Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στις βορειότερες περιοχές του ελλαδικού χώρου -στην Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στη Μακεδονία-, στη Στερεά Ελλάδα οι οικονομικές συνθήκες διαφέρουν από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και η παραγωγή παρουσιάζει τέτοια και τόση ποικιλία, ποσοτικά και ποιοτικά, ώστε να γίνεται δύσκολη η ενιαία περιγραφή των οικονομικών πλαισίων, μέσα στα οποία κινήθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας ο πληθυσμός.

Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη Στερεά Ελλάδα παρά το άγονο του εδάφους, δεν έχουμε μεταναστευτική κίνηση, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις και συγκεκριμένα ύστερα από πολεμικά γεγενότα ή εξαιτίας καταπιέσεων της τουρκικής εξουσίας. Αλλά οι αποδημίες αυτές είχαν χαρακτήρα προσωρινό -οι φυγάδες συχνά ξαναγύριζαν στις εστίες τους για να συνεχίσουν τη ζωή τους, απαράλλακτα όπως πριν.
Από το άλλο μέρος, καθώς μια αλυσίδα βουνών απλώνεται από το Ιόνιο ως το Αιγαίο δεν ήταν δυνατή η ανάπτυξη εμπορικών κέντρων παρά μόνο σε παραθαλάσσια σημεία και σε περάσματα δρόμων από την Πελοπόννησο ως την Μακεδονία. Έτσι, εκτός από τη Λιβαδειά και τη Θήβα, που βρίσκονται στον άξονα Ναυπλίου-Κορίνθου-Λάρισας-Θεσσαλονίκης, οι μόνες πόλεις που αναπτύχθηκαν ήταν η Αθήνα, τα Σάλωνα, το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό.
Όσον αφορά την Αθήνα δεν γνωρίζουμε πόσους κατοίκους είχε στην αρχή του 18ου αιώνα, αλλά μια δημογραφική μεταβολή παρατηρήθηκε ανάμεσα στα χρόνια 1687-1688 και το 1715, όταν έληξε ο βενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Αθηναίοι είχαν εγκαταλείψει το κλεινόν άστυ μαζί με τους Βενετούς και είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Η αναλογία ωστόσο των Ελλήνων ήταν τότε, όπως και αργότερα, συντριπτικά ανώτερη αφού μόνο 15-20 οικογένειες Εβραίων ζούσαν εκεί και 300 περίπου Τούρκοι.
Το 1721 η Αθήνα είχε 5.000-6.000 κατοίκους, ύστερα όμως από μια δεκαετία διπλασιάστηκαν περίπου και έφθασαν τις 9.000-10.000. Οι Τούρκοι τώρα αποτελούσαν το ένα τέταρτο του πληθυσμού και η αύξηση τους πιθανότατα οφειλόταν στα πολεμικά γεγονότα που είχαν διαδραματισθεί λίγα χρόνια πριν στην Πελοπόννησο και στην οριστικοποίηση της τουρκικής κυριαρχίας στο νότιο τμήμα της Ελλάδας. Σταθερός διατηρήθηκε ο αριθμός των κατοίκων ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Η σταθεροποίηση αυτή είναι σύμφωνη με την όλη δομή της οικονομίας της πόλης.
Η Θήβα το 1730 είχε 4.000-5.000 κατοίκους από τους οποίους οι μισοί ήταν Τούρκοι. Παρά την εμπορική κίνηση που σημειώθηκε στην πόλη αυτή κατά τον 18ο αιώνα, δεν αυξήθηκε ο πληθυσμός αφού το 1795 οι κάτοικοι δεν ξεπερνούσαν τις 6.000. Η Λιβαδειά έμεινε σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας η πιο πλούσια ίσως πόλη ολόκληρης της Στερεάς. Ο ακριβής πληθυσμός της δεν μας είναι γνωστός, οπωσδήποτε όμως στο τέλος του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται ως «η μεγαλύτερη πόλη της Βοιωτίας», με επίνειο στον Κορινθιακό κόλπο.

Αξιόλογη κωμόπολη δυτικότερα ήταν τα Σάλωνα με 500 περίπου οικογένειες κατά τον 1790, αλλά με επτά τζαμιά πράγμα που σημαίνει την ύπαρξη πολυάριθμου τουρκικού στοιχείου, και το Γαλαξίδι, ένα από τα πιο πολυσύχναστα ελληνικά λιμάνια, πόρτα της κεντρικής Στερεάς για τις συναλλαγές με την Πελοπόννησο και σταθμός αποθήκευσης και διακίνησης προϊόντων.
Το Αιτωλικό το τέλος του 17ου αιώνα ήταν ένα άσημο χωριό, αλλά έγινε μια μικρή πολιτεία με πληθυσμό 4.000 κατοίκων το 1780. Στο τέλος του 17ου αιώνα το Μεσολόγγι δεν είχε καμία σημασία για το εμπόριο της Ελλάδας, αποτελεί όμως το σημαντικότερο ναυτικό και εμπορικό κέντρο της Στερεάς από την τρίτη δεκαετία του 18ου αιώνα και ένα από τα πιο αξιόλογα της δυτικής Ελλάδας. Εκτός από την μεταφορά των προϊόντων της περιοχής στα Επτάνησα και στην Πελοπόννησο, που γινόταν αρχικά με μικρά πλοία και σε περιορισμένη κλίμακα, άρχισαν οι Μεσολογγίτες να ανοίγονται σε μακρινώτερα ταξίδια, να μεταφέρουν σιτάρι στη Σμύρνη και στην Κρήτη και άλλα προϊόντα στην Ιταλία και να συναγωνίζονται το γαλλικό και το βενετικό εμπόριο.
Το Μεσολόγγι ανοίγει τον δρόμο προς την ακμή της εμπορικής ελληνικής ναυτιλίας, πολύ πριν επιχειρήσουν τα τολμηρά ταξίδια τους οι νησιώτες του Αιγαίου. Έτσι, το 1735, οι Μεσολογγίτες διαθέτουν 30 πλοία, ενώ το 1741, τα μεσολογγίτικα καράβια που εξυπηρετούν το εμπόριο του κορινθιακού κόλπου και τις μεταφορές αυξάνονται σε 40 με 50.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους