνευτήριο.

Τετρακιόνιο κιβώριο σκέπαζε την Αγία Τράπεζα. Οι κίονες, που συχνά ήταν στρεπτοί βάσταζαν ευθύγραμμο ή τοξωτό επιστύλιο, επάνω στο οποίο έβαινε μικρή θολωτή ή πυραμιδοειδής στέγη. Το κιβώριο αποτελεί την έξαρση της Αγίας Τράπεζας, η οποία θεωρείται συγχρόνως θρόνος και τάφος του Χριστού.

Τα πρωτοχριστιανικά χρόνια συνήθιζαν να τελούν την Θεία Λειτουργία μία φορά το χρόνο, την ημέρα των γενεθλίων του μάρτυρα της πίστης επάνω στον τάφο του. Αρχικά χρησιμοποιούσαν ξύλινες τράπεζες. Μετά τον θρίαμβο της Εκκλησίας οι τράπεζες οι τράπεζες αυτές γίνονται μαρμάρινες και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τις ονόμαζε «τράπεζες μαρτύρων». Οι τράπεζες αυτές χρησιμοποιούνταν και για τις «αγάπες», τα νεκρόδειπνα που γίνονταν πάνω στον τάφο του μάρτυρα ορισμένες μέρες του χρόνου, από όπου και ο όρος «τράπεζες αγαπών».

Η τράπεζα προσκομιδής ή προθέσεως είναι μικρών διαστάσεων μαρμάρινες τετράπλευρες και συνηθέστερα κυκλικές τράπεζες με ελαφρώς κοίλη την επάνω επιφάνεια περιβαλλόμενη με πλατιά παρυφή, η οποία είχε συχνά ανάγλυφο διάκοσμο. Οι τράπεζες προσκομιδής χρησίμευαν κυρίως για την εναπόθεση από τους διακόνους των προσφορών των πιστών που προορίζονταν για την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

Ο άμβωνας είναι ψηλό βάθρο, στο οποίο ανέρχεται κανείς με μία ή δύο κλίμακες και βρίσκεται στο μεσαίο κλίτος της βασιλικής. Από εδώ οι κληρικοί διαβάζουν τις γραφές και εκφωνούν τα κηρύγματα για να ακούγονται καλύτερα στο εκκλησίασμα. Μερικές φορές χρησιμοποιούνταν και από ψάλτες. Ο άμβωνας κατασκευάζεται πότε χτιστός και επενδύεται με μαρμάρινες πλάκες, άλλοτε είναι μονολιθικοί ή αποτελούνται από περισσότερα τμήματα μαρμάρου. Η θέση του άμβωνα στο μεσαίο κλίτος ποικίλλει. Συνηθέστερα βρίσκεται κοντά στη νότια κιονοστοιχία, άλλοτε στη βόρεια ή στο μέσο, πάντα όμως σχετικά κοντά στο φράγμα του πρεσβυτερίου.

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *